
Οι καμπάνες των εκκλησιών της Πόλης χτυπούν ακατάπαυστα. Οι πολίτες φωνάζουν δυνατά και τρέχουν σαν δαιμονισμένοι προς τα τείχη. Όλοι οι πολιορκημένοι μαζεύονται με απίστευτη ταχύτητα και επιδεξιότητα στα ψηλώματα: τείχη, σκεπές, καμπαναριά, τρούλοι εκκλησιών, όλα γεμίζουν με ανθρώπους που θέλουν να δουν τι συμβαίνει. Το τούρκικο στρατόπεδο κοιμάται, κανείς δεν κινείται· το θαύμα έρχεται από τη θάλασσα.
Τέσσερις μεγάλες γαλέρες πλέουν με ταχύτητα προς τον Κεράτιο κόλπο, με σκοπό να περάσουν μέσα στο ασφαλισμένο λιμάνι. Ο άνεμος, ένας ισχυρός νοτιάς, φυσά ευνοϊκός για τις γαλέρες που έχουν καταφέρει να πλησιάσουν αρκετά. Τόσο, ώστε οι πολιορκημένοι διακρίνουν ότι πρόκειται για γενουάτικα πλοία και ξεσπούν σε χαρούμενες κραυγές, προσευχές και ευχολόγια για την απρόσμενη βοήθεια που λαμβάνουν.
Τρεις από τις γαλέρες κατάφεραν να ξεκινήσουν από τη Χίο μόλις πριν πέντε μέρες, αφού περίμεναν με αγωνία να κοπάσει ο τρελός αέρας που δεν τους επέτρεπε να αποπλεύσουν. Με τη βοήθεια του Ποντεστά Γκαλεάτσο Λόγγο, αδελφού του Τζιοβάννι, επανδρώθηκαν με πεπειραμένους στρατιώτες και συγχρόνως γέμισαν τα αμπάρια με σιτάρι, λάδι και κρασί για τους αποκλεισμένους κατοίκους της Πόλης. Κυβερνήτες είναι ο Μαουρίτσιο Κατάνεο, ο Ντομίνικο Ντιμπρέο και ο Μπαπτίστε Φελιτσιάνο. Δίπλα στον Κατάνεο, στέκεται καμαρωτός ο Πιέρο Λόγγο Τζιουστινιάνι.
Ο Πιέρο έσπευσε αμέσως όταν ζητήθηκαν άνδρες και ανέφερε στον Κατάνεο τη μικρή του εμπειρία στην πολιορκία της Χίου από τους Βενετούς. Ταυτόχρονα, έδωσε ένα μικρό κιβώτιο γεμάτο βενετικά χρυσά νομίσματα, τα οποία είχε φέρει ο Μαθιός από τη Γένουα για τον αγώνα. Τα μάτια του άστραφταν όταν διαβεβαίωνε τον Κατάνεο ότι θα έκανε ό,τι του έλεγε, θα έστεκε πάντα δίπλα και πίσω του, θα γινόταν η πειθήνια σκιά του.
Ένα βογγητό ξέφυγε από τα σπλάχνα της Οργετούς. Ο αριθμός των αγαπημένων της προσώπων που βρίσκονταν σε κίνδυνο όσο πήγαινε και μεγάλωνε.
Στον δρόμο για την Πόλη οι τρεις γαλέρες συνάντησαν άλλη μία, γεμάτη κι εκείνη με σιτάρι. Κυβερνήτης της είναι ο Φλαντανελά, ένας έμπειρος ναυτικός και μεγάλος πατριώτης. Διακινδύνευε τη ζωή του για να μεταφέρει σιτάρι στην Πόλη που μαστιζόταν από πείνα, αποκλεισμένη όπως ήταν. Ένωσαν τις δυνάμεις τους και συνέχισαν τον δρόμο τους με ούριο άνεμο.
