
Στην καρδιά του φθινοπώρου κι η ζέστη δεν έλεγε ακόμα να εγκαταλείψει την πόλη. Μείωνε τις αντιστάσεις, χαλάρωνε τις αισθήσεις. Οι ώρες κυλούσαν ήσυχα, χωρίς απρόοπτα, εντάσεις ή κάτι αξιοσημείωτο. Όλα παρέμεναν μονότονα και ανιαρά, αργόσυρτες μέρες δουλειάς, αδιάφορες προσωπικές στιγμές.Το σήμερα όμως, είχε ξημερώσει διαφορετικό. Θα συναντούσε μία παλιά οικογενειακή φίλη, το είχε κανονίσει. Αν και σπάνια μια τέτοια περίσταση, ήταν παραδόξως πολύ χαλαρός. Δεν θα μπορούσε ασφαλώς να φανταστεί ότι οι εξελίξεις των επόμενων ωρών θα άλλαζαν τη ζωή του, όπως τη βίωνε εδώ και πολλά χρόνια. Από καιρό είχε πάψει να ελπίζει, να ονειρεύεται, να αισιοδοξεί ότι μπορεί να αποκτούσε κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον, κάτι που θα τον έκανε να νιώσει και πάλι ακμαίος, με όρεξη για δημιουργία. Του έλειπε πολύ η ευτυχία, αν και παραδεχόταν ότι δεν έκανε καμία προσπάθεια για να την προσεγγίσει. Ίσως τώρα να ήταν η ώρα για την μεγάλη ανατροπή κι ας μην το ήξερε.
Γύρισε το νου του λίγους μήνες πίσω, τότε που ξεκίνησαν όλα. Χαμένος μέσα σ’ εκείνο το μεταβατικό διάστημα ανάμεσα στο τέλος των καλοκαιρινών διακοπών και την επανέναρξη της εργασιακής του ρουτίνας,ένιωθε ένα βαθύ βαρομετρικό χαμηλό, πρώτα στο μυαλό κι ύστερα στην ψυχή του. Η απραξία και η έλλειψη ουσιαστικών εξελίξεων εν μέσω θερινής ραστώνης, τον έκανε να νοσταλγήσει τα χρόνια της προ-φοιτητικής του νιότης. Πολλά τα ευχάριστα βιώματα και οι δημιουργικές συναναστροφές εκείνης της περιόδου και δεν τα απώθησε ποτέ. Τα είχε αποθέσει με τρυφερότητα σ’ ένα ξεχωριστό μέρος της καρδιάς του και τον συντρόφευαν με θετικό αποτύπωμα σε όλη τη μετέπειτα ζωή του.
Στη διάρκεια εκείνης της έντονα άδειας περιόδου, την θυμήθηκε για πρώτη φορά μετά από πάρα πολλά χρόνια, θα ήταν πάνω από τριάντα. Αναρωτήθηκε πώς και δεν την είχε ανασύρει από τη μνήμη του νωρίτερα, αφούαποτελούσε μία από τις πιο όμορφες αναμνήσεις της εφηβείας του. Τότε, που στις σπάνιες οικογενειακές συγκεντρώσεις, μια αδιευκρίνιστη συμπάθεια πετούσε ανάμεσά τους και χρωμάτιζε τις ελάχιστες κουβέντες που αντάλλασσαν. Υπήρχε όμως, ακόμα μπορούσε να φέρει στο μυαλό του την εικόνα, έστω και αμυδρά.
Την αναζήτησε στο facebook και δεν δυσκολεύτηκε να την βρει και να την αναγνωρίσει, παρά τις δεκαετίες που είχαν περάσει. Μια λέξη μόνο κάτω από την φωτογραφία της, ζωγράφος. Οι αναρτήσεις της ήταν γεμάτες πίνακες, οι περισσότεροι πιθανότατα δικές της δημιουργίες. Χωρίς δεύτερη σκέψη, της έστειλε αίτημα φιλίας. Γρήγορα ήρθε η θετική της ανταπόκριση. Σκέφτηκε πως σωστότερο θα ήταννα της γράψει κάτι, αλλά δεν το έκανε. Ήθελε να είναι πιο προετοιμασμένος για ένα πιθανό διάλογο μαζί της. Μπήκε ασυναίσθητα στους καθημερινούς του ρυθμούς και σχεδόν ξέχασε την παλιά φίλη. Την θυμήθηκε ξανά, σχεδόν ένα μήνα μετά και αυτή τη φορά δεν δίστασε να της στείλει μήνυμα.
