
Απόψε θα κλείσω την τηλεόραση, το ραδιόφωνο, τον υπολογιστή. Ούτε θέλω να δω, ούτε ν’ ακούσω για πολέμους, τρομοκρατία, δολοφονίες, προσφυγιά, ανεργία. Θ’ ακούσω μουσική, θα διαβάσω ένα βιβλίο και θα κοιμηθώ νωρίς.
Απόψε νιώθω κουρασμένη. Θέλω να ξεκουραστώ, να ξεχαστώ, να αδειάσει το μυαλό μου από καθετί άσχημο. Να προσποιηθώ πως τίποτα κακό δε συμβαίνει στον κόσμο, πως έστω για ένα βράδυ, τα πάντα κυλούν ήρεμα. Λέω να πάρω και ένα τηλέφωνο τη φίλη μου. Έχω ανάγκη ν’ ακούσω τη φωνή της, να μιλήσουμε για όλα αυτά τα μικρά κι ασήμαντα που κουβεντιάζουν οι φίλες. Να κανονίσουμε να τα πούμε από κοντά.
Μια φωνή απελπισμένη, στενοχωρημένη με υποδέχεται στην άλλη γραμμή. Με γεμάτη ένταση φωνή, μου ανακοινώνει πως απολύθηκε. Τα δάνεια τρέχουν, οι λογαριασμοί τρέχουν, τα έξοδα τρέχουν κι αυτή είναι καθηλωμένη. Θα φύγει. Το αποφάσισε. Το αποφάσισαν μαζί με τον άντρα της, άνεργο εδώ και δυο χρόνια. Δεν υπάρχει φως πια σ’ αυτή τη χώρα. Άραγε υπάρχει κάπου φως;
Απόψε το off χάλασε, κόλλησε, δεν υπακούει. Απόψε δεν θα ξεχαστώ, δεν θα κοιμηθώ. Τα άσχημα νέα που ήθελα να αποφύγω, δεν βρίσκονται απομονωμένα από μένα. Βρίσκονται γύρω μου, δίπλα μου, μέσα μου. Μου χτυπάνε την πόρτα κι αν κάποιες φορές συνειδητά κωφεύω, δεν σημαίνει πως δεν φωνάζουν κι αν τα κοιτάζω από την κλειδαρότρυπα, δεν σημαίνει πως περιμένουν εμένα να τους ανοίξω με το κλειδί. Κλέφτες είναι και φτιάχνουν αντικλείδια, βρίσκουν τρόπο ν’ ανοίξουν, να εισβάλλουν, να αρπάξουν και να μου θυμίσουν πως κι εγώ δεν είμαι εξαίρεση.
Απόψε τα λεπτά περνούν βασανιστικά αργά. Έχω μείνει αποκαμωμένη, μουδιασμένη και κοιτάζω το κενό. Ούτε ν’ ακούσω μουσική, ούτε να διαβάσω μπορώ. Είμαι άυπνη κι αύριο πρέπει να σηκωθώ πρωί, να ετοιμαστώ για τη δουλειά. Μακάρι να με περίμενε εκεί ένας υπολογιστής, να καθίσω απέναντί του χωρίς να με νοιάζει αν θα δει τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια μου, αν θα αισθανθεί τα άνευρα ή νευρικά χέρια μου, αν θα ακούσει τη βαριά φωνή μου, αν με δει άκεφη, αγέλαστη, υποτονική ή τσαντισμένη. Μακάρι να δούλευα με κάποιον, που δεν θα τον ένοιαζε αν το βλέμμα μου ήταν σκοτεινιασμένο.
Αύριο όμως θα με περιμένουν παιδιά, να τους χαμογελάσω, να τα αγκαλιάσω, να τους διαβάσω παραμύθια, να τους τραγουδήσω, να πούμε τα νέα της ημέρας, να ζωγραφίσουμε, να γελάσουμε, να παίξουμε.
