Δεκατρείς + ένας σαμουράι | Αλέκα Παυλίδη

Άνεμος Magazine 24/04/2020 0

“Γιατρέ!”, “Πως είναι ο Μπάρκας;”ρωτάω με κομμένη ανάσα. “Είναι νωρίς ακόμα να πει κανείς” “Το αιμάτωμα στον εγκέφαλο πρέπει να χειρουργηθεί το συντομότερο, προς το παρόν είναι σε καταστολή” μου απάντησε με άχρωμη φωνή στο τηλέφωνο.  “Πότε θα χειρουργηθεί?”, “Μεθαύριο… έχει κανονιστεί για μεθαύριο” μου απαντά. Μεθαύριο? Μεθαύριο…
Τι να κάνουμε έτσι που τα κατάφερε ο Κωστάκης. Αυτή την φορά το παράκανε όμως. Ήξερα ότι ήταν κυκλοθυμικός, ασταθής, ευαίσθητος. Την μια μέρα ερχόταν στο ταχυδρομείο και πέταγε, γλώσσα δεν έβαζε μέσα του. Τελείωνε την ταξινόμηση σε 40′. Την άλλη μέρα, δεν μίλαγε σε κανένα, μούτρα ως το πάτωμα, αργοκίνητο καράβι, μαύρος και άραχνος. Έτσι ήταν ο Κωνσταντίνος. Μια μαύρος, μια άσπρος. Ασπρόμαυρος, σαν την ζέβρα δηλαδή. Έτσι τον φώναζα όταν ήμασταν μόνοι μας, για να του φτιάξω την διάθεση αν είχε τις μαύρες του. Πως να του την έφτιαχνα όμως, ήταν η φτιάξη της τέτοια, που από τα σύννεφα έπεφτε στα Τάρταρα, σε ανύποπτο χρόνο άνευ λόγου και αιτίας.
“Διπολική διαταραχή τύπου ΙΙ, έχω” μου είπε σε ένα διάλειμμα, κοιτάζοντας την βιτρίνα του μπακάλικου, με τα κρεμασμένα λουκάνικα, το οποίο βρισκόταν κολλητά με το ταχυδρομείο. “Τι είναι αυτό ρε φιλαράκι, πως το κονόμησες?” ρώτησα με απορία. “Δεν το κονομάς αυτό ρε Στέλιο, ψυχική νόσος είναι, ή το ‘χεις ή δεν το ‘χεις” “Παίρνω λίθιο και πηγαίνω που και που σε ψυχολόγο, πως να στο πω να το καταλάβεις” Τι να καταλάβω μωρέ. Εγώ με το ζόρι τελείωσα το νυχτερινό, ούτε ΤΕΙ ούτε ΑΕΙ και λόγω μοριοδότησης εφόσον ήμουν τέκνο πολύτεκνης οικογένειας μπήκα μόνιμος στα ταχυδρομεία. Έτσι έφυγα από το χωριό και ήρθα σούμπιτος και μπακούρι στην βρομοαθήνα, μην χάσω την μονιμότητα.
Τον ζέβρα τον βρήκα στο κατάστημα και από την πρώτη κιόλας μέρα μου έκανε εντύπωση. Γρήγορος σαν τον σκίουρο, ετοιμόλογος, ενθουσιώδης, τσακάλι που λένε. Βέβαια εκείνη την πρώτη μέρα ήταν άσπρος. Δυο μέρες μετά δεν τον αναγνώριζα. Ψοφίμι, δεν μίλαγε, δεν κούναγε, νωθρός, στενάχωρος και μαύρος. Με τον καιρό τον έμαθα. Τον συνήθισα και όταν έπεφτε σε κατάθλιψη τον τσίγκλαγα , “Ξεσπάρα λίγο ρε Κωστάκη, άιντε λεβέντη μου, χαμογέλα λίγο μου μαύρισες την ψυχή” Η αλήθεια είναι ότι τον προτιμούσα άσπρο. Μπορεί να ήταν λίγο νευρικός και απότομος και τα κορίτσια στα ταμεία να κοιτάζονται με νόημα κάθε τόσο, αλλά εμένα μου θύμιζε λίγο το καφενείο του χωριού μου. Έτσι τον λογάριαζα για δικό μου άνθρωπο. Πατριώτη, ας πούμε. Για αυτό και στεναχωριέμαι τόσο, έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα.
