Διαβάζουμε ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα της Τζίνας Ψάρρη με τίτλο «Οι κόρες της ανάσκης» (Άνεμος εκδοτική)

Άνεμος Magazine 15/07/2019 0

Το να μεγαλώνεις κρύβει κι ένα αίσθημα ψυχρό: χάνεται η τυφλή εμπιστοσύνη στους μεγαλύτερους, κανείς δεν συγχωρεί πια λάθη απερίσκεπτα. Σπάνια ανεμελιά, πολύτιμη, που δεν την εκτιμήσαμε όπως της έπρεπε. Δεν είναι ότι αποζητούσα τα παιδικά μου χρόνια. Είναι που νοσταλγούσα λίγες απλοϊκές στιγμούλες. Ενηλικίωση σημαίνει ν’ αποδέχεσαι τα εμπόδια που εμφανίζονται και να παλεύεις να τα υπερπηδήσεις. Σωστές σκέψεις, λάθος αποτέλεσμα. Όσες εικόνες του χόρευαν μπρος στα μάτια μου ήταν διηθημένες απ’ το απροσποίητο, βαθιά τρυφερό χαμόγελό του. Απανωτά γεγονότα ρουφάνε την ενέργεια της κάθε μέρας που κυλά βασανιστικά αργά. Στην εβδομηκοστή δεύτερη ώρα σιωπής έπαψα να μετρώ. Κατέγραφα απλώς τις στιγμές, ασήμαντες μα και τόσο σημαντικές ταυτόχρονα. Και ο ύπνος, ήρεμος και βαθύς, να τις σβήνει όλες μεμιάς. Η αντοχή που αποζητούσα, ωστόσο, δεν ερχόταν. Γιατί είναι φορές που η εξάντληση της καρδιάς σε αφήνει γυμνό μπροστά σε σκέψεις που θες ν’ αποφύγεις, ολομόναχο σ’ εγκαταλείπει μπροστά σ’ εκείνο το βλέμμα το αγαπημένο που εξαφανίστηκε. Ευάλωτος γίνεσαι σε εικόνες που ξεπετάγονται χωρίς να τις επιλέξεις, ανίκανος να τις αποφύγεις. Εκείνο το τρομακτικό δευτερόλεπτο. Ώσπου ν’ ανοιγοκλείσεις τα μάτια και η πρόθεση να έχει ήδη γίνει πράξη. Το μυαλό μου ξεστράτιζε. Η μόνη επιθυμία που μπορούσα να νιώσω ήταν να βρω το σημείο εκείνο του εγκεφάλου που δίνει τις διαταγές και να το σκοτώσω. Ξαφνικά ο κόσμος γύρω μου μου φάνηκε ιδιαίτερα περίπλοκος: αν οι εντολές που δίνονται στο μυαλό όλων παλεύουν για μια ισότιμη θέση, πώς να συνεννοηθείς; Αν ο καθένας διεκδικεί το δίκιο της δικής του επιθυμίας το ίδιο παράφορα με όλους, πώς να συνταιριάξεις; Το αίσθημα τάξης που με κόπο είχα επιβάλει στη ζωή μου μόλις είχε διασαλευτεί επικίνδυνα. Το ήξερα: η αλληλουχία των σκέψεών μου ήταν παράλογη. Και εντελώς άτοπη. Παρακαλούσα τη λογική μου να επιστρέψει απ’ όπου είχε πάει και να με στηρίξει. Σαν από προνομιούχα θέση, μου έκλεινε το μάτι κοροϊδευτικά. Οι τελετουργίες και οι συμβάσεις των ενηλίκων μού έγιναν ολότελα απεχθείς. Παραμυθένια κάστρα και ιππότες δυστυχώς δεν υπήρχαν στη δική μου ζωή. Δράκους ανακάλυπτα ολοένα, σε όποια παραδοξότητα εμφανίζονταν, σε όποια εξουσία τού ενός επάνω στον άλλον ανακάλυπτα συνεχώς. Και μια μόνο δυνατότητα: να πάνε όλα εντελώς στραβά. Το ήξερα, για όσα δεν μπορείς να πεις δεν φταίνε οι λέξεις που δεν έρχονται. Εκείνες τις στιγμές που η ανημπόρια φαντάζει σαν επίμονη βροχή, σου ποτίζει τα κόκκαλα, διαλύει αρθρώσεις και κύτταρα, το μυαλό νοτίζει, νοτίζει ώσπου νεκρώνει.
Έμεινα ασάλευτη για ώρες μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο. Από ένα ραδιόφωνο ακουγόταν παλιό ιλαρό τραγουδάκι: «να το πάρεις το κορίτσι, να το πάρεις, μην το παιδεύεις». Κάποιος είχε βαλθεί να μου τρυπήσει τον εγκέφαλο. Το ότι έψαχνα παντού συνωμοσίες με σόκαρε μόνο για ελάχιστα δευτερόλεπτα. Αποφάσισα: θα τον κατέθετα στην τράπεζα των αναμνήσεων και θα έκανα τις αναλήψεις μου όσο συχνά ήθελα. Χιλιάκριβος τόκος συνδιαλλαγής τα χαμόγελα. Όσα μου χάρισε τις στιγμές που δεν τον κοιτούσα. Αυτά δεν ξεθωριάζουν απ’ τη χρήση. Καμιά φορά η κούραση σε γεμίζει ψεύτικη χαρά. Και προσδοκία. Τα αποζητούσα μα δεν γινόταν να τα έχω. Πόσο με περιόριζε ετούτη η σκοτεινή στιγμή! Οι σκέψεις μου χόρευαν στον ρυθμό της απελπισίας μου: μου χρειάζονταν λεπτομέρειες που δεν είχα, που είχα και τις έχασα. Και χωρίς αυτές σωστή εικόνα δεν στήνεται.
