Ένα δέντρο μεγαλώνει στην Κυψέλη* | Άννη Παπαθεοδώρου

Άνεμος Magazine 21/02/2022 0

Θυμάμαι κάποτε, όταν ήμουν παιδί, που έξω από το σπίτι μας φύτρωναν λουλούδια. Ο δρόμος δεν ήταν ασφαλτόστρωτος, αλλά χωματένιος, ούτε ίσιος, αλλά με βουναλάκια και μικρές χαράδρες, με ισώματα και γκρεμούς, έτσι τουλάχιστον φάνταζαν στα παιδικά τότε μάτια μου.

Θυμάμαι τότε, που τα παιδιά της γειτονιάς, μαζευόμασταν για παιχνίδι στα σκαλάκια της εισόδου, κάθε φορά και άλλου σπιτιού, έτσι για να μην έχει κανένα παράπονο και έλλειψη από παιδικές φωνές και φασαρία.

Θυμάμαι που παίζαμε τα κορίτσια τις νοικοκυρές, φτιάχνοντας κεφτεδάκια και σούπες από λάσπη, τα αγόρια μπάλα, σπάζοντας που και που κανένα τζάμι ή χάνοντας την μπάλα σε κάποια αυλή, όπου η πρόσβαση ήταν δύσκολη και χρειαζόμασταν άδεια για να μπούμε, όλοι μαζί κλέφτες κι αστυνόμους με τρέξιμο και κυνηγητό ως και τις διπλανές γειτονιές.

Θυμάμαι τις εξερευνήσεις μας σε μισογκρεμισμένα ή κλειστά σπίτια και τις τρομακτικές ιστορίες που λέγαμε όταν αποκαμωμένοι πια από το παιχνίδι, καθόμασταν να ξαποστάσουμε στα σκαλιά.

Θυμάμαι την απογοήτευση την ώρα του μεσημεριάτικου φαγητού, που λες και οι μανάδες μας ήταν συνεννοημένες να μας μαζέψουν και να μας βάλουν όλους μαζί μέσα, μέχρι το απόγευμα που γινόταν η νέα συνάντηση.

Τότε παίζαμε όλοι μαζί στον δρόμο, αφού ούτε αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν, ούτε άνθρωποι που θα μας έκαναν κακό. Είμασταν όλοι μαζί και προσέχαμε ο ένας τον άλλον.

Τότε όταν κάποιος έπεφτε και χτυπούσε, όλοι μαζί τον γιατροπορεύαμε και τον παρηγορούσαμε, έτσι που να γυρίσει σπίτι του, χτυπημένος μεν αλλά με λιγότερα αίματα, λιγότερη βρωμιά, λιγότερο κλάμα και περισσότερο κουράγιο να αντιμετωπίσει τις φωνές της μητέρας του.

Τότε, όταν κάποιος από μας αρρώσταινε, οι άλλοι πήγαιναν και του έκαναν παρέα, έστω κι αν είχε παιδική αρρώστια, απ’ αυτές που κολλάνε και που τότε όλοι οι γονείς -αλλά και οι παιδίατροι- πίστευαν πως πρέπει να τις περάσεις μικρός και σε πήγαιναν να επισκεφτείς τον άρρωστο για να ξεμπερδεύεις κι εσύ μ΄ αυτήν την αρρώστια.

Τότε, όταν κάποιος έκανε μια αταξία, οι άλλοι έτρεχαν να μοιραστούν την ευθύνη μαζί του και να τον καλύψουν. Δεν χωρούσαν μαρτυριάρηδες στην παρέα.

Τότε φτιάχναμε πρωτομαγιάτικα στεφάνια με λουλούδια του δρόμου μας, το Πάσχα σουβλίζαμε αρνιά έξω από τα σπίτια μας, βγάζαμε τραπέζια στο δρόμο και όλοι μαζί τσουγκρίζαμε, οι μεγάλοι ποτήρια και οι μικροί αυγά. Και του Αι Γιαννιού ανάβαμε φωτιές και τις πηδούσαμε στη γειτονιά, στο δρόμο μας.

Δεν μεγάλωσα σε κάποια επαρχία, σε κάποια μικρή πόλη, σε κάποιο χωριό. Μεγάλωσα στην Αθήνα, στην Κυψέλη. Ένα χωριό ήταν και η Αθήνα και μαζί της και η Κυψέλη. Αυτό ήταν το δικό μου χωριό!