Δεν έφταναν όλα ήρθε και η Καραντίνα να μην μπορώ να πάω πουθενά…Αυτά σκεφτόμουν και σωριάστηκα στον καναπέ.  Η Φόξι ήρθε δίπλα μου και έβαλε το κεφάλι της στα πόδια μου. “Βόλτα δεν έχει σήμερα. Αύριο και βλέπουμε” της είπα, ανοίγοντας την τηλεόραση να δω που βρίσκονται τα θύματα του κορονοϊού. Χτύπησε το κινητό μου και το σκυλί τινάχτηκε. Η Ευαγγελία ήταν από την δουλειά. “Στέλιο, τι έγινε ο Κωνσταντίνος πως είναι?” “Έχει αιμάτωμα στον εγκέφαλο, σπασμένο πόδι και κάτι κακώσεις. Θα χειρουργηθεί μεθαύριο”, “Πώω, ρε παιδί μου έχουμε όλοι συγκλονιστεί! Πως δεν σκοτώθηκε να λες!Τι έγινε και έπεσε από το μπαλκόνι ρε συ Στέλιο, εσύ τον ξέρεις καλύτερα. Τι συνέβη;” “Ευαγγελία δεν μπορώ τώρα κοπέλα μου, δεν ξέρω τι έγινε, δεν μου είχε πει τίποτα, ότι τον απασχολούσε. Πρέπει να κλείσω”, “Εντάξει, εντάξει Στέλιο μου, αν μάθεις τίποτα πάρε με, η Πέρσα και η Χριστίνα ανησυχούν πολύ, να ξέρεις”. Έκλεισα το τηλέφωνο ενώ η Φόξι γρύλιζε όση ώρα μιλούσα και δεν της έδινα σημασία. Και εγώ ήθελα. Όχι να γρυλίσω, να αλυχτήσω ήθελα. Δεν έπρεπε να πω τίποτα σε καμία από τις τρεις τους.
Αυτό το τσογλάνι ο Γιώργος έφταιγε. Από την στιγμή που ήρθε αυτός ο πιτσιρικάς οχταμηνίτης στο ταχυδρομείο ο Κωστάκης άλλαζε χρώμα κάθε δεκάλεπτο. Άσπρο, μαύρο, άσπρο, μαύρο. Βλέπεις ο μικρός είχε κέφια και γούσταρε να πειράζει τον Ζέβρα. Που στο διάολο κατάλαβε ότι του άρεσαν οι άντρες μπορείς να μου πεις; Εγώ, αν δεν μου τό ‘λεγε καθαρά και ξάστερα μια μέρα που είχαμε πάει για ψάρι και ζαλιστήκαμε από το ούζο, υποθέτω δεν θα το είχα αντιληφθεί ποτέ. Σημασία όμως δεν έχει η δική μου ανάπηρη αντίληψη, σημασία έχει ότι ο Γιώργος το πήρε γραμμή από την αρχή. Ερχόταν στην δουλειά παρφουμαρισμένος, ντυμένος επιμελώς ατημέλητα με τα σιδερωμένα φούτερ Pull & Bear και τα μαλλιά άψογα. Η Ευαγγελία, η Χριστίνα μέχρι και η παντρεμένη Πέρσα τον κοίταζαν και έλιωναν. Αυτός φυσικά έκανε παιχνίδι μαζί τους, μέχρι που πρόσεξε την λιγωμένη ματιά του Κωστάκη. Από εκείνη την στιγμή, άφησε την κοριτσοπαρέα στα ταμεία να αναρωτιέται γιατί δεν ασχολιόταν πια μαζί τους και στράφηκε σε εκείνον. Όλο μες το γραφείο ερχόταν, καθόταν στην καρέκλα απέναντί του, του έπιανε κουβέντα. “ Και εγώ σκέφτομαι να γίνω βίγκαν αλλά πρέπει να μου πεις τι πρέπει να τρώω” του έλεγε και ο Ζέβρας τσίμπαγε σαν το ξελιγωμένο Μαγιάτικο. Μέχρι καφέ με νηστίσιμα κουλούρια, του κέρασε μια μέρα και δίνοντάς τα στο χέρι του τον άγγιξε με νόημα, κοιτάζοντάς τον στα μάτια με περισσή γοητεία. Ο Κωστάκης έβγαλε φτερούγες και πέταγε. Δούλευε