Σαν πουλιά διέσχιζαν τα νερά τα μεγάλα πλοία. Η νύχτα έπεσε, αλλά αυτά συνέχισαν να τρέχουν, πάντα με τον άνεμο βοηθό. Το πρωί της Παρασκευής βρέθηκαν πολύ κοντά στην Κωνσταντινούπολη.
Οι Τούρκοι δεν έδωσαν αμέσως σημασία. Κίνησαν μόνο μερικά πλοία για να σταματήσουν τα τέσσερα γενουάτικα, εικάζοντας ότι μετέφεραν τρόφιμα.
Ένα υπόκωφο βουητό ακούστηκε. Το πλήθος, λειτουργώντας σαν ένας και μόνος άνθρωπος, πήρε για μια στιγμή τα μάτια του από τα πλοία και τα έστρεψε προς τη δύση, από εκεί που ερχόταν το βουητό. Είδαν το δεξιό σκέλος των υπερασπιστών της Πόλης να τρέχει προς την παραλία. Την ίδια στιγμή το τούρκικο στρατόπεδο αναδεύτηκε. Τα πολύχρωμα σαρίκια γέμισαν τον τόπο, κινούμενα κι εκείνα με ταχύτητα προς την παραλία.
«Ο Μωάμεθ! Ο Μωάμεθ!» στρίγγλισε μια τρελαμένη φωνή, με το χέρι προτεταμένο στην κατεύθυνση όπου βρισκόταν ο Τούρκος σουλτάνος.
Όλα τα κεφάλια άφησαν αδιάφορα τα πλήθη να τρέχουν και γύρισαν να δουν τον νεαρό σκληρό σουλτάνο· κάλπαζε σαν τρελός πάνω στο κατάλευκο άλογό του προς τον τούρκικο ναύσταθμο, ακολουθούμενος από πολλούς ιππείς.
Χιλιάδες στόματα άνοιξαν κατάπληκτα, βλέποντας τον Μωάμεθ να ορμά έφιππος στη θάλασσα με περίσσια οργή και να πλησιάζει τα κοντινότερα τούρκικα πλοία. Η δυνατή, στριγγή φωνή του αντιλάλησε λούζοντας με βρισιές και αναθέματα τον ναύαρχό του Μπαλτόγλου Σουλεϊμάν Μπέη. Τον πρόσταζε να κινηθεί με άλλον τρόπο και γρήγορα. Εκείνος υπάκουσε τρέμοντας και άρχισε να εκστομίζει διαταγές.
Οι Έλληνες κρατούν την ανάσα τους. Τριακόσια σαράντα τούρκικα πλοία κινούνται εναντίον τεσσάρων γαλερών. Είναι μικρά και ευκίνητα, οι άνδρες τους κωπηλατούν μανιασμένα. Οι πρώτες κανονιές πέφτουν. Οι Γενουάτες απαντούν και τα πρώτα συντρίμμια των τουρκικών πλοίων επιπλέουν στα ταραγμένα νερά, προάγγελοι μιας ανείπωτης, αλλά αόρατης στα μάτια τους, καταστροφής. Οι γαλέρες συντρίβουν όσα βρίσκονται μπροστά τους και, έχοντας πάντα τον άνεμο ουραγό, πλέουν ολοταχώς προς τον Κεράτιο κόλπο. Τα μάτια όλων, εχθρών και φίλων, είναι καρφωμένα πάνω τους.
Και, ξαφνικά, οι καρδιές και οι ανάσες των πολιορκημένων σταματούν. Βαθιά, οδυνηρή σιωπή επικρατεί στις επάλξεις. Τα πανιά των γαλερών ξεφουσκώνουν και πέφτουν, όμοια με χαλασμένα παιχνίδια. Ο άνεμος αποφάσισε εκείνη ακριβώς τη στιγμή να σταματήσει να φυσά, να πάψει να βοηθά. Η αγωνία θεριεύει, μετατρέπεται σε εφιάλτη. Οι γαλέρες απέχουν μόλις λίγες δεκάδες μέτρα από το λιμάνι, αλλά είναι ακίνητες, απολιθωμένες σαν από το ραβδί ενός κακού μάγου.
