Ουτς | Μπρους Τσάτουιν | Γράφει η Βάσω Ζαφειροπούλου

Άνεμος Magazine 15/02/2019 0

«Καθώς το αντέγραφα πρόχειρα στο σημειωματάριό μου, μου φάνηκε πως άκουγα πάλι τον ένρινο ψίθυρο του Ουτς: «Στήνουν τ’ αυτί τους, το στήνουν συνέχεια και στα πάντα… αλλά δεν ακούνε τίποτα!»
Όπως συνήθως, είχε δίκιο. Οι Τυραννίδες στήνουν από μόνες τους το θάλαμο της αντήχησής τους. Έναν κενό χώρο όπου συγκεχυμένα σήματα βουίζουν άσκοπα. Όπου κάποιος ψίθυρος ή υπαινιγμός προκαλεί τον πανικό: και έτσι, τελικά, ο μηχανισμός της καταστολής το πιθανότερο είναι να διαλυθεί, όχι με πόλεμο ούτε μ’ επανάσταση, αλλά από έναν ανεπαίσθητο θόρυβο, ή τη φωνή των φύλλων που πέφτουν…»

Το «Ουτς» είναι το τελευταίο μυθιστόρημα του Άγγλου συγγραφέα Μπρους Τσάτουιν.
Το έργο αρχίζει με την κηδεία του Ουτς, ο οποίος είχε εκ των προτέρων κανονίσει τα πάντα. Ακόμα και το τραπέζι για πρωινό, μετά την τελετή! Παρόντες στην κηδεία, ο υπονεωκόρος του ναού και η Μάρτα, η οικονόμος του Ουτς, πιστή και κλαίουσα! Το κλίμα πραγματικά ιλαροτραγικό!
Ο Κάσπαρ Ουτς-λογοτεχνική επινόηση του συγγραφέα-, από πλούσια γερμανική οικογένεια ζει στην Πράγα, λατρεύει τις πορσελάνες Μάισεν, αφιερώνει τη ζωή του σ’ αυτές, ταυτίζεται με τις ιστορίες τους και ζει απομονωμένος, απομακρυσμένος από μια εποχή, που τον οδηγεί σε κατάθλιψη και τάσεις διαρκούς φυγής!
Ο Μπρους Τσάτουιν τον γνωρίζει το καλοκαίρι του 1967, όταν πηγαίνει στην Πράγα, απεσταλμένος απ’ τον εκδότη ενός περιοδικού, με σκοπό να γράψει ένα άρθρο για το πάθος του αυτοκράτορα Ροδόλφου Β΄ να συλλέγει εξωτικά αντικείμενα-μοναδικό του φάρμακο εναντίον της κατάθλιψης.
Ο πατέρας του Ουτς είχε τιμήσει την οικογένεια, το 1916, με το ανώτατο, γερμανικό μετάλλιο «Pour le Mérite», αλλά η χήρα του ήταν κόρη ενός Τσέχου ιστορικού υπέρμαχου της εθνικής παλιγγενεσίας και μιας πλούσιας Εβραίας, με τεράστια περιουσία από μετοχές των σιδηροδρόμων! Ο Κάσπαρ ήταν ο μοναδικός εγγονός της ιδιόρρυθμης αυτής γυναίκας, με την οποία περνούσε τα καλοκαίρια του στον πύργο της. Η γιαγιά με εμπορικό ένστικτο, ο εγγονός με αγάπη στις πορσελάνες, οι δυο τους συνεννοούνταν μια χαρά! Ο νεαρός, εκεί, ανακαλύπτει την κλίση του κι αφοσιώνεται στη «διάσωση» των Μάισεν. Αγοράζει καινούργια και πουλάει τα σκάρτα. Αποδεικνύεται μάλιστα πολύ ικανός στη δραστηριότητα αυτή!
Εν τω μεταξύ, παραμελεί τα μαθήματά του, ωστόσο δημοσιεύει επιτυχημένα άρθρα. Ο γιατρός τον χαρακτηρίζει «διαστροφικό», ενώ οι παλαιοπώλες τον λατρεύουν. Ο έφορος των μουσείων, που ελέγχει τα πολύτιμα αποκτήματά του, «ανακηρύσσεται» εχθρός του. Πολιτικά είναι ουδέτερος και σεξουαλικά, για κλάματα. Παρ’ όλες τις απεγνωσμένες του προσπάθειες, οι γυναίκες δεν ανταποκρίνονται στη… γοητεία του! Αντίθετα, όμως, εκμεταλλεύεται θαυμάσια το Κραχ του Χρηματιστηρίου και τη Νύχτα των κρυστάλλων για να εμπορευτεί κι αγοράζει από Εβραίους πορσελάνες μεγάλης αξίας αντί πινακίου φακής. Ωστόσο, ανησυχεί και μεταφέρει από το οικογενειακό σπίτι στη Δρέσδη 37 κασόνια. Με το ένστικτο του εμπόρου συμπαθεί πολιτικά, πρώτα τους γερμανούς, αλλά μετά τους Άγγλους, καθώς θυμήθηκε, παρεμπιπτόντως, το διάστημα που είχε περάσει στα νεανικά του χρόνια στο Λονδίνο. Μετά την ισοπέδωση, όμως, του σπιτιού του στη Δρέσδη, παίρνει οριστικά την τσέχικη υπηκοότητα.