σαν τρελός, μίλαγε ασταμάτητα έπινε τον έναν καφέ πίσω από τον άλλο και έκανε πενήντα πράγματα ταυτόχρονα. Συζήτηση δεν μπορούσες να κάνεις μαζί του, πήδαγε από το ένα θέμα στο άλλο, άκοπα. Όταν είδα ότι αδυνάτιζε βδομάδα την βδομάδα και να έρχεται με κόκκινα μάτια από την αϋπνία, τον έπιασα και του είπα. “Ρε συ Κωνσταντίνε, δεν χαλαρώνεις λίγο?” “Ξέρω ότι σου αρέσει, αλλά χαλάρωσε, είναι μικρός και ξέρεις πως είναι τα μικρά, ζωηρά, ακαταμάχητα και μαλακισμένα”. “Μην μου μαυρίσεις ξαφνικά και δεν ξέρω πως να σε συνεφέρω”. “Όλα είναι εντάξει Στέλιο μου, μην ανησυχείς εσύ για τίποτα. Αλήθεια τι κάνει η μάνα σου, δεν βλέπω να σε παίρνει κανένα τηλέφωνο. Α καλά! Εχθές είδα στο netflix μια ταινία καταπληκτική “Δεκατρείς σαμουράι  λέγεται” “Να το δεις!” Ο Ζέβρας είχε ξεφύγει ήταν γεγονός. Αλλά δεν φανταζόμουν ότι τα πράγματα θα πήγαιναν και χειρότερα.
Ο μικρός του έκλεισε ραντεβού και από ότι κατάλαβα, του έδωσαν και κατάλαβε. Δύο τρεις φορές σεξ με τον μυρωδάτο και ο Κωστάκης απογειώθηκε. Έκανε να κοιμηθεί έξι μέρες. Τράκαρε με την γκαραζόπορτα, τσακώθηκε με τον διευθυντή, έβρισε την Πέρσα γιατί τον πήρε τηλέφωνο να μάθει τον λόγο που άργησε να έρθει στην δουλειά. Με άλλα λόγια έχασε την μπάλα. Και μετά από μια βδομάδα τσίτας, ο Γιώργος τον γείωσε κανονικά. Ούτε ματιά, ούτε καλημέρα, ούτε τηλέφωνο. Άρχισε να γυρίζει την Χριστίνα επιδεικτικά, κάνοντας συνέχεια χαζά αστεία τα οποία όσο έκαναν εκείνη να γελά και να παίζει με τα μαλλιά της, ο Ζέβρας τράβαγε τα δικά του. Και εκεί άρχισε η κατηφόρα. Μαύρος και άραχνος βάφτηκε. Ούτε μίλαγε σε κανένα, ούτε λάλαγε πια. Βιδώθηκε σε μια καρέκλα και δεν δούλευε καθόλου. Κάπου, κάπου σηκώνονταν να πάει στην τουαλέτα και έσερνε τα παπούτσια του σαν πασούμια γριάς 95 χρονών. “Ρε Ζέβρα, σύνελθε! Εντάξει, φάση ήταν και πέρασε. Δεν σου πα για τα μικρά?”, “Άντε ρε συ μην το παίρνεις έτσι, βλαμμένο είναι δεν το βλέπεις;” Τίποτα δεν άκουγε. Μέχρι που ήρθε και κλείστηκε στο σπίτι του, ταμπουρώθηκε και δεν έβγαινε καθόλου. Τράβηξε και μια δεκαριά μέρες άδεια άνευ αποδοχών και έδεσε το δράμα. Πήγαινα σπίτι του κάθε δύο μέρες να τσεκάρω πως ήταν. Μια εβδομάδα, με τις ίδιες φόρμες μου άνοιγε, στην ίδια θέση στον καναπέ τον έβρισκα, την ίδια ταινία έβλεπε. 13 σαμουράι με χατζάρια να κυνηγιόνται σώζοντας τον κόσμο. “Το λίθιο το παίρνεις?” τον ρώταγα. “Το παίρνω” μου έλεγε. Αμ δε που το ‘παιρνε. “Θες να πάρω τον γιατρό σου τηλέφωνο να του μιλήσεις λίγο? Να κλείσουμε ένα ραντεβού? Θα σε πάω εγώ”. “Όχι” απαντούσε ξερά.
