Το παράπονο της μικρής Αριάδνης | Ανέστης Πλουμής

Άνεμος Magazine 26/06/2020 0

Το βουρκωμένο βλέμμα της Αριάδνης περιπλανιόταν στην αυλή του σχολείου, χαζεύοντας τα παιδιά που έριχναν μπουγέλα μεταξύ τους με σακούλες γεμάτες νερό. Απογοητευμένη, κοίταζε τα μουσκεμένα παιδιά που χαίρονταν τις πλάκες με τα νερά, προνόμιο των αποφοίτων της έκτης δημοτικού, και σκεφτόταν πως δεν θα είχε ποτέ τέτοια χαρά.
Στην τετάρτη δημοτικού τέλειωνε η σχολική της σταδιοδρομία. Είχε μάθει πλέον αριθμητική και αυτό ήταν αρκετό για μια ‘‘επιτυχημένη καριέρα’’ στο παραεμπόριο. Στην παραγκούπολη των Ρομά, τα πολλά παιδιά σήμαιναν σταθερό εισόδημα για τον πατέρα.
 Ήταν ολομόναχη μέσα στην αίθουσα και όπως πάντα, μοναχούλα στο τελευταίο θρανίο. Κανένα παιδί δεν ήθελε να κάθεται παρέα μ’ ένα τσιγγανάκι. Όταν σήμανε το τελευταίο κουδούνι της σχολικής χρονιάς, η δασκάλα δεν πήρε είδηση ότι η Αριάδνη έμεινε μέσα στη τάξη. Άλλωστε, ούτε στην αυλή την περίμενε κανένας, σε αντίθεση με τ’ άλλα παιδιά που έτρεχαν χαρούμενα στις ζεστές αγκαλιές των δικών τους προσώπων.
Η Αριάδνη σκουπίζοντας τα νοτισμένα ματάκια της έβγαλε από τη τσάντα το μπλοκ ζωγραφικής. Έκατσε κάτω στο πάτωμα, κολλητά στον τοίχο πίσω από τα θρανία και άρχισε να τραβά απροσδιόριστα μικρές, ασυνεχείς καμπύλες γραμμές. Ήταν μια τελευταία υποχρέωση που είχε για τη δασκάλα της: Να της παραδώσει τη δική της ζωγραφιά.
Έτσι είχε πει η δασκάλα σε όλη τη τάξη, ότι το καλύτερο έργο θα έπαιρνε βραβείο μόλις θ’ άνοιγε και πάλι το σχολείο. Αλλά η Αριάδνη ήξερε ότι δεν θα υπήρχε για αυτήν άλλος Σεπτέμβρης. Σιωπηρά, λοιπόν, απέφυγε να ζωγραφίσει τη δική της ιδέα.
Τώρα, θ’ άφηνε αυτή τη ζωγραφιά επάνω στην έδρα και θα την υπέγραφε με το αληθινό της όνομα για να μάθει η δασκάλα το Σεπτέμβριο πώς λεγόταν στα αλήθεια. Αν φανέρωνε το πραγματικό της όνομα από την αρχή, ήταν σίγουρη πως τα παιδιά θα την φώναζαν κοροϊδευτικά, ¨γύφτισσα¨.
Το ‘‘Αριάδνη’’ το υιοθέτησε μόνη της στο προηγούμενο σχολείο. Της είχε κάνει εντύπωση ο μύθος του Θησέα που βγήκε  από το λαβύρινθο με τη βοήθεια της Αριάδνης. Έτσι ήθελε πλέον να την φωνάζουν. Ίσως να ήθελε και αυτή να βγει από τον δικό της λαβύρινθο. Να δώσει τέλος στην εκμετάλλευση της παιδικής εργασίας των τσιγγάνων και να κάνει ό,τι κάνουν όλα τα παιδιά της ηλικίας της: Ν’ αγαπιέται, να παίζει και να μαθαίνει.
