
«Η κόλαση είναι ο ίδιος μας ο εαυτός· και η μόνη λύτρωση είναι να παραμερίσεις τον εαυτό σου και να αισθανθείς βαθιά για κάποιον άλλον». Tennessee Williams
«Όχι, δεν πήγα στο φεγγάρι, πήγα πιο πέρα. Γιατί ο χρόνος είναι η μεγαλύτερη απόσταση που χωρίζει δύο τόπους…. Μετά από λίγο καιρό μ’ έδιωξαν από τη δουλειά, γιατί έγραφα ένα ποίημα πάνω σ’ ένα κουτί παπουτσιών. Έφυγα από το Σεντ Λούις. Κατέβηκα για τελευταία φορά εκείνη τη σκάλα κινδύνου και από τότε ακολούθησα τα χνάρια του πατέρα μου, προσπαθώντας με τη διαρκή κίνηση να βρω αυτό που είναι χαμένο στο χάος. Γι’ αυτό και ταξίδεψα πολύ. Οι πόλεις στροβιλίζονταν γύρω μου σαν νεκρά φύλλα, φύλλα με ζωντανά ακόμα χρώματα, αλλά αποκομμένα από το κλαδί τους. Θα μπορούσα να έχω σταματήσει κάπου, αλλά είχα την αίσθηση ότι κάτι με κυνηγούσε, κάτι που εμφανιζόταν ξαφνικά μπροστά μου και με ξάφνιαζε. Άλλοτε ένα κομμάτι μουσικής, που κάτι μου θύμιζε, άλλοτε ένα κομμάτι απλό, διάφανο γυαλί… Μπορεί να περπατάω βράδυ σ’ ένα δρόμο, σε κάποια άγνωστη πόλη, προτού βρω παρέα. Και να περάσω από μια φωτισμένη βιτρίνα αρωματοπωλείου γεμάτη πολύχρωμα γυαλάκια, μπουκαλάκια σε υπέροχες αποχρώσεις, σαν κομμάτια ουράνιου τόξου. Και τότε να νιώσω το χέρι της αδελφής μου στον ώμο μου. Στρέφω και την κοιτάζω κατάματα….. Αχ, Λώρα, Λώρα, προσπάθησα να σ’ αφήσω πίσω μου, αλλά τώρα σου είμαι πιο πιστός απ’ όσο σου ήμουν τότε! Ψάχνω για τσιγάρο, περνάω στο απέναντι πεζοδρόμιο, τρέχω σ’ ένα σινεμά ή σ΄ένα μπαρ, παίρνω ποτό, μιλάω στον πρώτο τυχόντα που θα βρω δίπλα μου-κάνω τα πάντα για να καταφέρω να σβήσω τα κεριά σου.
Γιατί σήμερα ο κόσμος φωτίζεται μόνο με αστραπές.
Σβήσε τα κεριά σου, Λώρα!
Αντίο, λοιπόν….»
Μονολογεί ο Τομ, ο γιος της οικογένειας, που μετά τη φυγή του πατέρα έχει «φορτωθεί» την Αμάντα, τη μητέρα του, που δεν ξεχνάει την αριστοκρατική της καταγωγή και την Λώρα, την αδελφή του, που μην αντέχοντας έναν κόσμο βάναυσο και σκληρό έχει απομονωθεί σ’ ένα μικρόκοσμο, όπου η φαντασία της μεταπλάθει την εξωτερική πραγματικότητα. Κάτω απ’ την επιρροή της χειριστικής μητέρας τα δύο παιδιά έχουν αναπτύξει μια δυνατή σχέση αδελφική που, όμως, δεν φαίνεται να οδηγεί πουθενά, αφού στόχος της Αμάντα είναι ένας καλός γάμος για τη Λώρα, η οποία έχει και μια μορφή αναπηρίας. Τα δυο αδέλφια επιβιώνουν όπως μπορούν. Ο Τομ που γράφει ποιήματα και δεν στεριώνει σε δουλειά, ονειρεύεται πότε θα το σκάσει από μια κατάσταση που τον ρίχνει σε αδράνεια και μοιρολατρία και βρίσκει ανακούφιση στις σκοτεινές αίθουσες των σινεμά. Η Λώρα πάλι, ανήμπορη ν’ αντισταθεί στην επιθυμία της μάνας, βαθιά συναισθηματική και τρομακτικά φοβισμένη απ’ τη ζωή, έχει στραφεί σε μια γυάλινη συλλογή ζώων με την οποία περνάει πολύ χρόνο-καταφύγιο στην απόλυτη μοναξιά της.
