
Όταν πήγαινε ακόμα σχολείο, οι γονείς του ανακάλυψαν πως δεν έβλεπε καλά. Στην πραγματικότητα δεν μπορούσε να δει αυτά που έβλεπαν οι άλλοι, είχε την δική του οπτική. Κανείς δεν το ήξερε τότε, ούτε καν ο ίδιος. Πολύ αργότερα το συνειδητοποίησε…
Τον πήγαν στο γιατρό, συγκεκριμένα στον οφθαλμίατρο και διαπίστωσε όπως κι οι υπόλοιποι πως η όρασή του ήταν μειωμένη. Κάτι δεν εξελισσόταν φυσιολογικά. Το πρόβλημα εντοπίστηκε στα μάτια. Έπρεπε λοιπόν να φορέσει γυαλιά ούτως ώστε να ανταγωνιστεί την όραση ενός μέσου ανθρώπου, να γίνει ίδιος…
Αρνιόταν να τα δεχθεί, αισθανόταν πως δεν τα χρειαζόταν. Φοβόταν πως θα αποτελούσαν τον λόγο που θα τον έκαναν να ξεχωρίζει από τα άλλα παιδιά. Πόσο μακριά βρισκόταν από την αλήθεια; Στην ουσία θα γινόντουσαν η αιτία να προσκολληθεί στη μάζα.
Ο συνδυασμός από γυαλί και μέταλλο δεν είχε θέση επάνω του. Δεν ένιωθε ελεύθερος, τον περιόριζε. Τελικά συμβιβάστηκε με τον σκελετό που του άρεσε λίγο περισσότερο. Ενθουσιάστηκε! Έβλεπε σε μεγάλη απόσταση, μια ικανότητα που δεν κατείχε πιο πριν. Μικρός όπως ήταν, άρχισε να ανακαλύπτει. Ένας καινούριος κόσμος ανοιγόταν μπροστά στα μάτια του ή μάλλον έβλεπε τα χαρακτηριστικά του κόσμου που ζούσε. Γνωστά σε όλους, άγνωστα στον ίδιο. Μικρές λεπτομέρειες που αποτελούσαν το περιβάλλον του.
Άρχισε να ασχολείται με περισσότερα θέματα. Έβλεπε τι έκαναν οι άλλοι, τι φορούσαν. Σταμάτησε να περιορίζεται από την φτωχή του όραση κι αντιλαμβανόταν ό,τι παλιότερα φάνταζε τόσο μακρινό, τόσο ασήμαντο.
Όμως ένα βάρος στην ψυχή του εξακολουθούσε να τον βασανίζει. Συνήθισε να βλέπει! Κι έτσι όταν δεν φορούσε τα γυαλιά του στεναχωριόταν που δεν ήταν σαν τους άλλους. Του έδειχναν πράγματα που αδυνατούσε να διακρίνει κι απλά κουνούσε το κεφάλι του καταφατικά σε οτιδήποτε του έλεγαν. Δεν παραδεχόταν πως δεν έβλεπε…
Αναρωτιόταν « Γιατί να τύχει σε μένα;», « Γιατί να μην είμαι σαν όλους τους άλλους;». Ένιωθε μειονεκτικά απέναντί τους και σαν να μην έφτανε αυτό, ύστερα από λίγο διαπίστωσε ότι η όρασή του χειροτέρευσε ξανά. Αυτό σήμαινε πως χρειαζόταν επιπλέον βοήθεια για να φτάσει τους άλλους ανθρώπους. Το ίδιο, παλιό πλέον συναίσθημα θλίψης επέστρεψε. Η διαφορά φαινόταν μόνο τις στιγμές που δεν τα φορούσε. Έβλεπε πολύ χειρότερα από πριν.
Ο χρόνος πέρασε η όρασή του σταθεροποιήθηκε σαν την ψυχολογία του. Ο σκελετός των γυαλιών είχε αλλάξει, είχε μεγαλώσει, είχε γίνει πιο σοβαρός. Το παιδί σχεδόν ενηλικιώθηκε. Είχε συνειδητοποιήσει την διαφορετικότητά του. Είχε γίνει εμφανές πως δεν έβλεπε όπως οι υπόλοιποι, είχε τη δική του οπτική.
Αποφάσισε να βγει έξω μια βόλτα. Χωρίς να το γνωρίζει, οδηγούταν στο πεπρωμένο με κάθε του βήμα. Υπήρχαν σύννεφα στον ουρανό, προάγγελοι της βροχής… Οι λάμπες του δρόμου είχαν ανάψει, ωστόσο σε κάποια σημεία δεν έφτανε το φως. Οι σκέψεις του τον βασάνιζαν, δεν μπορούσε να τις ελέγξει.
Στο περιβάλλον γύρω του απουσίαζε η χαρά. Τσιμέντο και πίσσα, γκρίζα σπίτια τον περιτριγύριζαν σαν τεράστια μάντρα που δεν του επέτρεπε να αναπνέει. Κάπου κάπου το γκρίζο έσπαγε κι αναδυόταν το χώμα, οι πνεύμονες της γης. Η επιφάνεια της δεν είχε καλυφθεί τελείως από τη νεκρή μάζα. Συνήθως στο χώμα φυτρώνουν υγιή φυτά. Όμως εκείνος έβλεπε πως υπέφεραν, είχαν αρρωστήσει απ’ όλα αυτά που ένιωθαν να συμβαίνουν γύρω τους.