Ο μόνος θόρυβος που εξακολουθεί να ακούγεται είναι ο ήχος των κανονιών και οι πονεμένες κραυγές των τραυματισμένων, αλλά οι πολιορκημένοι δεν έχουν αυτιά για τέτοιους ήχους. Η ψυχή τους, ένα κουβάρι, ψυχορραγεί ικετεύοντας τον άνεμο να επιστρέψει, να φουσκώσει ξανά τα πανιά, να τους επιτρέψει να ζήσουν.
Οι Τούρκοι κυκλώνουν με εξαιρετική ευκολία τα τέσσερα μεγάλα πλοία. Τα βέλη τους εκτοξεύονται στα καταστρώματά τους από όλες τις πλευρές, κατά εκατοντάδες. Όλοι πολεμούν με πρωτόγνωρη λύσσα και πείσμα. Ο Μπαλτόγλου καρφώνει με τη σιδερένια μύτη της πλώρης του το πλευρό της μεγαλύτερης γαλέρας. Της γαλέρας που πάνω της βρίσκονται ο Κατάνεο και ο Πιέρο. Οι Τούρκοι ορμούν με αλαλαγμούς κρατώντας τσεκούρια, σπαθιά και ακόντια και προσπαθούν να ανεβούν στο κατάστρωμα της γαλέρας. Το ίδιο επιδιώκουν να κάνουν και στις υπόλοιπες. Όμως, το θάρρος και η πολεμική ανωτερότητα των Γενουατών τούς αποδεκατίζει· τα πτώματά τους γεμίζουν τη θάλασσα.
«Απάνω τους, λεβέντες μου!» ακούγεται η δυνατή φωνή του Φλαντανελά, όμοια με πυρωμένο σίδερο.
«Σκοτώστε τους άπιστους!» ουρλιάζει ο Κατάνεο, κραδαίνοντας το σπαθί του.
Οι τέσσερις κυβερνήτες πολεμούν σαν λιοντάρια στην πρώτη γραμμή, εμψυχώνοντας τους σιδερόφρακτους πολεμιστές τους. Ο Πιέρο δίνει μεγάλη μάχη, αφήνοντας να φανούν τα κρυμμένα στρατιωτικά προσόντα του. Ένας Τούρκος τον τραυματίζει στο πόδι, αλλά ο Πιέρο τον αποκεφαλίζει και σπρώχνει με το πληγωμένο πόδι το ακέφαλο κορμί στο νερό. Αδιαφορώντας πλήρως για το τραύμα και το αίμα που τρέχει, συνεχίζει να μάχεται κοντά στον Κατάνεο.
Τα τουρκικά πλοιάρια, στο μεταξύ, προσπαθώντας να πλησιάσουν τα τέσσερα γενουάτικα, συγκρούονται μεταξύ τους, συντρίβονται από μόνα τους. Τα κανόνια των Γενουατών κάνουν την υπόλοιπη δουλειά, ενώ ρίχνουν και βέλη με υγρό πυρ. Δε χρειάζεται να ρίξουν πολλά. Οι θεόρατες φλόγες πηδούν και επεκτείνουν τη φωτιά στα διπλανά πλοία κι από εκείνα στα επόμενα.
Ο τεράστιος τούρκικος στόλος καίγεται, καταστρέφεται από τέσσερα πλοία· οι στρατιώτες τους πεθαίνουν με ανείπωτες κραυγές οδύνης, ενώ όσοι πηδούν στη θάλασσα λογχίζονται ή πνίγονται. Τα γαλάζια νερά βάφονται κόκκινα, η φωτιά πριν σβήσει μεταδίδει τη θερμότητά της, μετατρέποντάς τα σε διπλή, θανάσιμη παγίδα. Κανείς δε θα γλυτώσει.
