Μια σελίδα ημερολογίου ξεχασμένη από κάποιαν άλλη εποχή… | Κωνσταντίνος Μεϊντάνης

Άνεμος Magazine 11/06/2020 0

Ξέσπασε απότομα μπόρα το μεσημέρι. Για λίγα λεπτά, η βροχή έπεφτε ασταμάτητη με δύναμη και ο ουρανός ήταν τόσο βαρύς, σαν θυμωμένος που ξεσπούσε την οργή του πάνω στη γη. Δεν τον αδικούσα. Ήμουν αρκετή ώρα καθισμένος στο γραφείο μου, προσπαθώντας να τακτοποιήσω προσεκτικά κατά χρονολογική σειρά τα περιεχόμενα ενός από τους φακέλους που χρόνια τώρα έχω σταδιακά συγκεντρώσει και συγκροτήσει ως αρχείο ενός πολύπτυχου και ετερόκλητου υλικού: δημοσιεύματα από ελληνικά και ξένα έντυπα, μελετήματα φιλολογίας, φιλοσοφίας, σε φωτοτυπίες παλαιότερα, εκτυπώσεις ηλεκτρονικές μετά. Και δύο άλλους, πιο «προσωπικούς» μεγάλους φακέλους όπου κρατώ δικά μου γραπτά, ακόμα και όσα έχω απορρίψει, από απλές σημειώσεις κάποιας στιγμής μέχρι ολόκληρα κείμενα αρκετών σελίδων, τα πιο πολλά γραμμένα με το χέρι, και κάποια, ειδικά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, δουλεμένα και ξαναδουλεμένα, και τελικά τυπωμένα, αλλά κι αυτά γεμάτα διορθώσεις ή συμπληρώσεις σε διάφορα σημεία.
Άνοιξα τον έναν φάκελο εκείνον που περιείχε γραπτά και άλλα χαρτιά από τα χρόνια τα φοιτητικά. Ένα ετερόκλητης θεματικής και τρόπου γραφής υλικό. Σιγά-σιγά, η ώρα περνούσε δίχως να το αισθάνομαι. Ήμουν αφοσιωμένος, σχεδόν σκυμμένος πάνω από όλα αυτά τα χαρτιά διαφόρων μεγεθών και υφής, καθώς κάθε λίγο σταματούσα για να διαβάσω κάτι, κάποιο σημείο, μια παράγραφο, μια σελίδα, γραμμένα πριν πολύ καιρό, τόσο που δεν ένιωθα πια πως ήταν δικά μου. Ορισμένα τα θυμόμουν, θυμόμουν την αφορμή που είχε μου δοθεί για να σκύψω στο χαρτί, ενώ άλλα ήταν πια σαν άγνωστα. Καθώς διάβαζα «θραυσματικά» εδώ και ’κει, αναθαρρούσε η ανάμνηση, έρχονταν στο νου εικόνες, και μετά σκέψεις, αισθήματα πρωτίστως, που είχα επιδιώξει να μορφοποιήσω στο χαρτί, να τα κρατήσω ακίνητα πάνω στη λευκή επιφάνειά του, να τα φυλακίσω εκεί, σαν για να λυτρωθώ απ’ αυτά.
Πόσες φορές έχουμε την αίσθηση πως γράφοντας κάτι, δεσμεύοντάς το στο περίγραμμα των λέξεων και των προτάσεων, είναι σα να το αποδιώχνουμε, σα να το αποποιούμαστε, και δε θα μπορεί να σκιρτά μέσα μας πια. Το κρατάμε εκεί, στο χαρτί, αφήνοντάς το στη σιωπή του. Μα λίγο θέλει, μια ματιά αρκεί, έστω και φευγαλέα, για να γίνει η σιωπή ψίθυρος…
Η βροχή είχε πάρει να κοπάζει. Σηκώθηκα και άνοιξα το παράθυρο δίπλα στο γραφείο. Η υγρή ανάσα της ανοιξιάτικης μπόρας με αγκάλιασε μονομιάς με μια τρυφερότητα που μόνο το απόβροχο μπορεί να έχει. Και τότε, σαν έξαφνα, αυτή η αίσθηση της υγρής ατμόσφαιρας με έκανε να θυμηθώ τα ανοιξιάτικα απόβροχα άλλων καιρών, κι εκείνου του άλλου τόπου που αυθαίρετα ονομάτισα κάποτε «πατρίδα χαρισμένη της λεύτερης νιότης». Θαρρούσα πως θυμόμουν, με όλες μου τις αισθήσεις, αυτήν την υγρή, δροσερή ανάσα του απόβροχου. Κι όμως.

