
Μια τριλογία που θα ολοκληρωθεί με τα «Λιανοκέρια της μικρής Πατρίδας» και «τα Συναξάρια της μικρής Πατρίδας», ξεκινά ο Θοδωρής Παπαθεοδώρου με τις «Γυναίκες της μικρής Πατρίδας». Ανοίγοντας το βιβλίο, με λίγα λόγια από καρδιάς, ο συγγραφέας εξηγεί πως από παιδί άκουγε στον γενέθλιο τόπο του (Δίκαια Έβρου) ιστορίες πλεγμένες με υφάδι δύσκολο, μήτε φεγγερές μήτε ευκολοχώνευτες, για τα πρώτα χρόνια του προηγούμενου αιώνα και τον Μακεδονικό Αγώνα για την αλύτρωτη τότε βόρεια Πατρίδα. Πραγματικές ιστορίες που τον στοίχειωσαν και θέλησε να τις αποδώσει μυθιστορηματικά. Γιατί, όπως ο ίδιος δηλώνει, αγαπά την πατρίδα του και νιώθει περηφάνια και σεβασμό για την λαμπρή Ιστορία της.
Από το προοίμιο ακόμα, δύο γέννες την ίδια χρονιά (1883), μία στην Αθήνα και μία στην Φιλιππούπολη, προοικονομούν αίμα, πόνο, θάνατο κι αβάσταχτη μοναξιά, σε μία περίοδο στιγματισμένη από μαχαίρι και πλιάτσικο, δολοφονίες, ξυλοδαρμούς και διαπομπεύσεις ενός όχλου σε αναβρασμό.
Η Αρετή, γεννιέται στην Αθήνα κάτω από ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες και εγκαταλείπεται από την μητέρα της στο Βρεφοκομείο. Κόντρα σε κάθε πρόβλεψη επιζεί, το σθένος της, η λαχτάρα για ζωή και το πείσμα της διαφαίνονται από την πρώτη στιγμή. Αλλά και η τύχη της, αφού υιοθετείται από οικογένεια εύπορη, μεγαλώνει χωρίς τίποτα να της λείψει και παίρνει το δίπλωμα της δασκάλας. Πλατωνικά ερωτευμένη με τον εξάδελφό της Ίωνα Δραγούμη, ακολουθεί τις προτροπές του, εμφορούμενη από τα δικά του εθνικά ιδανικά και ανεβαίνει στην αλύτρωτη Μακεδονία για να διδάξει.
Η Φωτεινή, μεγαλώνει στη Φιλιππούπολη ορφανή από μάνα, με τον γιατρό πατέρα της και τον μικρό της αδελφό. Σπλαχνική καρδιά, γεμάτη φιλότιμο, μαθαίνει με ζήλο φάρμακα και γιατροσόφια, μειλίχια εξωτερικά, ιδιαίτερα επίμονη εσωτερικά. Διωγμένη από τις βουλγαρικές βλέψεις, εγκαταλείπει το σπίτι της ένα βράδυ μακελειού και φωτιάς. Η δική της οδύσσεια του ξεριζωμού, η γεμάτη κραυγές, κορμιά που σφαδάζουν και τρόμο απερίγραπτο, καταλήγει στην Θεσσαλονίκη. Παρά τις συμφορές που συσσωρεύονται στους ώμους της, καταφέρνει να σπουδάσει νοσοκόμα κι έτσι να γιατροπορέψει όχι μόνο τη δική της ζωή αλλά και πολλών άλλων ακόμα.
Με τον δικό της τρόπο η κάθε μία, αγωνίζονται « για το δικαίωμα όλου του λαού στη μόρφωση, για το δικαίωμα των γυναικών στην εργασία, για την λύτρωση των σκλαβωμένων αδελφών, για την αφύπνιση των νυσταλέων υπηκόων του μικρού Βασιλείου και για την κινητοποίηση των απονεκρωμένων και φοβισμένων έως τρόμου πολιτικών».
Μια εν τω βάθει ψυχογραφία, με υπέροχη αποτύπωση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, ιστορικές λεπτομέρειες διατυπωμένες με προσοχή και σεβασμό, αλλά και διαχρονικές ερωτήσεις που τίθενται στους αναγνώστες: «άραγε έτσι γίνεται με όλες τις μητέρες; βλέπουν στις κόρες τους ένα αντικαθρέφτισμα του δικού τους εαυτού και κρίνουν σύμφωνα μ’ αυτό;»
Εικόνες που συγκλονίζουν, όπως αυτή του Βρεφοκομείου, μένουν χαραγμένες στο μυαλό ακόμα κι όταν η ανάγνωση έχει ολοκληρωθεί. Γραφή ρεαλιστική, μεστή και διεισδυτική, λυρική όπου χρειάζεται αλλά και ιδιαίτερα σκληρή σε κάποια σημεία, πάντα απλή ωστόσο παρά το πλήθος των καλολογικών στοιχείων.