Κάθε ένα από αυτά, θα κουβαλάει το δικό του φορτίο. Την ανεργία των γονιών του ή την έλλειψή του λόγω μετανάστευσης, την ορφάνια, τις εικόνες από τη φρίκη ενός πολέμου. Μεγάλο βάρος για τους μικρούς του ώμους, ειδικά όταν λείπει και το αντίβαρο, ένα κολατσιό, ένα μολύβι, ένα όνειρο.
Αύριο, δεκάδες παιδικά μάτια, θα καρφώσουν το βλέμμα τους πάνω στο δικό μου και θα με ικετέψουν να τ’ αλαφρώσω, να τ’ απαλλάξω, να σηκώσω για λίγες ώρες το βάρος τους.
Σ’ έχει κοιτάξει στα μάτια ένα παιδί; Η ματιά του γίνεται πότε χάδι τρυφερό, πότε λεπίδι κοφτερό που σε πληγώνει.
Απόψε νιώθω ανυπεράσπιστη, φοβισμένη. Αύριο, θα με περιμένει ένας μικρούλης που θα έχει ανάγκη, να με δει να πατάω γερά στα πόδια μου, για να στηριχτεί πάνω μου και να κάνει τα πρώτα του αυτόνομα βήματα. Πώς μ’ αρέσει να τον βλέπω να χαμογελά, κάθε φορά που αλλάζει βήμα, που κορδώνεται από χαρά κι υπερηφάνεια όταν καταφέρνει να ισορροπεί στα δυο του πόδια, που με κοιτάζει μέσα στα μάτια, για να δει αν συμμετέχω στη χαρά του, που παίρνει θάρρος όταν ακούει «μπράβο, συνέχισε».
Έχεις κοιτάξει στα μάτια ένα παιδί; Υδρόγειος σφαίρα είναι η ματιά του για να βρίσκεις τις συντεταγμένες όλων των συναισθημάτων. Ένας καθρέφτης που αντανακλά τα συναισθήματα μιας ολόκληρης κοινωνίας.
Σαν κι αυτόν, προσπαθώ να ισορροπώ κι εγώ ανάμεσα στη χαρά και τη λύπη, την αθωότητα και τον παραλογισμό. Κάθε μέρα, νιώθω πως περπατώ σ’ ένα τεντωμένο σχοινί. Να μη δείχνω τη λύπη μου, για να είμαι δυνατή γι’ αυτόν που με έχει ανάγκη. Να μη δείχνω τη χαρά μου, από σεβασμό σ’ αυτόν που πονά. Δύσκολη η ισορροπία.
Πώς γίναμε έτσι; Να μην μπορούμε να χαρούμε αυτό το δώρο που λέγεται Ζωή. Κάποιοι να θεωρούνται προνομιούχοι, επειδή έχουν μια δουλειά έστω και κακοπληρωμένη. Πού να το πεις; Σε αυτόν που είναι άνεργος; Σε αυτόν που δουλεύει και δεν πληρώνεται; Η εργασία από δικαίωμα έγινε προνόμιο των λίγων. Η χαρά από όμορφο συναίσθημα που θα έπρεπε να ζητωκραυγάζει, μοιάζει με ζαρωμένο παιδί, που λουφάζει σε μια γωνιά, από φόβο μήπως το μαλώσουν για τη σκανταλιά που έκανε. Κι όσο απλώνεται τριγύρω η λύπη, τόσο η χαρά συρρικνώνεται. Έγινε συναίσθημα προς εξαφάνιση. Απειλούμενο είδος.
Απόψε νιώθω τρωτή. Αύριο, θα πρέπει να νιώσω δυνατή, γιατί κάποια παιδιά με διδάσκουν πως τίποτα δεν είναι δεδομένο και αυτονόητο, ούτε το βήμα που θα κάνουν, το ποτήρι που θα σηκώσουν, ούτε τα χέρια που θα απλώσουν, ούτε η κίνηση του κεφαλιού προς το μέρος της φωνής μου. Κάθε μέρα, παίρνω μαθήματα από τους καλύτερους δασκάλους, που μου διδάσκουν στην πράξη πως όλα κερδίζονται με αγώνα και κυρίως, διατηρούνται με κόπο, υπομονή κι επιμονή. Και μόνο γι’ αυτά πρέπει ν’ αντέξω.
