
Γ’ Βραβείο διαγωνισμού διηγήματος 2022
Ένωσης Λογοτεχνών Λεμεσού «Γιώργος Μιχαηλίδης»
Στεκόταν ακίνητος, κοιτώντας μέσα στο πορτμπαγκάζ, με το χέρι υψωμένο στην πόρτα. Δεν έψαχνε κάτι, είχε απλά χαθεί. Ο χώρος ανάμεσα σε εργαλεία και είδη καταδύσεως, είχε γίνει προς στιγμή θέατρο γεγονότων, από έναν έρωτα μόλις τελειωμένο.
Κατέβασε την πόρτα με μια αδιάφορη κίνηση, σαν να μην ήθελε να το κάνει. Στο χέρι του κρατούσε μόνο μια πετσέτα θαλάσσης, ένα βιβλίο και ένα φρέντο καπουτσίνο.
Στάθηκε λίγο και αφουγκράστηκε την παραλία. Θα μπορούσε να παρκάρει στην άμμο στρώνοντας πετσέτα κοντά στο αμάξι. Όμως ο Σίμος ήθελε απομόνωση, ήθελε να ηρεμήσει. Η ματιά του ανίχνευσε περιμετρικά το τοπίο και η ψυχή του αποφάσισε στην άκρη, στα βράχια, γύρω στα διακόσια μέτρα μακριά. Εκεί δεν πήγαινε αυτοκίνητο και δεν είχε άμμο, μόνο ψιλό σκληρό πατημένο χαλίκι. Η ομορφιά όμως του χώρου ήταν απαράμιλλη και η ηρεμία κατοχυρωμένη. Ήταν ήδη προχωρημένο απομεσήμερο.
Ακούμπησε τα πράγματά του σε ένα βραχάκι και άφησε το βλέμμα του να χαθεί στον ορίζοντα. Σαν να ήθελε να δει ένα τέλος. Εκεί, που το απέραντο γαλάζιο ενώνει γη και ουρανό. Ήθελε να αποδεχτεί οριστικά, ότι ο έρωτάς του ήταν πλέον παρελθόν. Περπάτησε προς τη θάλασσα. Πήρε βαθιά ανάσα και βούτηξε στα κρυστάλλινα νερά. Όταν αναδύθηκε μετά από κάποια λεπτά, είχε αδειάσει κάθε τι παλιό μέσα του. Αισθανόταν ανάλαφρος ήρεμος. Ήταν πλέον ο εαυτός του.
Κολύμπησε προς την ακτή και τότε αντιλήφθηκε ότι έπρεπε να μοιραστεί την ερημική παραλία του και με άλλο πρόσωπο. Προφανώς η κοπέλα θα νόμιζε πως ήταν μόνη της μια και η θαλασσινή αύρα έριξε την πετσέτα του νεαρού ανάμεσα στα βράχια.
Ο σφιχτοδεμένος Σίμος, στρώνοντας τα πράγματά του, συνειδητοποίησε ότι η κοπέλα γύρω στα τριάντα δεν φορούσε το πάνω μέρος από το μπικίνι.
Εκείνη ακούγοντας βήματα, ανασηκώθηκε ανάσκελα στον αγκώνα της και κρύβοντας τα στήθη της με το άλλο χέρι, περιεργάστηκε το χώρο μήπως υπήρχε κοσμοσυρροή. Ευτυχώς, σε μια ακτίνα 200 μέτρων, υπήρχε μόνο ο Σίμος, ένας όμορφος άνδρας γύρω στα τριάντα πέντε. Απελευθέρωσε το στήθος της και παραδόθηκε στη φροντίδα του απογευματινού ήλιου.
Απόρησε ο Σίμος που δεν φόρεσε το στηθόδεσμό της, μόνη με ένα αρσενικό τόσο κοντά της, χωρίς να υπάρχουν άλλες κοπέλες με τόπλες. Έριξε μια γρήγορη διακριτική ματιά και θαύμασε το καλλίγραμμο κορμί της. Ύστερα ξεφύλλισε το βιβλίο του ψάχνοντας την τσακισμένη σελίδα αλλά δεν μπορούσε να σταυρώσει λέξη. Ήταν αλλού. Απέφευγε να κοιτάξει την κοπέλα και παρασύρθηκε από τα μικρά κύματα που έσκαγαν στην άμμο. Σκεφτόταν αν έπρεπε να πάει για βουτιά ή με κάποιο πρόσχημα να πιάσει κουβέντα στο μοναχικό κορίτσι. Τον κέρδιζε σιγά σιγά η πρώτη σκέψη, νιώθοντας δυνατά την έλξη μιας παρατεταμένης άπνοιας στα σπλάχνα του υγρού στοιχείου.
Εκείνη τη στιγμή όμως, μια ριπή θαλασσινού αέρα πήρε το καπέλο του κοριτσιού και το έσυρε ένα μέτρο μακριά από τα πόδια της. Εκείνη δεν κουνήθηκε, παρά το φόβο να το τραβήξει το κύμα.