Σήμερα, μόλις ένιωσα το άγγιγμά της, σα να μου θύμισε μιαν άλλη, πιο βαθιά, πιο κρύφια, και πιο πολύτιμη, αλήθεια που έμενε μέσα μου σιωπηλή και κατακάθαρη, δίχως ποτέ μέχρι σήμερα να έχει υποταχθεί στη συνήθεια. Ένα άξαφνο σκίρτημα, αναρρίγημα λες, της σκέψης και της αίσθησης. Η δροσιά αυτή, αυτή, ήταν σαν του ανοιξιάτικου λονδρέζικου απόβροχου. Τότε. Αυτό ήταν που τόσο θυμόμουν και τόσο είχα λησμονήσει πώς ήταν να το νιώθω.
Για λίγο σάστισα. Πήρα ανάσα βαθιά, ευωδίαζαν τα λουλούδια στις γλάστρες της βεράντας, δροσερεμένα και ζωογονημένα από το τρυφερό άγγιγμα του απόβροχου. Εκεί όπως στεκόμουν, δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο, το γραφείο γεμάτο σχεδόν με χειρόγραφα και άλλα χαρτιά από κάποιο σημειωματάριο που ποτέ δε γέμισε ίσαμε την τελευταία του σελίδα, έκλεισα τα μάτια. Ήταν παράξενη αυτή η απροσδόκητη αναθύμηση που τώρα ξαναζούσα με τον νου, συνάμα και με την καρδιά, με τη λογική και το συναίσθημα συνταιριασμένα. Μια παράξενη, αλλά όχι ξένη, αρμονία. Ελάχιστες φορές έχω αξιωθεί να νιώσω τόσο τέλεια αυτή την αλχημεία του απτού στη σκέψη και του αδιόρατου στο συναίσθημα.
Άφησα το παράθυρα μισάνοιχτο, καθώς άκουγα τις τελευταίες σταγόνες να πέφτουν, δάκρυα συγκρατημένα τώρα τ’ ουρανού, και ξανακάθισα στο γραφείο. Και τότε, ανάμεσα σε κάποια δοκιμιακά κείμενα και άλλα μελετήματα από εκείνα τα χρόνια, ανάμεσα σε δοκιμές ανάλυσης και έκφρασης αφηρημένων διανοημάτων με αφορμή θέματα αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, βρήκα ένα μονόφυλλο που ήταν μια σελίδα ημερολογιακής καταγραφής. Κοίταξα την ημερομηνία: Σεπτέμβρης του 2009. Τόσα χρόνια πριν… Πώς είχε αυτή η σελίδα εμφιλοχωρήσει σε τούτο το σύνολο χαρτιών;  Και από πότε; Πάντα πρόσεχα πού ταξινομούσα το καθετί, ήμουν σχεδόν σχολαστικός.

Όμως, να τώρα αυτή η σελίδα που κρατούσα στο χέρι μου. Ήταν από κάποια τυχαία απροσεξία μου ή από μιαν ανερμήνευτη αιτιότητα για να την βρω τώρα, τη στιγμή τούτη, σαν νεύμα από το παρελθόν μου, που για κάποιον άγνωστο λόγο είχα απολησμονήσει; Όπως το υγρό άρωμα του απόβροχου; Μια μονή σελίδα. Μια λεπτομέρεια, ίσως. Κάτι φευγαλέο μέσα στη ροή του καιρού, που έμεινε στο χαρτί κι έχασε τη συνέργεια της μνήμης. Αυτό που θαρρούμε φαινομενικά «λεπτομέρεια» στη χρονική πορεία της ζωής και της ψυχής μας, κρατά συχνά κρυφή μια δική του, ακαταδάμαστη στο νόημά της, δυναμική.
Κοίταξα τη σελίδα, γραμμένη με πένα, και διάβασα, σαν για πρώτη φορά:Παρασκευή, 4 του Σεπτέμβρη ’09.

Η ψυχρή, αβέβαιη λιακάδα των αρχών του Σεπτέμβρη. Πρώτα δειλά χρώματα του φθινοπώρου. Το λίκνισμα των φύλλων, που παίρνουν να κιτρινίζουν, στις ανάσες της μεσημεριανής αύρας μετά τη βροχή σαν ακατάληπτος ψίθυρος.

