Με τρέλα στο σούπερ μάρκετ | Γιάννης Φιλιππίδης

Άνεμος Magazine 25/05/2020 0

Τεσσεράμισι τ’ απόγευμα σήμερα και μου λέει ο συνεργάτης μου:
«Πάω να παραλάβω επιστροφή από πρακτορείο στου Ρέντη.
«Που θα πας χωρίς εμένα;» αναφωνώ. «Θα σου κάνω παρέα, αλλά θέλω να περάσω κι από ένα συγκεκριμένο σούπερ μάρκετ, ελληνικών συμφερόντων, που το βλέπω χρόνια τώρα και το φαντάζομαι. Σ’ αυτό δε θα χρειάζεται να περιμένω, ούτε ουρά, ούτε θ’ αναγκαστώ ν’ αλλάζω γλωσσόφιλα με πελάτισσες που προτιμούν το ίδιο εβαπορέ με μένα».
Εκείνος υπακούει, φαίνεται πως με καταλαβαίνει.
«Χρειάζομαι ψώνια, μέχρι και καφέ, που ’χω μείνει με τον τούρκικο που μου έφερε η πεθερά μου ως ενθύμιο από την εκδρομή της στην Ξάνθη! Στο σπίτι έχουμε μονάχα μακαρόνια και λάδι, ίσως και λίγη μαργαρίνη, αγορασμένη από τον Φλεβάρη!»