Εκεί κοντά είδε κάτι μικρά φυτά να ξεπετάγονται από το τσιμέντο σαν να ήθελαν να πάρουν αέρα. Η προσοχή του στράφηκε στο έδαφος. Τα πόδια του πατούσαν πάνω σε έναν άγνωστο κόσμο, ο οποίος κοιμάται και περιμένει την παραμικρή ηλιαχτίδα που είναι ικανή να σκοτώσει τη νεκρή μάζα, θα αρπάξει έναν οργανισμό και θα τον τραβήξει στη ζωή. Τη μαύρη ζωή της πόλης, μα το μόνο που χρειάζεται είναι μια σχισμή στο τσιμέντο. Ένα οικόπεδο, όπου παλιά έστεκε μια μονοκατοικία, είχε καταληφθεί από φυτά που είχαν αρπάξει την ευκαιρία τους. Κατάφεραν να αισθανθούν τον άνεμο, ίσως βέβαια να μην ήταν έτσι όπως το περίμεναν…
Διέσχισε μια γέφυρα κάτω από την οποία έτρεχε ένα μικρό ρυάκι από ρυπασμένο νερό. Ήξερε πολύ καλά πως κατέληγε στη θάλασσα. Τόσοι τη θαυμάζουν, πόσοι νοιάζονται όμως για εκείνη πραγματικά; Το σκούρο υγρό φώλιαζε στα πνευμόνια (ή στα βράγχια, δεν έχει σημασία) κάθε ζωντανού πλάσματος.
Ο άνεμος της βροχής στροβίλισε ένα χαρτί στα πόδια του. Το σήκωσε και σκέφτηκε πως αυτή η άψυχη μάζα ήταν κάποτε ένα δέντρο που ζούσε κάπου, κάποτε…Καταπράσινο, έδινε λίγη από τη ζωή του στον κόσμο και να πως κατάντησε. Κάποιος το πέταξε, κάποιος το κλώτσησε, κάποιος το πάτησε. « Δεν σου αξίζει…». Κατακλεισμένος από αμφιβολία το έριξε στον κάδο της ανακύκλωσης, με την ελπίδα ότι θα γλίτωνε έναν ακόμη θάνατο.
Ένα σκυλί τον προσπέρασε κλέβοντας το βλέμμα του. Ένα αδύναμο σώμα κάλυπτε μια αγνή ψυχή. Τα κόκκαλα του είχαν αρχίσει να εξέχουν από το δέρμα του που έπεφτε πάνω του σαν βρεγμένο ένδυμα. Πήγε κοντά του κι άπλωσε το χέρι του, εκείνο χαμήλωσε το κεφάλι του καλωσορίζοντας το χάδι του. Σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε κατάματα. Τον ευχαρίστησε με το μοναδικό του ύφος και χάθηκε στην απελπισία της νύχτας…
Στο απέναντι πεζοδρόμιο μια μάνα με το παιδί της προσπαθούσαν να ξεπεράσουν ένα εμπόδιο, που για το μικρό κοριτσάκι φάνταζε μεγάλο. Έκανε ένα δειλό βήμα, αλλά η μητέρα του το σταμάτησε, ήθελε να περάσει από το σημείο που του υπέδειξε η ίδια. Τον εύκολο τρόπο, έτσι ώστε να μην διακινδυνεύσει, να μην κουραστεί, να εκδηλώσει μια συμπεριφορά που δεν είχε γεννηθεί μέσα της. Έβλεπε μια προσωπικότητα να πεθαίνει αργά, ένα παιδί που θα διαιωνίσει τις ίδιες συνήθειες, τους ίδιους φόβους της προηγούμενης γενιάς, χωρίς περιθώριο αλλαγής.
Έφυγε από κει, ήξερε τη συνέχεια. Τώρα μπροστά του είχε δύο ανθρώπους που είχαν πλέξει τα χέρια τους και περπατούσαν μαζί. Εκείνος όμως έβλεπε πως οι ψυχές τους πορευόντουσαν σε διαφορετικούς δρόμους, πολύ μακριά η μία από την άλλη. Νοιάζονταν μόνο για το προσωπικό συμφέρον. Έψαχναν την ευτυχία σε τελείως ασύμβατα σημεία.
Μια σταγόνα έπεσε πάνω του, στιγματίζοντας το γυαλί του. Στράφηκε ψηλά στον ουρανό. Είχε αρχίσει να βρέχει, αλλά δεν την ένιωθε σαν συνηθισμένη βροχή. Λες και κάποιος ή κάτι έκλαιγε… Έβγαλε τα γυαλιά του σαν να ήθελε να τα σκουπίσει από το νερό ή τα δάκρια (το ίδιο είναι), αλλά αντί για αυτό τα περιεργάστηκε όπως την πρώτη φορά. Δεν τα χρειαζόταν! Τι να του κάνουν; Αφού έβλεπε! Πλέον ήξερε! Μπορούσε να εξηγήσει το λόγο που δεν ησύχαζε ποτέ. Έβλεπε με τα μάτια της ψυχής του! Δεν ήταν σαν τους άλλους…Τα έσφιξε στην παλάμη του και τα πέταξε κάτω. Τα πάτησε λες κι έσβηνε τσιγάρο. Επιθυμούσε να εξολοθρεύσει και τη παραμικρή σπίθα, να αποκλείσει το ενδεχόμενο να αναζωπυρωθεί η φωτιά τους. Δεν ήθελε να βλέπει άλλο…
• Eπικοινωνήστε με τον συγγραφέα:
https://www.facebook.com/gera.blackhound
• Σχετικοί σύνδεσμοι:
https://anemosmagazine.gr/2020/vivlio/self-presentations/miameraakoma/
https://anemosmagazine.gr/2018/tautotita/editors/bio-gerasimos/