Είμαι ευγνώμων για τα χρόνια που έζησα, εκείνη την εποχή, που δεν ήταν απρόσωπη ούτε μοναχική. Και αυτό δεν ήταν πριν από εκατό χρόνια. Δεν ήταν τόσο παλιά που η Κυψέλη ήταν μια γειτονιά με αυλές και χωματόδρομους, χωρίς τόσο μπετόν και ψηλές πολυκατοικίες, χωρίς σούπερ μάρκετ αλλά με μπακάλικα, χωρίς κεραίες τηλεοράσεων αλλά με πολύ παρέα.

Αργότερα μεγάλωσα και μαζί μ΄ εμένα και τα παιδιά της γειτονιάς και μαζί μας και η γειτονιά η ίδια. Κάποια σπίτια άρχισαν να γκρεμίζονται και στη θέση τους να ψηλώνουν άλλα. Η μία οικογένεια που κατοικούσε εκεί, ξαφνικά αυγάταινε και γινόντουσαν πολλές, αφού τα σπίτια είχαν γίνει περισσότερα. Δεν μπορούσαμε πια να φωνάξουμε το παιδί που ήταν φίλος μας να βγει στον δρόμο. Έπρεπε να χτυπήσουμε το κουδούνι, ένα κουδούνι ανάμεσα σε τόσα άλλα. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε νοήματα και μυστικές συνεννοήσεις από τα παράθυρα. Ο δρόμος ασφαλτοστρώθηκε και δεν μπορούσαμε πια να παίξουμε εκεί τα παλιά παιχνίδια.

Τότε αρχίσαμε να μαζευόμαστε στα σπίτια που απόμεναν χαμηλά και με αυλές. Περιοριστήκαμε αλλά είμασταν μαζί. Δεν χάσαμε το κέφι μας κι όπως είχαμε ήδη μεγαλώσει στραφήκαμε στα επιτραπέζια και στα παιχνίδια σκέψης.

Κι έπειτα όλοι μεγαλώσαμε αρκετά. Η Κυψέλη είχε πλήρως ανοικοδομηθεί κι αυτή όπως όλες οι περιοχές και όλοι μετακομίσαμε σε διαμερίσματα. Είχαμε άλλες ανέσεις τότε. Η μάνα μου, θυμάμαι, χαιρόταν πολύ με την κεντρική θέρμανση. Όλοι είχαν βαρεθεί τις ξυλόσομπες και τις σόμπες πετρελαίου ή ακόμα και τις καθόλου σόμπες. Μας έλειπαν οι φίλοι μας, αλλά κάναμε άλλους στο σχολείο.

Και η ζωή συνεχιζόταν κι εμείς όλοι μεγαλώναμε. Και η Κυψέλη μεγάλωνε μαζί μας.

Όπως αλλάξαμε εμείς, άλλαξε και ο τόπος μας. Η Κυψέλη ακολούθησε εμάς, όχι εμείς αυτήν. Εμείς την αλλάξαμε, όχι αυτή εμάς. Εκείνη είναι πάντα ίδια, πάντα στη θέση της, πάντα μας περιμένει να χωθούμε στην αγκαλιά της, να θυμηθούμε τα χρόνια που ζήσαμε σ΄ αυτήν, την θαλπωρή με την οποία μας τύλιγε πάντα.

Δεν έφυγα ποτέ από την Κυψέλη. Ούτε αυτή μπορεί να φύγει από την καρδιά μου και την ζωή μου. Η Κυψέλη είναι ο τόπος μου. Μεγάλωσα μαζί της και δεν την κακίζω για τις ρυτίδες της. Τις δέχομαι και τις αγαπώ όπως κι αυτή τις δικές μου.

Περπατάω στους δρόμους της, γνωρίζω κάθε της πέτρα και με γνωρίζει κι αυτή. Γνωρίζω κάθε παγκάκι στις πλατείες της και κάθε παγκάκι της με θυμάται όταν κάθισα σ΄ αυτό και του είπα τον πόνο μου ή την χαρά μου. Γνωρίζω κάθε δέντρο που φυτρώνει στο χώμα της, από τότε που ήταν μικρό, όπως με γνωρίζουν κι αυτά. Μαζί μεγαλώσαμε και κάποια με φιλοξένησαν στα κλαδιά τους να κουνηθώ. Κάποια έγιναν κρυψώνα όταν έπαιζα. Κάποιο στέγασε το πρώτο μου φιλί. Ένα δέντρο δικό της είμαι κι εγώ, με τις ρίζες μου απλωμένες βαθιά στο χώμα της.
______________________

*Ο τίτλος είναι παράφραση του βιβλίου της Μπέτυ Σμιθ
“Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν”

Επικοινωνήστε με τη συγγραφέα:
https://www.facebook.com/anapandorou

Leave A Response »

Αποδείξτε ότι είστε άνθρωπος και όχι bot *