Απόψε νιώθω κουρασμένη. Tα μάτια μου είναι βαριά. Αύριο, θα πρέπει να υπερβώ για άλλη μια φορά τον εαυτό μου. Να κρύψω τα σημάδια της αϋπνίας μου και να φορέσω το πιο πλατύ χαμόγελό μου. Ηθοποιός θα γίνω και θα προσπαθήσω να παίξω, όσο πιο φυσικά μπορώ. Πρέπει να είμαι πειστική. Δίπλα μου δεν θα έχω ανυποψίαστους θεατές, αλλά συμπρωταγωνιστές. Ο ρόλος μου δεν θα είναι μονόλογος, αλλά θα εξελίσσεται μέσα από τα λόγια, τις σκέψεις των παιδιών, που καταγράφουν, αντιγράφουν και μιμούνται συμπεριφορές. Αν χαμογελάσω, θα χαμογελάσουν, αν με δουν να σηκώνω το χέρι για να πιαστώ από μια ελπίδα, θα σηκώσουν κι αυτά το δικό τους, αν με δουν να κρατώ το κεφάλι ψηλά, θα κάνουν κι εκείνα το ίδιο.
Απόψε η νύχτα είναι άοσμη και πληκτική. Αύριο να μην ξεχάσω να κόψω δυο τριαντάφυλλα από τη γλάστρα μου, να στολίσω την τάξη για να μυρίσει Άνοιξη. Θα τραβήξω και τις κουρτίνες για να μπει ο ήλιος, συνεπής και αξιόπιστος όπως πάντα. Θα τραγουδήσουμε τα πιο χαρούμενα τραγούδια, θα ζωγραφίσουμε με τα πιο φωτεινά χρώματα, θα διαβάσουμε τα πιο όμορφα παραμύθια. Όλα τα παραμύθια είναι όμορφα, γιατί πάντα οι καλοί νικάνε. Πού ξέρεις; Από τα πολλά, ίσως τα παιδιά πιστέψουν πως ο λύκος νικιέται και κάποια φορά τον κερδίσουν κι αυτά. Εμείς οι μεγάλοι κιοτέψαμε, κιοτεύουμε. Μόνο κλάψα είμαστε, από πράξεις τίποτα. Δειλία κι αυτό! Να τα περιμένουμε όλα από τα παιδιά! Τα κάναμε θάλασσα εμείς, τραβάτε κουπί τώρα εσείς για να σωθείτε.
Αργεί να ξημερώσει. Θα κλείσω τα μάτια και θα φτιάξω ένα όμορφο παραμύθι, για ένα αύριο όχι μουντό και γκρίζο, αλλά φωτεινό, παιδικό, αθώο. Το χρωστάω στα παιδιά, που είναι παιδιά μου. Στα παιδιά που δε με αφήνουν να αφεθώ, να παραδοθώ, να ξεχάσω πως υπάρχουν παραμύθια και όνειρα και που, κάθε μέρα μου υπενθυμίζουν πως όλα απαιτούν αγώνα. Στα παιδιά, που δεν πρέπει να ξεχάσουν το πιο όμορφο συναίσθημα. Το χρωστάω στη σχέση μας, που στηρίζεται στο «δούναι και λαβείν». Δίνω και παίρνω, αδειάζω και γεμίζω, συγκοινωνούντα δοχεία είμαστε.
Απόψε η νύχτα είναι γεμάτη σκιές και δαίμονες. Νιώθω να με νικάει. Σε τεντωμένο σκοινί γίνεται ο αγώνας μας, μα δε θα την αφήσω. Θα την παλέψω και θ’ αντέξω. Για τα παιδιά που θέλουν να με βλέπουν να χαμογελώ, για μένα που θέλω να τα βλέπω να ελπίζουν.
• Επικοινωνήστε με τη συγγραφέα:
https://www.facebook.com/christina.soulele.9
