
Δεν είναι ψάρι έξω από τα νερά του.
Δεν είναι ψάρι που σπαρταράει.
Δεν έχει μνήμη χρυσόψαρου.
Είναι ένα «Χρυσόψαρο που αναζητεί επειγόντως γυάλα» του Θάνου Τσιτσή Κούσκου.
Ποιο είναι το χρυσόψαρο; Ή τι είναι; Είναι άνθρωπος; Είναι ένας ήρωας του βιβλίου; Είναι ένας μόνο; Και γιατί αναζητεί γυάλα; Η δική του έχει ραγίσει λέει ο συγγραφέας. Μα δεν είναι η γυάλα έτσι κι αλλιώς μια φυλακή; Και το χρυσόψαρο μέσα στη γυάλα δεν είναι ένα πλάσμα δυστυχισμένο αφού είναι περιορισμένο; Η αλήθεια είναι πως μπήκα στον πειρασμό να αναλύσω τον τίτλο και να καταλήξω σε συμπεράσματα. Δεν θα το κάνω όμως. Δεν θα το κάνω γιατί θα στερήσω από τους αναγνώστες ένα μέρος της απόλαυσης. Δεν θα προσπαθήσω να απαντήσω σε ερωτήματα, που ο ίδιος ο συγγραφέας βάζει και που αφήνει σ΄ εμάς το περιθώριο να κρίνουμε και να δώσουμε τις απαντήσεις που μας ταιριάζουν. Εκείνος δίνει τις δικές του βέβαια, αλλά με την ανοιχτή σκέψη που τον διακρίνει, μας αφήνει την ευχέρεια να αποφασίσουμε.
Η ιστορία του βιβλίου, ξεκινάει από τις δεκαετίας ΄60 και ΄70 και διασχίζει τις επόμενες μέχρι την σημερινή εποχή, μέσα από την ζωή μιας οικογένειας και των ανθρώπων τριγύρω τους. Οι βασικοί ήρωες, δύο αδέλφια. Ο Βασίλης (Μπίλυ) και ο Άγγελος. Και γύρω από αυτούς οι άλλοι ήρωες της ιστορίας: μια μητέρα ιδιαίτερα αγωνίστρια αλλά και πονεμένη αφού χάνει την μία της κόρη από λευχαιμία, μία ακόμα αδελφή, ένας πατέρας με τις αδυναμίες του και φυσικά τα ταίρια των δύο αδελφών, ο πρώτος έρωτας και η σύζυγος του Μπίλυ. Δύο αδέλφια οι κεντρικοί ήρωες, με ένα ιδιαίτερο δέσιμο. Ένα δέσιμο που οφείλεται στον χαρακτήρα και των δύο, στην μακροχρόνια συμβίωση, στον κοινό πόνο για την απώλεια μιας μικρής αδελφής, αλλά και στην ιδιαιτερότητα του Άγγελου, ο οποίος από νωρίς φαίνεται πως ξεχωρίζει. Δεν είναι όπως ο πατέρας τους ονειρευόταν. Είναι gay. «Η κοινωνία δεν συγχωράει τις ανομοιομορφίες» λέει κάπου. Ο Άγγελος είναι καλλιτέχνης. Και είναι χαρισματικός καλλιτέχνης. Περνάει όμως αρκετούς σκοπέλους και δυσκολίες για να μπορέσει να αποδεχτεί καταρχήν ο ίδιος τον εαυτό του και μετά να τον επιβάλλει στους άλλους.
Οι δύο νέοι φεύγουν για σπουδές στο εξωτερικό και όταν τελειώνουν ξεκινούν ο καθένας την δική του ζωή. Ποτέ δεν χωρίζουν ψυχικά, παρά μόνο χωροταξικά. Πάντα είναι ενωμένοι, συμπάσχουν, συντρέχουν ο ένας τον άλλον. Είναι οι δύο βασικοί ήρωες του βιβλίου και την ζωή τους παρακολουθούμε.
Στην πραγματικότητα, το βιβλίο αυτό είναι ένα οδοιπορικό. Ένα οδοιπορικό που με φόντο την ζωή μιας οικογένειας, μας ταξιδεύει σε άλλους χρόνους και άλλους τόπους. Άλλες νοοτροπίες, άλλες αξίες, άλλες συνήθειες, άλλες εποχές, άλλη κουλτούρα.
Μια νοσταλγική επιστροφή στις δεκαετίες ΄60 και ΄70, με τις νοσταλγικές αναμνήσεις από το Θέατρο της Κυριακής και τα διάφορα παιχνίδια της εποχής (που τα παιδιά έπαιζαν στον δρόμο) όπως το ξυλίκι, το εξατάξιο γυμνάσιο, και το ραδιοφωνικό σήριαλ «Πικρή μικρή μου αγάπη». Μια επιστροφή σε μια εποχή, με άλλα ήθη και συνήθειες, χωρίς κινητά και υπολογιστές, με παιχνίδια στον δρόμο και τις αλάνες, όπου οι ήρωες ζουν την παιδική τους ηλικία.