Ο νεαρός περίμενε την κοπέλα να σηκωθεί. Ένα μέτρο το καπέλο από εκείνη, δέκα από αυτόν. Στιγμιαία σκέφτηκε: “Να η ευκαιρία για προσέγγιση”. Αλλά και πάλι, το θεώρησε κάπως φτηνό. Προτίμησε να κρατήσει μια πιο δήθεν αδιάφορη και διακριτική στάση.
Η κοπέλα ανασηκώθηκε και κοίταξε το ψάθινο καπέλο της με ένα τεράστιο παράπονο, σαν να του έλεγε: “γιατί το έκανες αυτό;” Ύστερα, κοίταξε τον Σίμο με ένα ικετευτικό χαμόγελο. Μια άφωνη συνομιλία με τα μάτια. Εκείνος τώρα δεν κοιτούσε διακριτικά. Ένιωθε ότι ήταν μέρος του παιχνιδιού, στο οποίο εκείνη τον προέτρεπε να παίξει.
Η επόμενη ματιά της ήταν άκρως κατανοητή, δείχνοντας στον Σίμο, με ένα παραπονιάρικο τρόπο, το καπέλο της. Δεν υπήρχε πλέον αμφιβολία για εκείνον. Σηκώθηκε πρόθυμα και της το πρόσφερε με ένα χαμόγελο.
«Σας ευχαριστώ πολύ», είπε με μια μελωδική φωνή, «με λένε Γιάννα, εσάς;»
«Σίμο», είπε κοφτά και ενώ είχε σκοπό να φύγει, κοντοστάθηκε.
«Ξέρετε, πολύ χάρηκα που με εξυπηρετήσατε», είπε εκείνη με την ίδια σταθερή γλυκιά φωνή, μην έχοντας κανένα ίχνος αμηχανίας. Κάτι που δεν ίσχυε και τόσο για τον Σίμο. Ωστόσο, έλαβε υπόψη τον αυθορμητισμό της.
«Και εγώ παρομοίως και κάτι μου λέει, ότι θα πρέπει να φέρω εδώ τον καφέ μου».
«Αν θέλετε, θα ήταν υπέροχα», είπε η όμορφη κοπέλα και φωτίστηκε το πρόσωπό της με ένα απίθανο χαμόγελο.
Έστρωσε δίπλα της ο Σίμος και εκείνη φόρεσε το πάνω μέρος από το μπικίνι της.
Από εκείνη τη στιγμή, ένα μουσικό ερωτικό αεράκι αγκάλιασε το τοπίο την ώρα που ο ήλιος ζωγράφιζε με χρώματα λίγα ατίθασα σύννεφα που κάλπαζαν στον ουρανό. Αν κάποιος τους έβλεπε από μακριά, με τον τρόπο που μιλούσαν και γελούσαν, θα έλεγε ότι γνωρίζονταν χρόνια.
Δεν άργησαν να βρεθούν μέσα στην απέραντη αγκαλιά της θάλασσας. Ο Σίμος κάνοντας ένα μεγάλο μακροβούτι αναδύθηκε σε αναζήτηση ανάσας, αλλά δεν πρόλαβε να την ολοκληρώσει. Η όμορφη κοπέλα τον άρπαξε από το σβέρκο και κόλλησε το στόμα της στο δικό του ενώ τα πόδια της, που δεν υπάκουαν στο υπόλοιπο σώμα της, κρέμονταν αδιάφορα, μετέωρα στο βυθό. Εκείνος τα έπιασε από τους μηρούς και τα τύλιξε γύρω από τη μέση του, στηρίζοντάς τα σφικτά όλη την ώρα με τα χέρια του.
Η Γιάννα ανίχνευσε το σώμα του και κατέβασε αποφασιστικά το μαγιό του. Εκείνη ήταν ήδη χωρίς το κάτω μέρος του μπικίνι. Αγκάλιασε τρυφερά τον δυνατό άνδρα που είχε στα χέρια της και τον έφερε στην ευθεία της. Μόνη της έκανε την απότομη κίνηση πάνω στον Σίμο και ένας αναστεναγμός κοφτός της βγήκε αθέλητα. Ύστερα έγειρε το κεφάλι της στο ώμο του ενώ εκείνος, όπως την κρατούσε σφικτά από τους αμήχανους μηρούς της, συνέχισε το πιο υπέροχο ταξίδι μέσα στο χρόνο, στη φύση και στο σύμπαν. Ολοκλήρωσαν ταυτόχρονα, ενώ η ηχώ στα βράχια επαναλάμβανε προκλητικά την ικανοποίηση τους, όσο και αν ήθελαν να την κρύψουν.
Μια κοπέλα φάνηκε στην αμμουδιά να τους παρατηρεί.
«Η αδελφή μου», είπε η Γιάννα και κολύμπησαν προς την ακτή. Όταν πάτησαν στο βυθό, ο Σίμος την πήρε στα χέρια του αγκαλιά, όπως οι νεόνυμφοι όταν μπαίνουν πρώτη φορά στο σπίτι τους. Την έβγαλε μέχρι έξω και την άφησε καθισμένη στην ψάθα της, ενώ η αδελφή της πήρε από το αναπηρικό καροτσάκι, που είχε φέρει μαζί της, μια στεγνή πετσέτα και της σκούπισε την πλάτη.