Το έργο ξεκινάει ακριβώς τη στιγμή που πλησιάζει η αλλαγή. Η Αμάντα απογοητευμένη απ’ την κόρη της που δεν της μοιάζει και δεν έχει τον αέρα της καλομεγαλωμένης κοπέλας, έτοιμης για γάμο, πιέζει αφόρητα τον Τομ να της βρει γαμπρό! Εκείνος προσκαλεί ένα φίλο του, τον Τζιμ, για φαγητό. Η Αμάντα βάζει τα δυνατά της να δείξει τον καλύτερο εαυτό της και να αποδείξει στον επίδοξο γαμπρό πως η οικογένειά της είναι… επιπέδου! Η Λώρα, πιο δυστυχισμένη από ποτέ γι’ αυτό το θέατρο του παραλόγου, όπου καλείται να παίξει ένα ρόλο πρωταγωνιστικό, πάνω που όλα πηγαίνουν όπως τα’ χει κανονίσει η μάνα, λιποθυμάει από την ένταση. Ουδέν κακόν, όμως, αμιγές καλού! Ο ρεαλιστής και προσγειωμένος Τζιμ, που δεν πετάει στα σύννεφα, αλλά έχει πιάσει τη ζωή στα χέρια του και την κουμαντάρει, αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει και το δράμα της Λώρα. Ενώ οι άλλοι δύο αποσύρονται διακριτικά, εκείνος πλησιάζει με λεπτότητα, αλλά κι επιμονή, την φοβισμένη κοπέλα, η οποία ασκεί μια ιδιότυπη γοητεία στα μάτια του και κατορθώνει, με τον τρυφερό τρόπο και το αληθινό ενδιαφέρον του, να της απαλύνει τον πόνο. «Ούτε που το πρόσεξα», της λέει, όταν εκείνη του αναφέρει την αναπηρία της. «Δεν είσαι η μόνη. Όλοι έχουμε τα δικά μας. Είσαι όμορφη. Όλα απάνω σου είναι όμορφα. Είσαι ξεχωριστή». Η Λώρα γρήγορα ξανοίγεται και στα χέρια του «μαέστρου» Τζιμ, -που ζει μέσα στην αποκρουστική καθημερινότητα, την πολεμάει και δεν κρύβεται απ’ αυτήν-, χαμογελάει, δέχεται ακόμα και να χορέψει μαζί του και τέλος και το φιλί του. Όταν εκείνος καταλαβαίνει πως έχει δημιουργήσει μια επικίνδυνη για τη Λώρα κατάσταση, της αποκαλύπτει πως πρόκειται να παντρευτεί σύντομα μια κοπέλα που αγαπάει. Τα πάντα, όπως ήταν φυσικό, καταρρέουν. Η Αμάντα, που ζούσε ελπίζοντας πως θα αναβίωνε το αριστοκρατικό της παρελθόν μέσα από ένα λαμπρό γάμο της κόρης της, καταφέρεται κατά του Τομ που τον κατηγορεί για επιπολαιότητα κι αδιαφορία. Η Λώρα, μετά την τραυματική της εμπειρία με τον Τζιμ, πληγωμένη, καταφεύγει, με αξιοπρέπεια, και πάλι στα γυάλινα ζωάκια της. Κι ο Τομ;