Είναι μια περιήγηση στο Λονδίνο, όπου οι ήρωες, ζουν τα χρόνια των σπουδών τους, τους πρώτους έρωτες. Μια περιήγηση που περιλαμβάνει εκτός από πολύ όμορφες περιγραφές και ξενάγηση σε μουσεία, όπερες, καφέ, εστιατόρια αλλά και στην ιδιαίτερη κουλτούρα των Άγγλων. Όμως δεν είναι μόνο το Λονδίνο που μας ταξιδεύει ο συγγραφέας. Είναι και η Νέα Υόρκη, η Πράγα, η Δήλος. Γλαφυρές περιγραφές, με τα χρώματα της εποχής, τα ακούσματα, τις θεατρικές παραστάσεις, τις γεύσεις και τις οσμές.
Δεν είναι όμως μόνο οι περιγραφές των χώρων και των περιοχών. Είναι οι περιγραφές της κουλτούρας. Ο συγγραφέας μας ξεναγεί στον χώρο της λογοτεχνίας, της ποίησης, της φιλοσοφίας, του θεάτρου, των βιβλίων, της μουσικής. Μας περιγράφει με πολύ όμορφο τρόπο το περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώνουν οι ήρωες του βιβλίου, από το οποίο φυσικά αντλούν και τις επιρροές τους. Μας το περιγράφει με έναν μαγικό τρόπο, έτσι που από την μια μας θυμίζει χρόνια που (κάποιοι από μας τουλάχιστον) έχουμε ζήσει και θυμόμαστε και νοσταλγούμε, από την άλλη, μας μεταφέρει γνώσεις και παραστάσεις τόσο πειστικά και έντονα που είναι σαν να είναι δικές μας.
Μέσα από την μυθιστορηματική πλοκή, δεν παραλείπει να πιάσει θέματα σοβαρά, καθημερινά αλλά και ουσιώδη. Την ισορροπία στη ζωή, την μαγεία της αγάπης, τις κοινωνικές διαφορές και τα ήθη, τις διαφορές των δύο φύλων, τον σημερινό κόσμο της ισοπέδωσης, τις μνήμες, τις χαμένες ώρες της ζωής, τις σχέσεις μεταξύ των αντρών, τις σχέσεις των ανθρώπων με τα ζώα. Κριτικάρει τους καθηγητές αλλά και τους ηθοποιούς. Κριτικάρει τον κόσμο. Τα θέματα που το βιβλίο εισάγει, μέσα από την ιστορία μιας οικογένειας, είναι τόσα και τέτοια, που με έκαναν να σκέφτομαι πως δεν ξέρω αν θα πρέπει να το καταχωρήσω ως μυθιστόρημα ή ως κοινωνιολογική και φιλοσοφική ανάλυση.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως είναι μυθιστόρημα. Εγώ όμως καταλαβαίνω επιπλέον, πως πίσω από τις γραμμές του, κρύβεται μια ολόκληρη φιλοσοφική αναζήτηση. Μια φιλοσοφική αναζήτηση της οποίας γινόμαστε κοινωνοί.
Ο Θάνος, όταν γράφει κολυμπάει σε πολύ οικεία γι’ αυτόν νερά, ως δεν θα όφειλε, αφού ο ίδιος είναι Φυσικός. Φυσική είναι αυτό που έχει σπουδάσει. Όμως μία απάντηση γι’ αυτό το πολύ όμορφο πράγμα που κάνει, τον συνδυασμό δηλαδή της φυσικής με την λογοτεχνία, την δίνει -ίσως άθελά του- ο ίδιος στο βιβλίο του:
«Η Έκθεση και τα Μαθηματικά θεωρούσα ότι είναι γλώσσες που έπρεπε να μάθω τους κανόνες τους για να µμπορέσω να καταλάβω καλυτέρα τον κόσμο γύρω µου. Μάλιστα τους αριθμούς τούς βλέπω σαν τους δομικούς λίθους, ενώ τα λόγια σαν το ραφινάρισμα του οικοδομήματος που όλοι ονομάζουμε πολιτισμό· γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο µού ήταν πάντα δύσκολο να κάνω διαχωρισμό· θα ήταν σαν να ήθελα να χωρίσω τον ήλιο από τη λάμψη του.»
Η γραφή του Θάνου σε συνεπαίρνει. Είναι η γραφή ενός ανθρώπου που είναι άριστος γνώστης της γλώσσας (παρότι Φυσικός) και που μπορεί να την πλάσει και να την φέρει στα μέτρα του. Οι παρομοιώσεις, οι μεταφορές και οι περιγραφές του είναι τόσο παραστατικές, πραγματικές αλλά και λυρικές που δεν μπορούν να σε αφήσουν ασυγκίνητο.
