
Προχτές, μες στη παλαβομάρα των ημερών, πήγα να πιω έναν καφέ εκεί στην Αθηνάς, φορτωμένη με τις απαραίτητες γιορτινές σακούλες. Προηγουμένως είχα ενισχύσει τις δυνάμεις μου με μερικά κολλαριστά πενηντάρικα απ’ το απέναντι ΑΤΜ. Όπως κάθε φορά, ασυναίσθητα είχα φέρει τα κολλαριστά πενηντάρικα στη μύτη και τα είχα μυρίσει. Μια κίνηση αυτόματη που την κάνω, -είπαμε ασυναίσθητα-, πάντοτε!! Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου!!
Καθώς χαλάρωνα πίνοντας τον καλοσερβιρισμένο μου καπουτσίνο, το μάτι μου έπεσε στην ταμπέλα που πόζαρε σ’ ένα απέναντι μαγαζί, λίγο λοξά από κει που καθόμουν.
«Τα Τυχερά» έγραφε.
Στην αρχή, το κοιτούσα αφηρημένη με τη σκέψη μου αλλού. Επειδή όμως το μάτι μου δεν έλεγε να ξεκολλήσει, συνήλθα απότομα. Τα τυχερά!! Τα τυχερά!! Δε μού’ λεγε τίποτα. Ώσπου, για φαντάσου! Είναι δυνατόν; Κι όμως! Τέτοιες μέρες, ακριβώς!
Έκλεισα τα μάτια. Οι εικόνες, με την πανίσχυρη εκδικητικότητα εκείνων που έχουμε ξεχάσει, με κατέκλυσαν σαν απρόβλεπτο τσουνάμι…
Σχεδόν μεσάνυχτα! Ολόκληρη η οικογένεια, ολοζώντανη, γύρω απ’ το κρεβάτι, νυσταγμένη, ζαλισμένη απ’ τη μαγεία των ημερών περιμένει την άφιξη του πατέρα. Στην κουζίνα αχνίζουν τα φαγητά, αλλά κανείς δεν νοιάζεται για το στομάχι του τέτοιες στιγμές. Άλλες είναι οι αγωνίες. Σιωπή ιερή κι απρόσμενη ηρεμία
Ώσπου, το κλειδί της εξώπορτας ακούγεται να γυρίζει. Κανείς δε σηκώνεται να υποδεχτεί τον ταλαίπωρο. Κι ο ταλαίπωρος δεν παραπονιέται ποτέ γι’ αυτό. Άλλωστε, ξέρει, επακριβώς, το δρομολόγιό του: κατευθείαν στην κρεβατοκάμαρα. Με μια κίνηση, γνωστή κι αναμενόμενη απ’ όλους μας, αδειάζει το περιεχόμενο της μεγάλης δερμάτινης τσάντας πάνω στο μεγάλο κρεβάτι!!
Πόσο θα’ θελα, με τα μάτια τα τωρινά, να έβλεπα το βλέμμα μας εκείνης της στιγμής, όταν αντικρίζαμε, κάθε τέτοιες μέρες, τόσο χρήμα!! Να έβλεπα το δέος, την ξαφνική απληστία, τα αδηφάγα μάτια, τη λαχτάρα των παιδιών που, έστω και μια φορά το χρόνο, απολάμβαναν το θέαμα ενός πλουτισμού πρόσκαιρου!! Που αντίκριζαν χαρτονομίσματα κάθε αξίας, μέσα στο φτωχό σπιτικό τους! Που δεν θα προλάβαιναν, βέβαια, να το συνειδητοποιήσουν, γιατί το χρήμα θα χανόταν μέσα στις διάφορες υποχρεώσεις του σπιτιού! Και που την επαύριο δεν θα ήταν σίγουρα αν το υπερθέαμα της προηγουμένης βραδιάς ήταν πραγματικό ή ένα ονειρεμένο όνειρο!!
Κι όταν απληστία αναζητεί διέξοδο, τότε η μόνη λύση που απομένει είναι απλή: άρπαζε, λοιπόν, ο καθένας μας μερικά από τα χαρτονομίσματα, τα περιεργαζόταν, μια από μπρος, μια από πίσω, και πάλι απ’ την αρχή, γι’ αρκετές φορές, ρωτώντας για την αξία τους,- λες και ήμαστε σε θέση να αξιολογήσουμε την αγοραστική τους δύναμη- κι όταν πια η φούρια έπαιρνε να μαραζώνει, τότε-η έσχατη κίνηση- τα κόλλαγε στη μύτη του κλείνοντας σφιχτά-σφιχτά τα μάτια. Για πολλή ώρα! Στόχος μας: η μυρωδιά τους να μείνει στη μύτη μας, αναλλοίωτη, για έναν ολόκληρο χρόνο! Να μας κρατάει, για έναν ολόκληρο χρόνο, μια παρήγορη συντροφιά! Γιατί, όσο μικρά κι αν ήμαστε, ξέραμε πολύ καλά πως παρόμοιες χαρές δεν μας ξαναπερίμεναν παρά την επόμενη χρονιά, παραμονές Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς! Τότε μόνο, που είχαμε το δικαίωμα να νιώθουμε κι εμείς «πλούσιοι»!
«Και τώρα, φαΐ και ύπνο», δήλωνε ο ταλαίπωρος πατέρας, που απ’ το πρωί κουβαλούσε την ταχυδρομική τσάντα στον ώμο κι έμπαινε στο μπάνιο.
Τότε, ανοίγαμε κι εμείς τα μάτια κι αφήναμε, με μισή καρδιά, τα μαγικά χαρτονομίσματα να απαγκιστρωθούν απ’ τα νυσταγμένα μας δάχτυλα και να ξαναβρούν την πολύχρωμη κοινωνία τους που μας προσκαλούσε προκλητικά.
Κι, ώσπου να γυρίσει ο πατέρας, όλοι εμείς, οι χρηματολάγνοι της οικογένειας, είχαμε κιόλας, ανυπεράσπιστοι, παραδοθεί σ’ έναν ευτυχισμένο ύπνο, πάνω στο μεγάλο κρεβάτι, αγκαλιά με τα «τυχερά» του πατέρα που ήταν απλωμένα ακατάστατα και όπως λάχει…!
Με δυσκολία άνοιξα τα μάτια που πονούσαν ακόμα απ’ τη γλυκιά βαναυσότητα των παιδικών αναμνήσεων. Η ταμπέλα του μαγαζιού απέναντι με κοιτούσε παράξενα. Έβγαλα απ’ το πορτοφόλι μου το πενηντάρι για να πληρώσω, αλλά αυτό πήγε κατευθείαν στη μύτη μου. Τι περίεργο, όμως! Τώρα δεν μου είπε τίποτα. Το κοίταξα χαμογελώντας.
«Ήταν καλός ο καφές σας;» ρώτησε το γκαρσόνι, καθώς μου έδινε τα ρέστα.
«Θαυμάσιος!», τον βεβαίωσα, ρίχνοντας μια ματιά ευγνωμοσύνης, απέναντι, στην ταμπέλα: «Τα τυχερά».
• Eπικοινωνήστε με τη συγγραφέα:
https://www.facebook.com/vaso.zafir?ref=br_rs
• Σχετικοί σύνδεσμοι:
http://www.anemosekdotiki.gr/syggrafeis/pezografia/vaso-zafeiropoulou.html
http://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/koritsia.html
http://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/stasi.html