Καθώς περπατώ από τη Randolph Avenue προς την Clifton Avenue στην περιοχή που τόσο καλά γνωρίζω πλέον, αυτή η βαθιά οικειότητα με όλα όσα βρίσκονται γύρω μου. Ήσυχη ώρα, όπως μου αρέσει, όπως τη διψά η ψυχή.

Κοιτώ διακριτικά γύρω μου. Καθένας μας, περιχαρακωμένος, ίσως και χαρακωμένος από, την αραγή, γρανιτώδη υποκειμενική του ετερότητα. Αυτή η ιδιότυπη μοναχικότητα της συγκαιρινής μας συνύπαρξης. Η σύγχρονη κοινωνία, κατακερματισμένη σε ασύγχρονες αυτοαναφορικές μοναχικότητες. Στις κοινωνίες της Δύσης. Παράξενη αυτή η νοηματική ειρωνεία της διατύπωσης – κοινωνική συνύπαρξη. Στα δικά μας κοινωνικά μορφώματα, η μοναξιά σε σκληρή, συχνά αμετανόητα μισάνθρωπη, αντιμαχία με τους άλλους. Ανορθόλογες εκδηλώσεις του ενστίκτου, δίχως επιφάσεις ευγένειας. Ο συναγελασμός. Μόνον απώλειες· και απ’ τις δυο πλευρές.

Η «συν-ύπαρξη». Άλλος, προσηλωμένος στο κινητό του καθώς περπατά, άλλοι, οι περισσότεροι, με το i-pod και τ’ ακουστικά στ’ αυτιά να φράζουν τους ήχους του έξω κόσμου. Το πιο ασύνηθες πλέον – να περπατάς μόνος, αναπνέοντας στη δροσερή ατμόσφαιρα τη μυρωδιά του νοτισμένου εδάφους και των δέντρων, αφημένος στον ειρμό των εντυπώσεων και των σκέψεών σου. Να κοιτάς και να παρατηρείς γύρω σου. Μιαν άλλη, βαθιά αίσθηση σιωπής έχει τούτη η ώρα.

Κάπου-κάπου, ένα στιγμιαίο, φευγαλέο χαμόγελο. Σε μας, στη χώρα του ήλιου, έχει χαθεί κι αυτό. Ένα χαμόγελο, όπως εκείνου του κοριτσιού με τα καστανόξανθα μαλλιά και τα εκφραστικά, γκριζογάλανα μάτια. Το βλέμμα μου στο πρόσωπό της με πρόδωσε. Ή σχεδόν…

Στο Newsagent, κοντά στη Maida Avenue, όπου πηγαίνω κάθε ’βδομάδα, ο νεαρός υπάλληλος στο ταμείο, άγνωστός μου σήμερα, με ρώτησε για τον Καβάφη όταν τού είπα πως είμαι Έλληνας. Δύο ποιήματα που του άρεσαν πολύ, σαν διδαχές ζωής, το «Όσο μπορείς», και το «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον». Και βέβαια, η «Ιθάκη». Μου ζήτησε, αν μπορώ να του απαγγείλω κάτι στα ελληνικά. Με άκουσε με προσηλωμένη δεκτικότητα. «Ο Καβάφης», συλλογίστηκα βγαίνοντας απ’ το κατάστημα. «Ο πιο μοναχικός, και τώρα ο πιο διάσημος ίσως Έλληνας ποιητής. Ο Αλεξανδρινός…».

Πριν γυρίσω προς το σπίτι, περπάτησα πάλι ως τη «Μικρή Βενετία», να ξαναδώ το μέρος που τόσο αγαπούσε ο Robert Browning. Κι εγώ. Εκεί, σε ένα παγκάκι κάθισα για λίγο, κοιτάζοντας τα αργοσαλεύοντα νερά και το νησάκι με τις κλαίουσες ιτιές. Ο ουρανός γκρίζος, δοσμένος στη δική του σιωπή μετά το απόβροχο. Αναλαμπές του ήλιου μέσα από τα χρυσωμένα σύννεφα.

