
Η Έλλη Ζάχου Ταχτσή, υπήρξε μια ανυπόταχτη γυναίκα, που το μόνο που ήθελε, ήταν να ζήσει ελεύθερη και να αγαπηθεί. Ατύχησε και στα δύο. Υπέκυψε στη σκληρότητα της εποχής της και έγινε πιο σκληρή από αυτήν.
«Η μάνα αυτουνού». Προσφώνηση απαξιωτική, ειρωνική, σαρκαστική, μα τόσο οικεία, τόσο γνώριμη. Ειπωμένη υπαινικτικά και πάντοτε χαμηλόφωνα. Σχεδόν ψιθυριστά. Από αυτούς τους ψίθυρους που είναι μαχαιριές στην καρδιά. Που καμιά φορά όμως γίνονται και φονικά. «Ο γιος αυτηνής», ο Κώστας Ταχτσής, δολοφονήθηκε. Όπως «δολοφονείται» σ’ αυτόν τον κόσμο, ότι απειλεί να ξεσκεπάσει την υποκρισία του.
«Η μάνα αυτουνού». Το λιγότερο φωτισμένο πρόσωπο στον κυρίως αυτοβιογραφικό συγγραφικό κόσμο του Κώστα Ταχτσή. Στον οποίο βασίστηκε για να γράψει και το σημαντικότερο έργο του. Το «Τρίτο Στεφάνι». Που αποτελεί, πέρα από μια καταγραφή κι ένα ξεμασκάρεμα της αγίας ελληνικής οικογένειας. Εάν όμως το «Τρίτο Στεφάνι» ταυτίζεται με την ίδια την Ελλάδα, η ιστορία της μητέρας του, ταυτίζεται με όλα τα κρυμμένα μυστικά. Που κρατάμε καλά κλειδωμένα σε σκονισμένα μπαούλα, στοιβαγμένα στα υπόγεια της ψυχής μας.

Ανεβαίνω ανυπόμονος τα σκαλοπάτια που θα με οδηγήσουν στον πρώτο όροφο και στη θεατρική αίθουσα «Χρύσα Σπηλιώτη». Έχω διαβάσει όλα τα βιβλία του Κώστα Ταχτσή σε νεαρότερη ηλικία. Βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρον το δελτίο τύπου της παράστασης. Αλλά τίποτα δεν μπορεί να με προϊδεάσει για το τι πρόκειται να μου συμβεί κατά τη διάρκεια του συγκλονιστικού αυτού έργου αλλά και μετά το τέλος της.
Κατά την ολιγόλεπτη αναμονή μέχρι να σβήσουν τα φώτα, βρίσκομαι αντιμέτωπος με ένα αφαιρετικό σκηνικό που περιλαμβάνει ένα μπαούλο στο κέντρο της σκηνής και τοποθετημένους στρογγυλούς μεγάλους λαμπτήρες που ορίζουν τα όρια της θεατρικής δράσης της παράστασης που πρόκειται να παρακολουθήσω. Ως εκείνη τη στιγμή κατά την οποία το έργο θα ζωντανέψει μπροστά στα μάτια μου, δηλώνω ακραία ανυπόμονος. Τα φώτα σβήνουν.
Σαν μαγική εικόνα η πρωταγωνίστρια Ράνια Σχίζα, εμφανίζεται μπροστά μου καθισμένη στο μπαούλο με ένα μόνο σάλι διακριτικά ριγμένο στους ώμους της. Μας κοιτάζει κατάματα όλους τους θεατές έναν προς έναν. Με τρυπάει στην ψυχή το διαπεραστικό βλέμμα της. Εκείνη ξέρει γιατί. Εγώ παραμένω ακόμα ανυποψίαστος.
Και ξεκινάει ένας μονόλογος σπάνιος και διαφορετικός, που διαγράφει σε μέγιστο βαθμό όσους θεατρικούς μονόλογους έχω παρακολουθήσει μέχρι σήμερα. Με όπλο το πολύ δυνατό θεατρικό κείμενο της Κικής Μαυρίδου, ξεδιπλώνεται μπροστά μου η ιστορία της Έλλη Ζάχου Ταχτσή.