Και τότε, έσκασε η πανδημία. Ο Ζέβρας μπήκε σε καραντίνα δεκατεσσάρων ήμερών καθώς ο κομμωτής που πήγε σπίτι του να τον κουρέψει πριν τρεις μέρες, διαγνώστηκε θετικός στον Covid-19. Καραντίνα και εγώ που τον επισκέφτηκα την ίδια μέρα. Επικοινωνούσαμε τηλεφωνικά και με βιντεοκλήσεις για δεκατρείς ημέρες επί καθημερινής βάσης. Την δέκατη τέταρτη με πήραν από το νοσοκομείο να μου πουν ότι έκανε απόπειρα αυτοκτονίας. Το τηλέφωνό μου το βρήκαν στις κλήσεις του και εφόσον δεν είχε καταχωρημένα πρόσωπα που να καταδείκνυαν συγγενικό δεσμό, πήραν το νούμερο που χρησιμοποιούσε περισσότερο, δηλαδή το δικό μου. Προσπαθώ να φανταστώ τι σκέψεις περνούσαν από το κεφάλι του. Όσο καλά και αν τον ξέρω δεν έχω ιδέα τι ήταν αυτό που τον ώθησε να πηδήξει από τον πρώτο όροφο. Στο τηλέφωνο ακουγόταν πολύ ήρεμος. Ωστόσο, είναι μια δύσκολη εποχή για όλους. Μέχρι και εγώ που δεν τα παίρνω στα σοβαρά όσα γίνονται, φοβόμουν κάθε μέρα μήπως σηκωθώ άρρωστος. Πόσο μάλλον εκείνος..

Σήμερα είναι η μέρα που θα του μιλήσω στο τηλέφωνο. Έχουν περάσει δέκα μέρες από το χειρουργείο και όλα φαίνεται να πηγαίνουν καλά σύμφωνα με τον γιατρό του. Έχω αγωνία, παίζω με το τηλέφωνό μου και κοιτάζω την ώρα διαρκώς. Σε δέκα λεπτά πρέπει να τον πάρω. Μπαίνω στο facebook να χαζέψω και βγαίνω άμεσα από τις αναρτήσεις διαφόρων που πλέκουν ιστορίες συνωμοσίας που ξεπερνούν και τον καλύτερο συγγραφέα  φανταστικού. Κατά τύχη τσεκάρω τα μέιλ μου και διαπιστώνω ότι έχω ένα μήνυμα από τον Ζέβρα. Η ημερομηνία είναι την ημέρα της απόπειρας. Μου κόβεται η ανάσα καθώς διαβάζω “Στέλιο, σου στέλνω αυτό το μήνυμα για να ξέρεις. Δεκατέσσερις μέρες τώρα παλεύω. Παλεύω κάθε βράδυ με κάθε έναν από τους δεκατρείς σαμουράι. Τους νίκησα όλους! Έναν προς έναν! Τον σαμουράι  της αποτυχίας, της τύψης, του πόνου, της απόρριψης, της μοναξιάς, της αρρώστιας μου, του λάθους μου, της ανάμνησης, του ανεκπλήρωτου, του φόβου, της δειλίας μου, της ματαιοδοξίας, του εγωισμού μου, της σιγουριάς και της ελπίδας. Σήμερα όμως βγήκε άλλος ένας, Στέλιο. Ο δέκατος τέταρτος. Αυτός τα έχει όλα. Όλα! Είναι ο σαμουράι της ατελείωτης καραντίνας. Δεν τον παλεύω αυτόν. Δεν αντέχω άλλο…”
Κλείνω το μέιλ και τον παίρνω τηλέφωνο. “Ζέβρα? Πως είσαι?” τον ρωτώ με σπασμένη φωνή. “Είμαι καλά Στέλιο μου. Είμαι καλύτερα. Βγαίνω την άλλη εβδομάδα. Πήρες το μέιλ μου? Με συγχωρείς.. Δεν τα πήγα και τόσο καλά. Ο δέκατος τέταρτος με φόβισε..” , μου απαντάει. “ Αγόρι μου μην ανησυχείς για τίποτα, να είσαι ήρεμος και όλα θα πάνε καλά. Όσο για τον δέκατο τέταρτο, να ξέρεις… τον νίκησες κατά κράτος”.

• Επικοινωνήστε με τη δημιουργό:
https://www.facebook.com/aleka.pavludi.3?ref=br_rs

Leave A Response »

Αποδείξτε ότι είστε άνθρωπος και όχι bot *