Ένιωσα να παρατηρώ σαν για πρώτη φορά την εναλλαγή του αχνού, αβέβαιου φωτός και της σκιάς γύρω μου, το συγκρατημένο χαμόγελο και τη θλίψη του ώριμου μεσημεριού. Δίχως αρχικά να το επιδιώξω καν, έφερνα πάλι και πάλι στο νου, μάλλον από άρρητη, αυθόρμητη ανάγκη, τους στίχους του Ποιητή:

Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες,
εκείνων που πεθάναν ή εκείνων που είναι
για μας χαμένοι (…)
(…) ήχοι από την πρώτη ποίησι της ζωής μας –
σαν μουσική (…), μακρυνή,(…)
Στιγμιαία, μια αίσθηση γλυκύτητας, σχεδόν διστακτική μέσα μου. Κι αμέσως, κάτι σαν πίκρα, δίχως σαφές περίγραμμα. Τα συναισθήματα μοιάζουν να έχουν μια δική τους λογική στην άρθρωσή τους. «Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες…». «Από την πρώτη ποίηση της ζωής μας…» «Πόσο θα κρατήσει αυτή η ποίηση, η πρώτη της ζωής μας; Ξέρεις πως όλα τούτα που τώρα είναι δικά σου καθώς τα βλέπεις και τα ζεις, κάποια στιγμή θα έχουν γίνει μακρινά τόσο πολύ. Μα, ίσως αργήσει εκείνη η μέρα», συλλογίστηκα, καθώς έφτασα έξω από το σπίτι.
Το δειλινό είχε αμυδρά αρχίσει να κάνει μαβί τον ορίζοντα μέσα από τα σύννεφα. «Ιδανικές φωνές…»

Ακούμπησα τη σελίδα στο γραφείο. Αν κάτι αξιώθηκα σε ’κείνον τον τόπο, τότε, ήταν το να νιώθω, να ψυχανεμίζομαι κάποιες στιγμές, όπως μού δίνονταν από μόνες τους, τη ζωή που, δίχως να το ξέρω, θα ερχόταν ο καιρός να ζήσω. Τώρα, μετά τόσα χρόνια, το καταλαβαίνω. Τότε, νόμιζα μεσ’ στην ελευθερία, την αφέλεια, και τη θαλερότητα των ελπίδων και των εμπειριών της εποχής εκείνης, νόμιζα πως ονειροπολούσα, πως αφηνόμουν να συλλαβίζω μια πιο αληθινή, διαυγέστερη γλώσσα του κόσμου γύρω μου. Πίστευα πως έβλεπα τον κόσμο «ποιητικά». Και μάθαινα, μάθαινα, όσα θαρρούσα πως δεν γνώριζα.

Όμως, άλλο φαίνεται πως είναι το αλφάβητο του καιρού. Κι όταν έρθει η ώρα ν’ αρχίσεις να το διαβάζεις, λέξη-λέξη, μέρα-μέρα, χρόνια μαθητεύοντας, άλλα νοήματα κι άλλες αλήθειες σού αποκαλύπτει.

Τι απέμεινε από τότε, τι απομένει ζωντανό στο σήμερα; Από τη στιλπνότητα εκείνων των αισθημάτων, των πραγμάτων; Τα όσα ποθούσες, οι ελπίδες, οι στοχεύσεις, η βεβαιότητα της ειλικρίνειάς τους; Μένει μόνον η αναθύμηση «μιας μεγάλης ευτυχίας», η ανάμνηση μιας άνοιξης ολόδροσης στην ψυχή, τόσα που ήταν τα μπουμπούκια έτοιμα ν’ ανθίσουν, τόση η αίσθηση της ελευθερίας, καμωμένης «με λογισμό και μ’ όνειρο», μέσα σου…

Το τίμημα που ζητά και επιβάλλει με το δικό της τρόπο η ζωή για την ελευθερία και τα όνειρα της ασυμβίβαστης νιότης είναι πολύ υψηλό. Και άδικο.

«… αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει./ Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν/ ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·/ μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχτείς./ Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,/ σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι/»…

Η πρώτη νιότη είναι η «Αλεξάνδρεια» του καθενός μας. Άδικο, να ζεις τη χαραυγή της νιότης μόνο για μια φορά. Μα δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Όπως ακριβώς το έγραψε ο Ποιητής. Όπως το συλλαβίζεις στο αλφάβητο του καιρού. Στη σιωπή των αναθυμήσεων…

• Eπικοινωνήστε με τον συγγραφέα:
https://www.facebook.com/kostis.meintanis

• Σχετικοί σύνδεσμοι:
http://www.anemosekdotiki.gr/dokimia/fthinoporo.html
http://www.anemosekdotiki.gr/syggrafeis/pezografia/konstantinos-meintanis.html

Leave A Response »

Αποδείξτε ότι είστε άνθρωπος και όχι bot *