Ο Μωάμεθ, πάντα καβάλα στο άλογο και μέσα στο νερό, αφρίζει και βρίζει έξαλος τον Μπαλτόγλου, μαζί με τους πασάδες που στέκουν θορυβημένοι δίπλα του. Οι γενίτσαροι, λίγο πιο πέρα τα βάζουν με τους Τούρκους ναύτες. Τους αποκαλούν άδικα γυναικωτούς, ανίκανους και δειλούς, παρά το γεγονός ότι έχουν υπερβεί τους εαυτούς τους.
Πάνω στα τείχη, οι μισοί Έλληνες μένουν με τα μάτια καρφωμένα και δακρυσμένα στη ναυμαχία και οι άλλοι μισοί έχουν πέσει στα γόνατα και προσεύχονται. Ο Μαθιός με τον Τζιοβάννι παρακολουθούν τη ναυμαχία σφίγγοντας τις γροθιές τους· νιώθουν σαν να βρίσκονται σε κάποιο από τα τέσσερα γενουάτικα πλοία, σαν να πολεμούν μαζί τους. Ακίνητοι, όπως στέκονται, μοιάζουν με αγάλματα ριζωμένα στη γη· μόνο τα μάτια τους προδίδουν ότι πρόκειται για ζωντανούς, πηγαίνοντας πυρετικά κι εναλλάξ στις τέσσερις γαλέρες, στα πλοία που αντιπροσωπεύουν τη ζωή και τον θάνατο.
Μια δυνατή κραυγή χαράς και ανακούφισης φεύγει την ίδια στιγμή από χιλιάδες στόματα, καθώς τα πρόσωπα όλων ραπίζονται από φρέσκο, δυνατό νοτιά. Τα πανιά των γενουάτικων γαλερών ξαναφουσκώνουν. Ο άνεμος αποφάσισε να επέμβει λυτρωτικά, να υποκλιθεί με θαυμασμό στον αγώνα των ελάχιστων. Τα πλοία κινούνται πολύ γρήγορα, συντρίβοντας όποιο τούρκικο πλοίο βρίσκεται μπροστά τους.
Εκείνη τη στιγμή, δυο γαλέρες μέσα από το λιμάνι, με κυβερνήτες τους Βενετούς Γκάμπριελ Τριβιζάνο και Ζαχαρία Γκριόνι, κινούνται γρήγορα προς την είσοδο και ανοίγουν βιαστικά τη βαριά αλυσίδα που φράζει το στόμιο του Κεράτιου Κόλπου. Κάτω από θριαμβευτικούς ήχους σαλπίγγων, τυμπάνων και ζωηρών ζητωκραυγών βοηθούν τα τέσσερα ηρωικά πλοία να εισέλθουν με ασφάλεια.
Τα τείχη σείονται από κραυγές χαράς, σκεπάζουν τα οργισμένα ουρλιαχτά του Μωάμεθ. Δώδεκα χιλιάδες Τούρκοι χάθηκαν. Ισάριθμα φίδια έριχναν το δηλητήριό τους στο αίμα του Μωάμεθ, καθώς τα απομεινάρια του καταστραμμένου στόλου του κατέληγαν στα πόδια του αλόγου του, χτυπώντας τα. Μαστίγωσε αλύπητα το δύστυχο ζώο κι έφυγε καλπάζοντας για τη σκηνή του, ενώ αφροί οργής ανάμικτοι με τρέλας έβγαιναν από το στόμα του· δάγκωνε και μάτωνε τα χέρια του, ίδια κι απαράλλαχτα με λυσσασμένο σκυλί.
• Μάθετε περισσότερα για το βιβλίο, διαβάστε τις 20 πρώτες σελίδες του, αποκτήστε το εύκολα, εδώ:
http://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/sivylla.html