Η αντιφατική του προσωπικότητα έχει να παρουσιάσει και άλλα στοιχεία: από τη μια, αποδεικνύεται πως είχε συνεργαστεί με το Τάγμα Έργων Τέχνης του Γκαίριγκ, όμως, αυτό το έπραξε με σκοπό να σώσει Εβραίους φίλους του. Στη συνέχεια, χαρίζει τα χωράφια του σε κολεκτίβα και τον Πύργο του να γίνει φρενοκομείο -επί Γκότβαλντ-μόνο και μόνο για να μπορέσει να φυγαδεύσει τις πορσελάνες του. Κατόπιν, αρχίζει εβραϊκές σπουδές, επηρεάζεται από τα διδάγματα του Χασιδισμού, εργάζεται στην Εθνική βιβλιοθήκη και αποφασίζει να μείνει σε ένα μικρό διαμέρισμα για να μην τον βάζουν στο μάτι οι σοβιετικοί. Τέλος, κάνει συμφωνία με τις κομουνιστικές αρχές να φωτογραφηθούν οι πορσελάνες του, να τις κρατήσει μεν, αλλά μετά θάνατον να περιέλθουν στα κρατικά μουσεία. Ωστόσο, το 1952, εισβάλλει ο έφορος του Μουσείου κι οι συνεργάτες του που του φέρονται ποταπά και του προκαλούν ζημιές. Πρώτη φορά που σκέπτεται την αυτοκτονία ή τη φυγή. Παίρνει άδεια για λόγους υγείας και παραδίδει το σπίτι του στη Μάρτα, την οικονόμο του, η οποία του χρωστάει την ζωή της, σχεδόν, και ξέρει όλα τα μυστικά του.
Στο Βισύ, αλλά και στην άλλη κεντρική Ευρώπη, όπου ταξιδεύει, βαριέται κι απομονώνεται φριχτά, το ρίχνει στο φαΐ και στο ποτό, αφού η Δύση, γενικά, τον απογοητεύει κι οι γυναίκες δεν του δίνουν σημασία. Η περιουσία του συρρικνώνεται και ψάχνει πού να ζήσει.
Στη Τσεχοσλοβακία «μαθαίνει να ζει μέσα στο ψέμα». «Ο μαρξισμός είναι μια φιλοσοφία όλο ελιγμούς», λέει στον αφηγητή.
Διαπιστώνει τώρα πως δεν τον πολυενδιαφέρει πλέον ο πορσελάνινος θησαυρός του, αλλά πως σκέφτεται περισσότερο την άξεστη Μάρτα που είναι μόνη στο σπίτι του! Εκτιμάει τις θυσίες της κι ονειροπολεί πιθανές στιγμές ρομαντικές μαζί της! Τώρα θέλει να ξαναγυρίσει. Η Τσεχοσλοβακία είναι καλή, λέει, αρκεί να μπορεί να φεύγει!
«Η συλλογή μού έχει καταστρέψει τη ζωή!» ομολογεί στον συγγραφέα, κατά τη διάρκεια του δείπνου που του παραθέτει. «Μισώ αυτή την πόλη για την αισιοδοξία των κατοίκων της».
Το 1974, πεθαίνει ξαφνικά ο Ουτς και ο συγγραφέας, που λείπει χρόνια, αποφασίζει να επισκεφτεί την Πράγα· όπου τον περιμένει μεγάλη απογοήτευση. Το σοβιετικό καθεστώς είχε επιφέρει επώδυνες αλλαγές: οι άνθρωποι ήταν αηδιασμένοι· τα μνημεία έμεναν κλειστά, τα βιβλιοπωλεία δεν είχαν ούτε Κάφκα! Το Ροδόλφειο Μουσείο, κλειστό «για να μην μπαίνει μέσα ο Λαός», του εμπιστεύτηκε ο φύλακας! Αποφασίζει τότε να μάθει την ιστορία του Ουτς και της συλλογής του, κατά τα χρόνια της δικής του απουσίας.
Μετά από επισκέψεις σε κοινούς γνωστούς, ο συγγραφέας-αφηγητής πληροφορείται πως οι πορσελάνες του φίλου του δεν υπάρχουν πουθενά. Οι έρευνες απέδειξαν πως τα ταξίδια του Ουτς στη Δύση δεν ήταν αθώα. Εκεί, διαπραγματευόταν άριστα την αγοραπωλησία πολύτιμων κομματιών, τα οποία περνούσαν στην Αμερική. Μόλις δε έπαθε το εγκεφαλικό, είχαν εισβάλει στο σπίτι απ’ το Μουσείο και τους είχε υπογράψει χαρτί ότι, μετά θάνατον, θα πήγαινε όλος ο θησαυρός σ’ αυτούς. Μετά το θάνατό του, όμως, δεν βρέθηκε τίποτα.
Δεν έμενε, λοιπόν, παρά να ελεγχθεί ο ρόλος της Μάρτα. Το μεγάλο αίνιγμα! Η πληβεία, Μάρτα, η οποία είχε βάλει σκοπό να κατακτήσει τον αριστοκράτη Κάσπαρ, ύπουλα μεν, αλλά όμως πάση θυσία! Ο αφηγητής έμαθε ότι ο Ουτς δεν ήταν αυτό που έδειχνε: δεν αρνιόταν καμιά σεξουαλική απόλαυση και αντίθετα απ’ το προσωπείο του αφοσιωμένου συλλέκτη-διανοούμενου είχε εξελιχθεί σε ακαταμάχητο εραστή. Το σπίτι του, τις νύχτες, λειτουργούσε ως «μπορντέλο». Η άσχημη Μάρτα που μισούσε να εξυπηρετεί, ως δούλα, τις ανικανοποίητες ντίβες του Κάσπαρ, το 1952, τον είχε πείσει να κάνουν πολιτικό γάμο για να εξασφαλίσουν, δήθεν, μεγαλύτερο σπίτι και το 1968, κατάφερε να τον παντρευτεί και στην εκκλησία! Η κατάσταση έχει περάσει πλέον, απολύτως, στα χέρια της. Και τότε, φαίνεται, αποφάσισαν ή μάλλον αποφάσισε εκείνη οι πορσελάνες να μην περάσουν στα κομουνιστικά Μουσεία. Έτσι άρχισαν να τις καταστρέφουν συστηματικά. Μετά την κηδεία του Ουτς, λοιπόν, οι σκουπιδιάρηδες μάζεψαν πολλούς σκουπιδοντενεκέδες, ιδιαιτέρως φροντισμένους, απ’ το διαμέρισμα του Ουτς. Έργο της Μάρτα η οποία, εξαπατώντας τους πάντες, έφυγε, με το κεφάλι ψηλά, τελική νικήτρια, έχοντας πετύχει τον στόχο της: να γίνει αριστοκράτισσα και μάλιστα «Baronin von Utz». Βαρώνη φον Ουτς!!