Η Γιάννα γνώρισε στο Σίμο την Γιώτα και έμειναν εκεί να γελούν όμορφα και οι τρείς μέχρι που φάνηκε το ολόγιομο φεγγάρι να παιχνιδίζει με τα κύματα.
«Πρέπει να πηγαίνουμε», είπε η αδελφή της Γιάννας και κοίταξε τον Σίμο. «Θα με βοηθήσεις να την βάλουμε στο καρότσι;»
«Όχι, δεν χρειάζεται», είπε ήρεμα εκείνος. Πήρε αγκαλιά την Γιάννα στα δυο του χέρια όπως είχανε βγει από τη θάλασσα και έτσι περπάτησε διακόσια μέτρα μέχρι το αυτοκίνητο της Γιώτας. Διακόσια μέτρα όλη η υπόλοιπη αγάπη τους, όλη η ζωή τους, όπου τα βλέμματά τους ήταν μαγνητισμένα, δεμένα το ένα με το άλλο σαν να είχε χαθεί γύρω τους ο κόσμος.
«Πόσο χρονών είσαι;» ρώτησε εκείνος.
«Είκοσι εννιά, εσύ;»
«Τριάντα δύο και αυτό στη θάλασσα, ήταν πρώτη σου φορά;»
«Δεν πρόσεξες ότι βάψαμε τη θάλασσα με το χρώμα του πάθους;»
Ο Σίμος χαμογέλασε και εκείνη πιασμένη από το λαιμό αναζήτησε παθιασμένα το φιλί του. Εκείνος σταμάτησε να περπατά και ενέδωσε γλυκά στο πόθο της, ενώ η Γιώτα τους προσπέρασε διακριτικά.
«Γιατί άργησε να επιστρέψει η αδελφή σου;» ρώτησε ο Σίμος αφού συνήλθε από το πιο όμορφο φιλί που είχε δώσει μέχρι τώρα.
«Της είχα στείλει μήνυμα».
«Πονηρούλα, ρίσκαρες με έναν άγνωστο».
«Δεν έχω στη ζωή μου να χάσω κάτι».
«Δηλαδή; Δεν το έπιασα!»
Η Γιάννα έμεινε για λίγο σιωπηλή και ήταν η μοναδική στιγμή που δεν τον κοίταζε στα μάτια. «Ας πούμε, ότι έχω άγνοια κινδύνου».
«Α, μάλιστα! Τι έπαθες τελικά στα πόδια;»
«Είμαι έτσι από δέκα τεσσάρων χρονών. Νευροπαράλυση και είναι η αρχή…»
«Θες να πεις ότι…»
«Τώρα πια, δεν με τρομάζει τίποτα».
«Θα ξανάρθεις και αύριο;»
«Όχι, αύριο πετάω για Ελβετία, εκεί θα είμαι, για πάντα».
«Τί εννοείς;
Η Γιώτα είχε ανοίξει την πόρτα του συνοδηγού και ο Σίμος την τοποθέτησε στη θέση. Ύστερα, έσκυψε στο παράθυρο και την ρώτησε με αγωνία:
«Στην Ελβετία μένεις μόνιμα; Τί θα πει για πάντα;»
«Σ’ ένα μήνα δεν θα ξέρω τί θα είμαι..»
«Γιατί; Τι θα γίνει; Τι θα είσαι;»
«Ίσως για όλους μια ανάμνηση…» και γυρίζοντας προς την αδελφή της είπε επιτακτικά: «Πάμε».
«Στάσου, μη φεύγεις, δυο λεπτά», φώναξε ο νεαρός και το αμάξι σταμάτησε.
Η Γιάννα έβγαλε λίγο το κεφάλι της από το παράθυρο και με το δάκτυλό της έκανε νόημα στο Σίμο να σκύψει, δίνοντας του ένα δυνατό γρήγορο φιλί. Τραβήχτηκε μέσα και το αμάξι ξεκίνησε.
«Όλα καλά; Το κάνατε; Πώς ήταν;» ρώτησε η Γιώτα και η Γιάννα την κοίταξε με ένα απέραντο βλέμμα ικανοποίησης γνέφοντας θετικά. «Υπέροχο! Πρώτη και τελευταία…». Η αδελφή της ζωγράφησε ένα πλατύ χαμόγελο ανακούφισης και σπινάρισε τις ρόδες, αφήνοντας τον Σίμο αμήχανο μέσα σ’ ένα σύννεφο σκόνης.
Ο νεαρός γύρισε στη παραλία. Ήταν απόλυτο σκοτάδι καθώς το φεγγάρι είχε κρυφτεί στο βουνό. Δεν τον ένοιαζε πια τίποτα. Χρειαζόταν ένα μεγάλο μακροβούτι στα σκοτεινά νερά. Χρειαζόταν για δεύτερη φορά σήμερα, να αδειάσει από μέσα του.