«Καλημέρα», της έγραψε μόνο. Με την ίδια λέξη τού απάντησε.
«Δεν ξέρω αν σου θυμίζει κάτι το όνομά μου ύστερα από πάρα πολλά χρόνια», ήταν το πρώτο που αυθόρμητα της έγραψε, μετά από στιγμιαίο δισταγμό.
«Μου θύμισε από την πρώτη στιγμή, αλλά δεν μπορούσα να είμαι σίγουρη», ήταν η άμεση αντίδρασή της, λες και ήταν έτοιμη από καιρό, λες και περίμενε αυτή τη συνομιλία πολύ νωρίτερα. «Οι πατεράδες μας ήταν πολύ φίλοι ή κάνω λάθος;» τον ρώτησε. Να επιβεβαιώσει έψαχνε, να εξαφανιστεί η πιθανότητα λάθους. Δεν μίλησαν για τα χρόνια που πέρασαν, θυμήθηκαν μόνο τις λιγοστές συναντήσεις ενός παρελθόντος που δεν φάνταζε πια τόσο μακρινό. Σαν το μοναδικό που τους ενδιέφερε ήταν να ανταλλάξουν νοσταλγικές αναμνήσεις, ευχάριστες.
«Να τα λέμε λοιπόν», του είπε κλείνοντας.
«Ναι, τώρα που βρεθήκαμε, δεν θα χαθούμε», συμφώνησε εκείνος.
Σε όλη τη διάρκεια της συνομιλίας, η έντονη νοσταλγία και η συγκίνηση ήταν παρούσες μέσα του. Το ίδιο ίσχυε και για εκείνη, το ένιωθε. Αυτή η ξαφνική επανασύνδεση αποτελούσε μία ιδιαίτερα θετική έκπληξη, ένα αναπάντεχο ζωντάνεμα στην κατά τα άλλα πληκτική ζωή του.
Πέρασαν πάνω από δύο μήνες μέχρι την επόμενη επικοινωνία τους. Ποτέ δεν κατάλαβε γιατί άφησε ένα τόσο μεγάλο κενό σιωπής. Ίσως να μην ήταν ακόμα έτοιμος για το επόμενο βήμα, που, στην ουσία, δεν έκανε ποτέ. Εκείνη ήταν που τον κάλεσε σε μία έκθεση ζωγραφικής.
«Θα χαρώ πολύ να σε δω, αν καταφέρεις να έρθεις» του έγραψε. Την ευχαρίστησε για την πρόσκληση, αλλά δεν πήγε. Δεν του άρεσαν τέτοιες εκδηλώσεις, δεν τον βόλευε και η συγκεκριμένη μέρα και ώρα. Δεν βγήκε από το μυαλό του η εικόνα της ωστόσο και λίγες μόνο μέρες μετά, της ζήτησε να βρεθούν για καφέ ένα απόγευμα κι εκείνη συμφώνησε αμέσως.
Πήγε πρώτος στο σημείο συνάντησης. Είχε ακόμα αυτή την ευγένεια μιας άλλης εποχής, ο άνδρας να πηγαίνει πρώτος, εκείνος να περιμένει την γυναίκα. Ασφαλώς και δεν περίμενε κάτι ιδιαίτερο από αυτήν την πρώτη, ουσιαστικά, δια ζώσης συνομιλία, εξακολουθούσε να αναρωτιέται ωστόσο πώς και συνέχιζε να νιώθει έτσι χαλαρός, χωρίς ίχνος έντασης ή αγωνίας, πριν συναντήσει μία γυναίκα που κάποτε συμπαθούσε πολύ.