«Λώρα, σβήσε τα κεριά σου. Ο κόσμος σήμερα φωτίζεται με αστραπές», φώναξε ο Τομ κι έκλεισε οριστικά την πόρτα πίσω του, εγκαταλείποντας ένα παρελθόν που του στερούσε την ελευθερία και τη δράση. Βγαίνει στον κόσμο, ανταλλάσσει μια δουλειά στην αποθήκη με μια δουλειά στη θάλασσα, ταξιδεύει, γυρίζει παντού, αλλά παρ’ όλ’ αυτά συνεχίζει να βρίσκει παρηγοριά πάντα στο σινεμά, ενώ η ουσιαστική καταφυγή του παραμένει και πάλι η ποίησή του, που του επιτρέπει, εκφράζοντας τα συναισθήματά του, να γλυκαίνει την αμείλικτη πραγματικότητα. Η απελευθέρωσή του από τις οικογενειακές ευθύνες, όμως, δεν του πρόσφερε τα αναμενόμενα, δηλ. επιτυχία ή ψυχική ηρεμία. Γρήγορα καταλαβαίνει πως ακολουθεί, περίπου με συνέπεια, τα βήματα του πατέρα του που είχε μπερδέψει την αγάπη για τη φυγή με την εξέλιξη και την πρόοδο. Παρ’ όλ’ αυτά, η αλλαγή είχε επέλθει. Ο Τζιμ, με την απρόσμενη ήπια «εισβολή» του στο μουχλιασμένο κι αραχνιασμένο απ’ την ακινησία σπιτικό, είχε πετύχει να «σπάσει» το φόβο της αλλαγής. Τίποτα δεν θα ήταν πλέον ίδιο, ακόμα κι αν φαινομενικά έδειχνε έτσι!!
Στο έργο, ο Τομ είναι ο αφηγητής, ο οποίος, αφού επέστρεψε απ’ τις περιπέτειές του, διηγείται την ιστορία της οικογένειάς του, αφήνοντας τις αστραπές του να φωτίζουν τα πρόσωπα και τις στιγμές τους. Το παρελθόν, μέσα απ’ τη θεατρική πράξη, γίνεται παρόν, για τις ανάγκες της αφήγησης· όπου η Αμάντα με τη Λώρα κυριαρχούν.
Αυτό το θεατρικό έργο του Τένεσι Ουίλιαμς είναι καθαρά αυτοβιογραφικό. Περιγράφει με σπαρακτικό τρόπο τα πρόσωπα της οικογένειάς του και ιδιαίτερα την απελπισμένη αγάπη για την αδελφή του, την ανάπηρη και διανοητικά καθυστερημένη Ρόουζ. Η ατμόσφαιρα του έργου είναι φορτισμένη από τα σημάδια της Μεγάλης Ύφεσης και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου πάνω στις ζωές των ανθρώπων. Η Λώρα, μια κοπέλα 24 ετών, δειλή, χωρίς αυτοπεποίθηση, με έντονο αίσθημα κατωτερότητας, μην αντέχοντας να πολεμήσει τον εαυτό της και τους φόβους της, αρνούμενη να τα βάλει με τη σκληρότητα και τον πόνο, καταφεύγει πάλι στον ψεύτικο και εύθραυστο κόσμο της, αντίθετα απ’ την Αμάντα που, μέσα απ’ την επιμονή της στη διατήρηση και αναβίωση του παρελθόντος, στέκεται ακόμα όρθια. Ποιο θα είναι εντούτοις το μέλλον; Τα κεριά της Λώρας, οι αστραπές του Τομ ή η εμμονή της Αμάντα σ’ έναν κόσμο που δεν υπάρχει πια; Ποιος θα επιβιώσει στον αδηφάγο μεταπολεμικό κόσμο που ανατέλλει, τον κόσμο του κέρδους και της κοινωνικής ασυδοσίας; Ο Τζιμ, ο πραγματιστής, που με καθαρή και σβέλτη ματιά «διαβάζει» τον αντίπαλο, ετοιμοπόλεμος και ορθολογιστής, ευπροσάρμοστος στις μεγάλες αλλαγές, που διαλύει, με μαεστρία, τις αυταπάτες, κινδυνεύει, χωρίς αμφιβολία, λιγότερο απ’ όλους να κατασπαραχτεί απ’ τα θηρία της κερδοσκοπίας και του εύκολου χρήματος!