Σάββατο απόγευμα ήταν όταν μου χτύπησε την πόρτα απροειδοποίητα, μια ολόκληρη εβδομάδα μετά. Μόλις είχα πάρει απόφαση ότι το ασυγχώρητο λάθος μου μας είχε χωρίσει για πάντα, οπότε το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να τον κοιτάζω αμίλητη, μην ξυπνήσω το όνειρο και χαθεί.
«Μ’ αρέσει να εξερευνώ τις σκιές μου, μωρό μου, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να περπατήσω σε πολύ σκοτεινά μονοπάτια» είπε μόνο, μα τον κατάλαβα, όλο αυτό ήταν και για εκείνον πρωτόγνωρο.
Πάθος το ονόμασα εγώ. Μια σκοτεινή πλευρά, ανεξέλεγκτη μα κι ελκυστική: εξαφανίζομαι ώσπου να ξαναβρώ τις χαμένες ισορροπίες μου. Παρ’ όλα αυτά, η αφοσίωσή του σ’ εμένα ήταν αδιαπραγμάτευτη. Ήμουν σίγουρη για την αγάπη του κι ας φοβόμουν πως την έχασα οριστικά. Ήταν ο μόνος άνθρωπος που ξεχώριζε και το καλό και το κακό μέσα μου και τ’ αποδεχόταν εξίσου, με την ίδια τρυφερότητα. Μπορούσα να του μιλάω με ειλικρίνεια σπάνια για μένα και ήμουν βέβαιη ότι άκουγε τα πάντα. Το σώμα του έμενε ακίνητο και με κοιτούσε ίσια στα μάτια, πράγμα που συνήθως δεν κάνουν οι άνθρωποι όταν πρόκειται για μια απλή καθημερινή συζήτηση. Έτσι έκανε και τότε. Ασάλευτος και αδημονώντας, περίμενε από εμένα μια κίνηση που δεν έκανα. Χαμογέλασα μόνο και άνοιξα τα χέρια μου διάπλατα. Δεν χρειάστηκε να ειπωθεί τίποτα περισσότερο. Αγκαλιαστήκαμε με λαχτάρα. Η έξαψη επιχείρησε να λιώσει εκείνο το σημείο μέσα μου που μέχρι πριν λίγες στιγμές απειλούνταν από μια ατσάλινη μέγκενη. Πρόθυμα λύγισαν τα γόνατα όταν με τράβηξε προς το χαλί. Έρωτας κάπως άγριος, πάθος άσβεστο, αλαφιασμένο. Κορμιά που ριγούσαν απ’ την οδύνη του αποχωρισμού τους, κορμιά που έλιωναν βουβά την ώρα που μία μία οι παλιές σκέψεις χόρευαν εκείνο το γνωστό ταγκό, αποχαιρετώντας τη θλίψη που είχε προλάβει κιόλας να καλοβολευτεί στο στέρνο. Μείναμε ώρα πολλή έτσι, ξαπλωμένοι στο πάτωμα, εξουθενωμένοι, αμίλητοι, τόσο μα τόσο γεμάτοι. Φιληθήκαμε ξανά και ξανά, τα πρόσωπά μας ενωμένα, χαμένα σε ωκεανούς αγάπης, σμίξαμε τα χέρια σφιχτά, ποτέ ξανά να μην χωρίσουν. Χαρούμενα κροτάλιζαν οι κλειδωνιές, η μια μετά την άλλη λευτέρωναν εκείνες τις αισθήσεις που έμειναν αμπαρωμένες από τον τρόμο του χωρισμού. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα ευγνωμοσύνης. Ήπια αχόρταγα από την απεραντοσύνη του έρωτα που καθρεφτιζόταν στις θάλασσες των ματιών του και ξεδίψασα. Μόλις είχα επιστρέψει στο σπίτι μετά από ένα μακρύ και δύσκολο ταξίδι. Χαλάρωση και απρόσμενη γαλήνη καλοδεχούμενη.

• Mάθετε περισσότερα για το βιβλίο, διαβάστε τις 20 πρώτες σελίδες του, αποκτήστε το εύκολα, εδώ:
http://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/kores.html

Leave A Response »

Αποδείξτε ότι είστε άνθρωπος και όχι bot *