Την είδε από μακριά να πλησιάζει και την αναγνώρισεαμέσως, παρά τα τόσα χρόνια που είχε να την δει. Βοήθησαν και οι φωτογραφίες που είχε αναρτήσει στο facebook, αποδείχτηκαν πολύ φυσικές. Το βάδισμά της ήταν δυναμικό και αποφασιστικό. Πρόδιδε άνθρωπο που ξέρει πού πατά και τι θέλει, αυτή ήταν η πρώτη του σκέψη. Πλησίασε προς το μέρος της με χαμόγελο. Δεν έδωσαν τα χέρια σε τυπικό χαιρετισμό, δεν δίστασε κανένας από τους δυο τους. Φιλήθηκαν σταυρωτά κι ήταν αυτή μια κίνηση ιδιαίτερου συμβολισμού που έσπασε αμέσως τον πάγο. Η έκδηλη οικειότητα απομάκρυνε το μεγάλο χρονικό κενό, δεν ήταν σαν να είχαν περάσει δεκαετίες, παρά λίγοι μήνες από την τελευταία τους συνάντηση, έτσι του φαινόταν. Κάτι παρόμοιο θα αισθανόταν κι εκείνη, σκέφτηκε, θα τον φιλούσε αλλιώς;
Μιλούσαν ασταμάτητα, δύο ώρες σχεδόν. Υπήρχαν πολλά κενά που έπρεπε να καλυφθούν, ήταν κυριολεκτικά δύο γνωστοί-άγνωστοι, που μπορεί να ένιωθαν πολύ άνετα με αυτό που συνέβαινε, αλλά στην ουσία δεν ήξεραν σχεδόν τίποτα ο ένας για τον άλλον, πέρα από τα ελάχιστα που θυμόντουσαν αμυδρά από τα παιδικά τους χρόνια. Από τα πρώτα κιόλας λεπτά αισθανόταν πολύ όμορφα μαζί της, τα θέματα που συζητούσαν ήταν όλα εξίσου ενδιαφέροντα και για τους δύο, αλλά κυρίως, τον εντυπωσίαζε το είδος και ο τρόπος συνομιλίας που είχαν. Αν και ήταν τελείως διαφορετικοί ως χαρακτήρες, χωρίς να έχουν κάποιο κοινό οι σπουδές, οι επαγγελματικές τους δραστηριότητες ή η ζωή τους γενικότερα, είχαν καταφέρει να βρουν από την πρώτη στιγμή έναν κώδικα επικοινωνίας, να βρίσκονται διαρκώς στο ίδιο μήκος κύματος. Γήινος και ταυτόχρονα τρυφερός αυτός, ένας τεχνοκράτης με ευαισθησίες, όπως συνήθιζε να περιγράφει τον εαυτό του.Πιο αιθέρια εκείνη, με μαθηματική σκέψη ωστόσο που του ταίριαζε. Φαινόταν εσωστρεφής και μοναχική όσο κι εκείνος. Δεν χρειάστηκε να εξηγήσουν δεύτερη φορά όσα έλεγε ο ένας στον άλλον, δεν ένιωσανκάτι να τους χωρίζει, αντίθετα διαπίστωναν πολλά να τους ενώνουν. Είχαν μία ιδιαίτερη εσωτερική επαφή, όσα έλεγαν έδειχναν να τους αγγίζουν, ο ένας συνέχιζε την σκέψη του άλλου, ενώ και τα βλέμματά τους ακόμη, έδειχναν προσήλωση, ικανοποίηση και έντονο ενδιαφέρον.
Όταν ήρθε η ώρα του αποχαιρετισμού, φιλήθηκαν και πάλι σταυρωτά. Αυτή τη φορά έμοιαζε απλά σαν μία απόλυτα φυσιολογική και αναμενόμενη κίνηση, εγκάρδια εναρμονισμένη στο ύφος μιας πολύ ζεστής επικοινωνίας που μόλις είχε τελειώσει. Στον δρόμο της επιστροφής, αναπολούσε διαλόγους και εικόνες της συνάντησής τους. Του έκανε εντύπωσηη πολύ όμορφη συνομιλία, ελάχιστες φορές στη ζωή του είχε νιώσει παρόμοια ευχαρίστηση και πληρότητα. Σκεφτόταν πώς να κάνει το επόμενο βήμα, ίσως να της έστελνε ένα μήνυμα, προβληματιζόταν, δεν έβρισκε τι να της γράψει. Ήταν μία παλιά οικογενειακή φίλη, όχι μία τελείως άγνωστη, καθόλου δεν ήθελε να δημιουργηθεί κάποια παρεξήγηση. Αν ανέφερε οποιοδήποτε συναίσθημα, θα ήταν προκλητικό; θα μπορούσε να παρερμηνευτεί από τη μεριά της;
Εκείνη ήταν που τον έβγαλε από τη δύσκολη θέση. «Γιάννη, σ’ ευχαριστώ για το όμορφο απόγευμα, πραγματικά το απόλαυσα! Να το ξανακάνουμε», του έγραψε αργά το βράδυ.
«Λίνα, με πρόλαβες!» της απάντησε σχεδόν αμέσως. «Κι εγώ πέρασα πολύ όμορφα και οικεία. Θα χαρώ πολύ να ξαναβρεθούμε», είπε, και εννοούσε την κάθε λέξη που έγραψε. «Πες μου, τι σου άρεσε περισσότερο;» συμπλήρωσε αμέσως μετά, θέλοντας να συνεχίσει τη συνομιλία τους.