Το έργο αυτό του Τένεσι Ουίλιαμς είναι διαχρονικό, αλλά και πολύ επίκαιρο, νομίζω, στα χρόνια μας, όπου οι ιδεολόγοι, ιδεαλιστές, ρομαντικοί κι επαναστάτες είναι τα σίγουρα θύματα της ανθρωποφάγας μανίας. Οι σκληροί κι αδίστακτοι έχουν το πάνω χέρι, μιας κι η συνείδηση σχηματίζει απλώς μια ομπρέλα πάνω απ’ το κεφάλι μας, γιατί δεν βρίσκει τρόπο να μπει εντός μας! Οι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι, όλοι εμείς, που βγαίνουμε στη ζωή και κινούμαστε με ελαφρύ οπλισμό, άλλοτε τρομαγμένοι κι επομένως επιθετικοί, κι άλλοτε παθητικά αδιάφοροι μπροστά σ’ ένα κόσμο που τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα, πώς πρέπει ν’ αντιδράσουμε; Τι δρόμο πρέπει να διαλέξουμε; Τη φυγή του Τομ που οι αστραπές του δεν του πρόσφεραν την επιτυχία ή τα κεριά της Λώρα που φωτίζουν μια γυάλινη, εύθραυστη πραγματικότητα, όπου μέσα της όλα τα ανθρώπινα πάθη πολλαπλασιάζονται διατηρώντας την ένταση και την ορμή τους; Η Αμάντα που, διαρκώς, απαιτεί και κατηγορεί, χαμένη στην εμμονή της σε μια πραγματικότητα δίχως αντίκρισμα πια, μας υπόσχεται την πολυπόθητη ευτυχία;
Ποια πρέπει, λοιπόν, να είναι η απάντησή μας σ’ όλους αυτούς που απομυζούν το αίμα μας και κατακαίνε τη σάρκα μας ομνύοντας στον μοναδικό θεό τους: το χρήμα και την εξουσία;
Ερωτηματικά που μας γεννιούνται διαβάζοντας ή βλέποντας τον «Γυάλινο κόσμο» του Τ. Ουίλλιαμς. Του αμερικανού συγγραφέα που έζησε τις δύσκολες εποχές των Παγκοσμίων Πολέμων και της Μεγάλης Ύφεσης και που θέλησε με απλό θεατρικό τρόπο να μας μεταφέρει το κλίμα και τη μεγάλη αλλαγή που έφεραν τα μεταπολεμικά χρόνια στον Άνθρωπο! Το θέατρο του Τ. Ουίλλιαμς φαίνεται να ήταν μια έκφραση μιας νέας αίσθησης ταυτότητας που η αμερικανική τέχνη αντικατόπτριζε στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Είναι από μια πλευρά μια δεύτερη αμερικανική αναγέννηση, που, όπως και η πρώτη με το θέατρο του Ευγένιου Ο’ Νηλ, ακολούθησαν μετά από κάποιον παγκόσμιο πόλεμο!
Μέσα απ’ τα έργα του μεγάλου συγγραφέα, ερχόμαστε σ’ επαφή με το οικογενειακό του δράμα και κυρίως τον ασίγαστο πόνο του για την τραγική τύχη της βαριά άρρωστης αδελφής του, τον πόνο που δεν μπόρεσε να ξεπεράσει ποτέ. Η ψυχική αρρώστια της Ρόουζ και η απόφαση των γονιών τους να επιτρέψουν να της γίνει λοβοτομή, μαζί με την σκληρότητα του πατέρα του, στα παιδικά του χρόνια, έχουν σφραγίσει την προσωπικότητα του Τ. Ουίλλιαμς, ο οποίος σε ολόκληρη τη ζωή του, παρ’ όλες τις επιτυχίες του, αγωνιζόταν ενάντια στην κατάθλιψη, το ποτό και τις ουσίες.
Ο «Γυάλινος κόσμος» υπήρξε η πρώτη του μεγάλη επιτυχία.
• To θεατρικό έργο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Δωδώνη.
• Επικοινωνήστε με τη συγγραφέα:
https://www.facebook.com/groups/1012808122125297/user/100001235725326/