Τι να πρωτοπώ; Για τις μέρες που βάδιζαν αργά σαν κουρασμένες ταξιδιώτισσες; Για την ζωή την πόρνη που σβήνει σιγά σιγά τα κιτάπια της μνήμης; Για κάποιους ανθρώπους που είναι σαν τις αράχνες και τα λόγια τους είναι ιστοί μέσα στους οποίους πάνε να μας τυλίξουν; Για το αποκρυσταλλωμένο κομμάτι ταραγμένης θάλασσας; Αν έπρεπε να μιλήσω μόνο για την γραφή του, θα μπορούσα να μιλάω όλο το βράδι. Ή αν έπρεπε να πω αποσπάσματα με λυρισμό, θα έπρεπε να διαβάσω σχεδόν όλο το βιβλίο.
Οι ήρωες του Θάνου, ο Μπίλυ και ο Άγγελος, ψάχνουν τον εαυτό τους. Αυτή την πορεία τους στην αναζήτηση παρακολουθούμε. Και είναι αυτή η αναζήτηση, όπως την περιγράφει ο συγγραφέας, συναρπαστική. Γι’ αυτούς κάποιες φορές είναι επώδυνη. Όπως επώδυνη είναι κάθε αναζήτηση. Το ταξίδι όμως που ακολουθεί είναι που αξίζει τα πάντα.
Πρώτο πλάνο στο βιβλίο είναι οι ανθρώπινες σχέσεις. Οι οικογενειακές, οι φιλικές, οι αδελφικές, ερωτικές, οι συζυγικές αλλά και οι κοινωνικές. Όλες ιδωμένες στην πορεία τους και στην εξέλιξή τους στον χρόνο. Οι ήρωες ωριμάζουν και πορεύονται στη ζωή με τις εμπειρίες τους να τους διαμορφώνουν. «Οι άνθρωποι ωριμάζουν επειδή μεγαλώνει η λίστα των ευθυνών τους» λέει ο συγγραφέας.
Στο βιβλίο ο συγγραφέας παίζει με τον χρόνο. Παίζει με το παρόν και το μέλλον. Λέει: «Το παρόν έχει δύο αφεντάδες, το παρελθόν και το μέλλον, και δεν ξέρει σε ποιο από τα δύο θα έπρεπε να είναι πιστό. Το παρελθόν γεμίζει το παρόν µε τύψεις για πράγματα που δεν έγιναν σωστά ή καθόλου, ενώ το µμέλλον γεμίζει το παρόν µε αγωνία για την έκβαση των επικείμενων σχεδίων.»
Παίζει και με την δράση και την σκέψη. Λέει επίσης: «Η δράση και η σκέψη είναι ποσά αντιστρόφως ανάλογα, που σημαίνει ότι όταν η µία αυξάνεται η άλλη μειώνεται. Άλλωστε, η σκέψη είναι σαν το κρασί. Θέλει χρόνια για να ωριμάσει και να αποκτήσει το εξαιρετικό άρωμα που µόνο ο χρόνος μπορεί να της προσδώσει.»
Κινητήρια δύναμη του βιβλίου όμως είναι η αγάπη: «Σ’ αυτή τη μαγεία της αγάπης τα αδέλφια µου, η μητέρα µου κι εγώ δεν πάψαμε ποτέ να πιστεύουμε επειδή ήταν η κινητήριος δύναμη στη ζωή µας, ήταν η ασπίδα που µας προστάτευε που έκανε όλα τα κακά να εξοστρακίζονται.»
Όσο διάβαζα το βιβλίο, είχα την αίσθηση πως ένα χαμόγελο ήταν μόνιμα ζωγραφισμένο πάνω μου. Παρά τις κακοτοπιές και τις όποιες δυσκολίες των ηρώων, ούτε μια στιγμή νομίζω δεν το έχασα. Και αυτό γιατί όλο το βιβλίο αποπνέει μια τρυφερότητα. Αυτήν την τρυφερότητα που οι ήρωες νιώθουν μεταξύ τους. Την τρυφερότητα μιας εποχής που πέρασε μεν, άφησε όμως γλυκές αναμνήσεις. Κάπου κάπου, το χαμόγελο γινόταν γέλιο. Γιατί ο συγγραφέας εκτός από καλός στις περιγραφές έχει και άριστη αίσθηση του χιούμορ.
Λέει κάπου: «Τι υπέροχα τρυφεροί και αστείοι είναι οι άνθρωποι που μας αγαπούν.» Λέω εγώ: Τι υπέροχο και τρυφερό είναι το βιβλίο σου Θάνο. Είναι για να το αγαπήσουμε… Όλοι!!! Και πολύ!!!
• Μάθετε περισσότερα για το μυθιστόρημα, διαβάσττε τις 20 πρώτες σελίδες του, αποκτήστε το εύκολα, εδώ:
http://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/xrysopsaro.html