Από τα πρώτα λεπτά αντιλαμβάνομαι ότι έχω να κάνω με την δραματική και εκ των έσω προσωπική αφήγηση της μητέρας του συγγραφέα. Μιας γυναίκας που θα γνωρίσω από την παιδικής της κιόλας ηλικία ως το τέλος του βίου της. Η Έλλη Ζάχου Ταχτσή μου αφηγείται όλα τα χρόνια της πολυκύμαντης ζωής της. Μένω εν μέρει άναυδος.
Έχοντας παρακολουθήσει κι άλλες σημαντικές παραστάσεις στις οποίες πρωταγωνιστούσε η Ράνια Σχίζα, γνωρίζω καλά την υποκριτική της δεινότητα και την άψογη θεατρική της κίνηση αλλά εδώ επανασυστήνομαι μαζί της, έχοντας εμπιστευθεί τη σύμβαση ότι η κυρία Σχίζα είναι η μάνα του αείμνηστου συγγραφέα καθισμένη πάνω σε ένα μπαούλο με καρφωμένα στο πάτωμα τα κάτω άκρα της μέσα από την υπέροχη σκηνοθετική δεινότητα και απέριττη λιτότητα του Βαγγέλη Λάσκαρη. Τα πόδια της θα κινηθούν ελάχιστα μονάχα όταν αυτή το αποφασίσει σε σχέση με την δραματική και δυναμική ένταση που κρύβει ο λόγος και τα μυστικά της ζωής της που αποκαλύπτονται ένα προς ένα σαν ηχηρά χαστούκια προς τον θεατή. Αντίθετα, το πάνω μέρος του κορμιού της, το πρόσωπο, τα χέρια, το βλέμμα, κι η χροιά του λόγου της η οποία βγαίνει αληθινή και διάφανη από τα έγκατα της ψυχής της όπως και όλη η παλέτα των συναισθημάτων της που δονείτε ασταμάτητα, άλλοτε με κατεβασμένη φωνή κι άλλοτε με ηχηρά κρεσέντα ψυχής, τα οποία δικαιώνουν το δυνατό θεατρικό κείμενο με το οποίο έρχεται αντιμέτωπη η πρωταγωνίστρια. Μας έχει όλους καθηλώσει ήδη.

Τα φώτα ανάβουν και σβήνουν εμπνευσμένα από τον σκηνοθέτη της παράστασης, οριοθετώντας τις σημαντικότερες στιγμές από τον πολυκύμαντο βίο της, χωρισμένη σε κεφάλαια ενός άγραφου βιβλίου που ωστόσο ζωντανεύουν σε απόλυτο βαθμό μέσα από την ίδια την ηθοποιό.
Η Ράνια Σχίζα μας έχει ήδη συνεπάρει ως άγρια λύκαινα και τα δάκρυα μας τρέχουν καθαρά και αβίαστα.
Η θέση της γυναίκας στο παρελθόν, η καταπίεση και ο πειθαναγκασμός από την μάνα της και από την κοινωνία, το δικαίωμα για μια ελεύθερη ζωή που ενέχει αγάπη και αποδοχή που δεν θα βρει ποτέ από τον άντρα και φυσικό πατέρα του Κώστα, η βία, το ξύλο, οι άπιστοι εραστές της που την προδίδουν, η σχέση μάνας και γιου είναι θέματα που υποψιαζόμαστε ότι ενέπνευσαν τον Κώστα Ταχτσή στην αποδόμηση των στερεότυπων μιας αγίας οικογένειας και διαμόρφωσαν τον ίδιο ως άνθρωπο, ως συγγραφέα και ως περιθωριακό πρόσωπο στα δικά του βήματα στον κόσμο της ανελέητης νύχτας.
Τόσο η φωνή του Νίκου Καραθάνου που παρεμβάλεται στον ρόλο του Ταχτσή, όσο και οι λυρικές μουσικές γέφυρες του Μάνου Αντωνιάδη που συνοδεύονται από τους γιατρευτικούς φωτισμούς του Βαγγέλη Μούντριχα, αγκαλιάζουν και ολοκληρώνουν το πλαίσιο μιας εξαιρετικά σφιχτής και δομημένης παράστασης που πρέπει οπωσδήποτε να δείτε.