«Το ότι ένιωσα οικεία αν και ουσιαστικά δεν σε ξέρω, σου μιλούσα και όχι μόνο έδειχνες να ακούς πραγματικά, αλλά και να καταλαβαίνεις. Είσαι τόσο διαφορετικός από εμένα, αλλά, με έναν περίεργο τρόπο, και τόσο πολύ ίδιος! Εσένα; τι ήταν αυτό που σου άρεσε;»
Άμεση η απάντησή της κι έμοιαζε ειλικρινής. Ένιωσε πως βρήκε κάτι σαν την αδελφή ψυχή που χρόνια έψαχνε. Κάποια που να την συμπαθεί, που να τον ελκύει, αρχικά με το μυαλό της, που να έχει μαζί της αυτή την υπέροχη χημεία.
«Αυτή η αίσθηση οικειότητας, άνεσης, κατανόησης και εμπιστοσύνης, αν και είμαστε σχεδόν άγνωστοι και πολύ διαφορετικοί, όπως σωστά είπες. Η αίσθηση μιας επικοινωνίας που δεν μένει απλά στα όσα λέμε, που δεν είναι εναλλασσόμενοι μονόλογοι», της αποκρίθηκε αυθόρμητα. Και το εντυπωσιακό είναι», συμπλήρωσε, «ότι το ένιωσα από την πρώτη στιγμή που χαιρετηθήκαμε. Κατάλαβες πολλά πράγματα, εύκολα και γρήγορα».
«Το ίδιο ακριβώς ένιωσα κι εγώ», ανταποκρίθηκε.
Έμεινε ξάγρυπνος εκείνο το πρώτο βράδυ, αναπολώντας φράσεις, εικόνες και βλέμματα. Μέσα σε ένα απόγευμα, το κενό της ζωής του γέμισε χαμόγελα. Οι ώρες άρχισαν να κυλούν γοργά, οι μέρες γεμάτες ατελείωτες συζητήσεις μαζί της, διακριτικά, προσεκτικά τα βήματα, τον έφερναν ολοένα και πιο κοντά της. Κι ήρθε αβίαστα η στιγμή που οι κουβέντες δεν αρκούσαν πια, τα πειράγματα δεν εκτόνωναν την ερωτική επιθυμία που κάθε μέρα γινόταν εντονότερη. Η αίσθηση της λαχτάρας γοήτευε και τους δυο, το ένιωθε, κι εκείνη τον γύρευε κάθε μέρα.
«Σε θέλω», της είπε, απλά, ειλικρινά, όπως το εννοούσε.
«Κι εγώ, πολύ», το ίδιο ειλικρινής η δική της απάντηση.
Δεν άργησαν να συναντηθούν ξανά. Αμέσως μόλις βρέθηκε μόνος μαζί της, την αγκάλιασε σφιχτά, να την κρατήσει στα χέρια του για ώρα η ανάγκη του. Το κορμί του έτρεμε, τα χείλια της το ίδιο. Αγγίγματα δοτικά, τρυφερά, γεμάτα σεβασμό και πάθος.
«Ήθελα να έχεις έρθει στη ζωή μου νωρίτερα, γιατί άργησες τόσο;» Εκείνη το είπε, τη δικιά του σκέψη ψιθύρισε.
Τρυφερό το σμίξιμο, έντονο το σκίρτημα. Όχι, δεν ήταν μόνο εγκεφαλικό το πλησίασμα, δεν βρίσκονταν μονάχα οι σκέψεις τους αλλά και τα κορμιά τους που δέθηκαν, στο ίδιο μήκος κύματος. Η μαγεία του αισθησιασμού δεν ήταν μόνο όνειρο, ούτε εικόνες του μυαλού αλλά ερωτικές πράξεις πλέον, που τους ένωσαν περισσότερο, πιο δυνατά.
Ο έρωτας και η αγάπη μπορεί να σου χτυπήσουν την πόρτα εκεί που δεν το περιμένεις. Κι αν είσαι έτοιμος ν’ ανοίξεις, εύκολη μοιάζει η πραγμάτωση της επιθυμίας. Γιατί, γίνεται κι αντίστροφα κάποιες φορές: έχει και η πραγματικότητα τη δύναμη να γεμίσει τη φαντασία με όνειρα αισιόδοξα, να υποσχεθεί με τον τρόπο της χαρούμενες προοπτικές. Τότε δεν είναι που η ζωή αποκτά άλλη υπόσταση;
• Επικοινωνήστε με τον συγγραφέα:
https://www.facebook.com/christosgeorgopoulos17