Ο Μπρους Τσάτουιν που γεννήθηκε το 1940 στην Αγγλία και πέθανε το 1989 στη Γαλλία, υπήρξε ένας παραμυθάς ταξιδευτής, ανήσυχος, μοναχικός, με βαθιές αγωνίες, με πίστη σε μια νομαδική κοινότητα και διαρκή αναζήτηση του θείου. Αλλάζει επαγγέλματα με ευκολία-διευθυντής στον οiκο Sothebie’s, αρχαιολόγος, δημοσιογράφος, φωτογράφος, συλλέκτης έργων τέχνης-αρκεί να ικανοποιήσει το αίσθημα φυγής που τον ωθεί σε αντιφατικές αποφάσεις. Μια προσωπικότητα θυελλώδης, που δεν αρνείται καμιά πρόκληση και που κινείται με την ίδια άνεση από τα κοσμικά σαλόνια μέχρι τους εξωτικούς προορισμούς κι από τις βίλες της Τοσκάνης ως το Άγιο Όρος! Αγαπήθηκε όσο κανείς, τόσο ως συγγραφέας, όσο και ως άνθρωπος. Αν και αμφίφυλος, ήταν παντρεμένος απ’ τα 25 του. Ταξιδεύει ατελείωτα, γνωρίζει φιλοσοφίες, θρησκείες, ώσπου βρίσκει στην κοινότητα του Αγίου Όρους και στην Ορθοδοξία τα στοιχεία εκείνα που ταιριάζουν στο δημιουργικό του κενό. Αποφασίζει να βαπτιστεί, αλλά τον προλαβαίνει ο θάνατος από AIDS. Λάτρης της Ελλάδας, αναπαύεται-η τέφρα του- στο εκκλησάκι του Αγ. Νικολάου, στην Καρδαμύλη, όπου περνούσε τα καλοκαίρια του.
Το «Ουτς» είναι το τελευταίο του μυθιστόρημα, όπου ο αναγνώστης διαπιστώνει πόσο αυτοβιογραφικό είναι και πόσο οι απόψεις του απηχούν τις εντυπώσεις του από τα ταξίδια του κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Είναι έργο ωριμότητας, με ιδιαίτερη ταυτότητα, με στοιχεία εθνολογικά, ρεπορτάζ, δοκιμιακά, κοσμοπολιτικά.
Γι’ αυτό του το μυθιστόρημα ήταν υποψήφιος για το βραβείο Μπούκερ.

Leave A Response »

Αποδείξτε ότι είστε άνθρωπος και όχι bot *