Στάθηκε για λίγο και παρατήρησε το σκίτσο. Έμοιαζε με βιολί. Ήθελε πολύ ένα βιολί. Το αγάπησε από τότε που η χορωδία του σχολείου έψαλε Χριστουγεννιάτικους ύμνους με τη συνοδεία ενός βιολιού. Την είχαν μαγέψει οι μελωδίες, σαν να ξύπνησαν μέσα της έναν άγνωστο κόσμο. Από εκείνη την ημέρα παρακαλούσε να της φέρουν ένα βιολί, μέχρι που βρήκε ένα μισοσπασμένο στα πεταμένα παλιατζίδικα του καταυλισμού. Ήταν ο θησαυρός της και δεν άφηνε κανέναν να τον πειράξει.
Καθώς ονειροπολούσε λοιπόν εκείνες τις γλυκιές μελωδίες, την πήρε ήρεμα στην αγκαλιά του ο Μορφέας. Ασυναίσθητα εκείνη συνέχισε να ζωγραφίζει όμορφα βιολιά. Και τότε, ξαφνικά, τ’ άκουσε να παίζουν… Να παίζουν μια άγνωστη ονειρεμένη μελωδία, που όλο και δυνάμωνε σε ρυθμό, νομίζοντας ότι πετούσε πάνω από ένα απέραντο λιβάδι με αγριολούλουδα όλων των χρωμάτων. Όλα γύρω της βρίσκονταν σε απόλυτη αρμονία.  Ήταν αλλού. Ήταν ευτυχισμένη. Σήκωσε το κεφάλι της στην τάξη και είδε όλους τους συμμαθητές της να κινούν αρμονικά το δοξάρι, ο καθένας με το δικό του βιολί, προσέχοντας την ίδια που διηύθυνε την ορχήστρα τους. Τότε, όρμησαν στην τάξη ο διευθυντής του σχολείου με τη δασκάλα και τον πατέρα της, διακόπτοντας το κονσέρτο. Απευθύνθηκαν στη μαέστρο λέγοντας ότι η ζωγραφιά της πήρε το πρώτο βραβείο και έτσι θα μπορέσει να συνεχίσει κανονικά τις σπουδές της. Οι συμμαθητές της άφησαν κάτω τα μουσικά όργανα και ξέσπασαν σε χειροκροτήματα τόσο δυνατά, που νόμιζε ότι ηχούσαν μέσα στο μυαλό της.
Άνοιξε τα μάτια της στο μισοσκόταδο και είδε δυο παλάμες να χτυπούνε πάνω από το κεφάλι της. Ήταν τα χέρια της δασκάλας που ήθελε να την αφυπνίσει. Δίπλα της στεκόταν ο διευθυντής του σχολείου και πιο πέρα ο πατέρας της με απειλητικό βλέμμα, αφήνοντας υποσχέσεις για το σπίτι… Ήταν ήδη απόβραδο.
Η Αριάδνη τρόμαξε. Σηκώθηκε από τη σκοτεινή γωνιά της σαν υπνωτισμένη. Θέλησε να μαζέψει την τσάντα της, αλλά έτρεμαν τα χέρια και τα πόδια της. Ξαφνικά ο πατέρας της την άρπαξε απότομα από το χέρι και την τράβηξε με δύναμη. Εκείνη σύρθηκε στο πάτωμα. Ο διευθυντής αντέδρασε στη βαρβαρότητα σταματώντας τον πατέρα και σήκωσε το κορίτσι από κάτω.
Η δασκάλα πήρε από το πάτωμα το χαρτί και την ρώτησε: «Αριάδνη, αυτή η ζωγραφιά είναι δική σου;»
Η Αριάδνη αφού κοίταξε την δασκάλα στα μάτια, κούνησε το κεφάλι της αρνητικά, λέγοντας: «Τώρα πια, είναι της Τζαχάρ».

• Eπικοινωνήστε με τον συγγραφέα:
https://www.facebook.com/anestis.ploumis

• Σχετικοί σύνδεσμοι:
https://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/stoixima.html
https://www.anemosekdotiki.gr/syggrafeis/pezografia/anestis-ploumis.html

Leave A Response »

Αποδείξτε ότι είστε άνθρωπος και όχι bot *