Μετά την παραλαβή της επιστροφής βιβλίων, θα επισκεφτώ επιτέλους ένα μάρκετ, μετά την άρση της καραντίνας!
Επιστρέφοντας, ψάχνουμε την είσοδο, αν το καρότσι χρειάζεται ευρώ -που δεν χρειάζεται-
αποφεύγουμε μια σκάλα κι ένα ασανσέρ αναπήρων, εγκαταλείπουμε το καρότσι σαν σιωπηλοί και μουλωχτοί γάτοι και επιτέλους μπαίνουμε μέσα. Μάσκα εγώ, εφαρμόζω για πρώτη φορά.
Η χαμηλή μου οπτική ικανότητα, σε συνδυασμό με ειδικούς φακούς που τώρα που μιλάμε θα κοστίζουν περισσότερα από 600 €ουρος, με τρομάζουν. Αδυνατώ εκ των πραγμάτων, να δω όχι μέτρια, ούτε καν καθαρά, ούτε λόγος. Φλου αρτιστίκ η οπτική μου, λες κι έχω έναν καταραμένο βλάκα καμεραμάν να μ’ ακολουθεί στα βήματά μου, δίνοντάς μου εικόνα, μονάχα από τον δικό του αρρύθμιστο φακό.
Έχω δε, αναλάβει ένα καρότσι-τρελό φορτηγό, που το οδηγώ βασικά εγώ, αλλά υπάρχουνε στιγμές, που με οδηγεί αυτό, όπου θέλει:
σε μωρομάντιλα που δεν χρειάζομαι ή σερβιέτες με ιπτάμενα φτερά, ο επόμενος διάδρομος έχει σαπούνια και απολυμαντικά, που τα θέλω, αλλά κατόπιν επιλογής μου.
Τα γυαλιά μου έχουν ποιότητα εικόνας όπως την εποχή του βωβού κινηματογράφου, αλλά με χρώμα.
Πλησιάζω τα ψυγεία, ο συνεργάτης με υποβάλλει να παραλάβω 20 φέτες τυρί, κι ένα κορίτσι με κοιτάζει με θαυμασμό.
Την κοιτάζω κι εγώ.
«Σας έχω κάπου ξαναδεί;»
«Κάνω τα πάντα για να με γνωρίσετε!» της απαντάω.
«Είστε ηθοποιός;»
«Έχετε άλλη μία ευκαιρία», της λέω παιχνιδιάρικα,
«Ο συγγραφέας, ο Γιάννης ο Φιλιππίδης είστε!»
«Ναι καρδούλα μου. Έχετε διαβάσει κάποιο βιβλίο μου;»
«Όχι, αλλά μέσα από το facebook παρακολουθώ όλες τις αναρτήσεις σας».
«Κι αυτό σωστό» της απαντώ εγώ και την ρωτάω. «Συσκευασμένα αλλαντικά που μπορώ να βρω;»
«Αυτά φτιάχνω τώρα εγώ».
«Θέλω να βρω μπέικον, καπνιστή γαλοπούλα και φέτες από χοιρινό.»
Μου δίνει όσα της ζήτησα μ’ ένα βλέμμα ελαφράς ηδυπάθειας στα μάτια της. Την αποχαιρετώ στέλνοντας της ένα φιλί, χωρίς καν να αντιλαμβάνομαι ότι φοράω γάντια, που ’χουν ψηλαφίσει ήδη το μισό σούπερ μάρκετ. Διψάω… Αλλά δεν μπορώ να βγάλω ούτε γάντια ούτε μάσκα για να πιω νερό. Προχωράω στο άγνωστο για μένα κατάστημα, βρίσκω τους καφέδες κι επιλέγω έναν, τον καλύτερο για μένα, μιας και η εσπρεσιέρα μου, έχει πάθει ανήκεστο βλάβη στις αρχές της καραντίνας και αδυνατώ ακόμα και να την επισκευάσω. Το ίδιο και ο φούρνος μικροκυμάτων μου. Το καζανάκι μου, και η πόρτα του μπάνιου, που είναι φυσούνα κι επιμένει να μου την φτιάξει ο πεθερός μου, ο οποίος με την χαλάρωση των μέτρων έχει φύγει για το εξοχικό του/μας με άγνωστη ημερομηνία επιστροφής. Το ξεχασμένο γκαζάκι για τον καφέ, αποδεικνύετε η μόνη λύση, ο βραστήρας μου κόλλησε επίσης κορονοϊό, κι ο φούρνος μικροκυμάτων έχει μετατραπεί σε αποθήκη για κρουασάν, τσιπς κι ανάλογα εδέσματα.
Υπάρχουν στιγμές που το μυαλό μου φεύγει στις διαταραχές του ύπνου μου και φτάνω να σκέφτομαι πως η οικογένεια του Κούλη, έχει φέρει γκαντεμιά, από γενεά σε γενεά κι από την πατρίδα μας σε όλο τον πλανήτη. Παρανοώ!
Ωστόσο τα ψώνια μου στο σούπερ μάρκετ συνεχίζουν. Προχωρώ στα κατεψυγμένα τρόφιμα. Καρότα, κατεψυγμένο κρεμμύδι για τα δύσκολα, αλλά και γύρος από χοιρινό κρέας και προτηγανισμένες πατάτες, φορτώνουν το καρότσι μου, που τις λαχταράει ο δεύτερος μήνας της αντρικής εγκυμοσύνης μου. Όχι πως θα έτρεχα στα γυμναστήρια αν αυτά άνοιγαν ακόμα και αύριο αλλά παραπονιέμαι κι εγώ ως γνησίως Έλλην, που αν του απαγορεύουν κάτι, εκείνος το επιθυμεί διακαώς κι αμέσως.
Πλάκα πλάκα λαχτάρησα ένα τσιπουράκι ή μια παγωμένη μπίρα σε ψησταριά με θεριακλίδικο μεζέ, παρέα με τους πιο ακριβούς φίλους μου. Θα περιμένω…
Τα κριάρια εξάλλου σαν εμένα, είναι περιώνυμα για την επιμονή τους. Αγρυπνήστε οι φίλοι που μ’ αγαπάτε χωρίς καμιά επιβουλή. Σύντομα θα είμαστε και πάλι μαζί, σε παρέες ή σε συντροφιές, όχι περισσότερο των δέκα ατόμων. Λίγοι δεν βρισκόμασταν άλλωστε πάντα; Έτσι θα συνεχίσουμε και παρακάτω. Αγνοώντας τις εκκλήσεις Τσιόρδρα και Χαρδαλιά, που λένε ότι θέλουν, όταν το θέλουν άλλοι, τρίτοι. Ψηλότεροι σε βαθμό, από αυτούς τους ίδιους.

• Επικοινωνήστε με τον συγγραφέα:
https://www.facebook.com/Yannis.Filippidis.anemosekdotiki
https://web.facebook.com/yannis.filippidis.profil1?_rdc=1&_rdr

• Σχετικοί σύνδεσμοι:
https://www.instagram.com/yannis.filippidis_official/
https://yannis-filippidis.blogspot.gr/
https://twitter.com/yanisfilippidis
https://vimeo.com/yannisfilippidis

Leave A Response »

Αποδείξτε ότι είστε άνθρωπος και όχι bot *