« Βρεφοκομείο: Ένας αρύς χυλός σε τσίγκινο πιάτο. Γκρίζα τριμμένα φουστανάκια. Γρατσουνισμένα αγριωπά πόδια. Πρόσωπα σφιγμένα και βρόμικα. Μάτια ορθάνοιχτα, το συχνότερο κοκκινισμένα από το κλάμα, από την πείνα ή το κρύο. Βέργες, φωνές και τρεχαλητά κάθε μέρα, παγωμένο νερό τα Σάββατα στο λουτρό, λίγα λειψά χαμόγελα στην τραπεζαρία της Κυριακής, μόλις για να δίνουν μια τόση δα σπρωξιά στην ανηφόρα που άρχιζε ξανά και ξανά κάθε Δευτέρα».
Με εξαιρετική χρήση της γλώσσας και γραφή γρήγορη χωρίς άσκοπες φλυαρίες, ο συγγραφέας μάς οδηγεί σ’ ένα μυθοπλασμένο ταξίδι στην Ιστορία, με απόλυτο σεβασμό στον αναγνώστη. Σελίδες που σοκάρουν, συγκινούν, εκπλήσσουν, φράσεις και σκέψεις που γεννούν απορίες και προσφέρουν αφειδώλευτη ιστορική γνώση, μέσα από τα λόγια εξαιρετικά αληθοφανών χαρακτήρων. Ο ρόλος του Δραγούμη και της «Μακεδονικής Άμυνας» που ο ίδιος ίδρυσε, αποτυπώνεται με γλαφυρότητα σ’ αυτό το πολυπρόσωπο ιστορικό μυθιστόρημα, που διαβάζεται αβίαστα παρά τον μεγάλο του όγκο των εξακοσίων σελίδων.
«Πλην του Δεσποτάτου και των προκρίτων στις ελληνικές κοινότητες της Μακεδονίας, ο Δραγούμης πάλεψε να ξεσηκώσει κι άλλους, μακρύτερα, το ίδιο σημαντικούς με τους γηγενείς. Άρχισε να στέλνει εκατοντάδες επιστολές στην Ελλάδα και το εξωτερικό, προσπαθώντας να κάνει γνωστό το πρόβλημα και να ευαισθητοποιήσει υψίστης σημασίας ανθρώπους. Αρθρογραφούσε φλογερά στις εφημερίδες, προσπαθούσε να συνεγείρει τις συνειδήσεις του απλού κόσμου, αλλά κυρίως τα σφραγισμένα πορτοφόλια των χρυσοκάνθαρων της Αθήνας και την ελαστική ηθική των κομματαρχών. Πάλευε με νύχια και με δόντια να ξυπνήσει το κοιμισμένο ελληνικό κράτος που πνιγμένο στη διαφθορά και το ρουσφέτι, αγνοούσε εγκληματικά τον κίνδυνο που αντιμετώπιζε η αλύτρωτη βόρεια Πατρίδα».
Δραματικός ενεστώτας, παρουσιάζει ζωηρά τα γεγονότα, προσήμανση που προετοιμάζει τον αναγνώστη για όσα θα ακολουθήσουν, γραμμική αφήγηση που διηγείται τα γεγονότα με τη σειρά, εναλλαγή επιβράδυνσης και επιτάχυνσης, αναβολή. Όλα να αποδεικνύουν πως ο συγγραφέας χειρίζεται με δεξιοτεχνία τις αφηγηματικές τεχνικές «in media res». Μια ιστορία είναι αυτό το λογοτεχνικό ταξίδι, για τις αφανείς Ελληνίδες που πρόσφεραν στον Μακεδονικό αγώνα, για τις γυναίκες που δεν λύγισαν μπροστά στο φόβο και εξακολούθησαν με πείσμα να αναλαμβάνουν επικίνδυνες αποστολές, να μορφώνουν, να γιατρεύουν, να θυσιάζουν την προσωπική ευτυχία για το καλό της Πατρίδας.
«Γυναίκες σαν την Αρετή. Σαν την Φωτεινή. Που θέριεψαν τις ψυχές τους κι έκλαψαν συνάμα. Για τους φίλους που έπεσαν, τα μαρτύρια που άντεξαν, τα μυστικά που βάσταξαν. Για το λατρεμένο παιδί που έχασε η μία, για τον άντρα που αγάπησε παράφορα και σκότωσε με τα ίδια της τα χέρια η άλλη».Για τις αδάμαστες γυναίκες της μικρής Πατρίδας μας, τις δημιουργημένες από την φαντασία του συγγραφέα, τόσο μα τόσο αληθινές ωστόσο.
Δεν χωρά καμία αμφιβολία, ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί.