Η Μάρθα της ανοχής | Γιάννης Φιλιππίδης | Άνεμος magazine

Άνεμος Magazine 10/07/2019 0

Η Μάρθα. Μπροστά από μια σιδερώστρα, στο φόντο τηλεόραση ανοιχτή· είχε ήχο αλλά δεν τον άκουγε· είχε βυθιστεί από ώρες στα δικά της. Τρίτη βράδυ, ακόμα κι οι νοικοκυρές χαλαρώνουν τέτοιες ώρες μα είχε σύζυγο στρατιωτικό και κείνος άσκηση νυχτερινή, και το κοφίνι ήταν γεμάτο ασιδέρωτα, θα τα πέταγε γρήγορα με το καινούργιο της ατμοσίδερο, αν είχε ρυθμό. Αλλά δεν είχε. Σε δυο μέρες θα ’χε γενέθλια. Κανείς πάλι δε θα το θυμόταν. Ίσως και καλύτερα. 44 πια· γεμάτα. Και πόσο γεμάτα.
Άναψε ένα τσιγάρο και ξανάτρεξε στον καθρέφτη του μπάνιου. Κάτω απ’ το αριστερό μάτι το χρώμα είχε σκουρύνει. Έβαλε λίγο ακόμα μέικαπ. Τα παιδιά –αγόρια, άντρες πια και τα δυο– θα επέστρεφαν· καλύτερα να τους φαινόταν βαμμένη. Παρά δαρμένη.
Είχαν μαλώσει πάλι πριν φύγει. Άγρια. Κατά τα γνωστά δικά τους. Επειδή δεν πλήρωσε όλα τα κοινόχρηστα και επιπλέον, είχε φορτωθεί με ψώνια, που τα ‘χε χρεώσει όλα στην πιστωτική.

Όρθια δίπλα του κι εκείνος έτρωγε ακόμα. Γύρισε το χέρι του και της έφερε δυο ηχηρά σκαμπίλια. Κάθισε μισολιγόθυμη σε μια καρέκλα. Εκείνος σηκώθηκε, την πλησίασε βρίζοντας, η Μάρθα με το ’να της χέρι προσπάθησε να προστατευθεί, της το άρπαξε απρόοπτα και τη χτύπησε πάλι. Αυτή τη φορά πέτυχε τα μάτια.
«Όχι στα μάτια» φώναξε εκείνη σπαραχτικά· μετά η φωνή της έπεσε, κόντεψε ψίθυρος «όχι στα μάτια» ξανάπε «φαίνεται…»
Τώρα επαναλάμβανε τη φράση, σιδερώνοντας μια στολή παραλλαγής.

«Πώς γίναμε έτσι;» αναρωτιόταν σχεδόν με φωνή, πάλι έπιανε κουβέντα με τη σιδερώστρα. Κι αυτό το ’κανε συχνά. Φίλες δεν είχε από χρόνια. Κόπηκαν όλες από τον αρραβώνα, μία μία, και πόσο τις αγαπούσε… Αλλά εκείνος τις απώθησε με τον τρόπο που όριζε τον χαρακτήρα του: ύπουλα.

Το πρώτο χαστούκι το ’χε φάει απ’ τον πατέρα, στα 14, ξεχάστηκε ένα βράδυ σε μια ντισκοτέκ, σε κάτι γενέθλια, πέραν από τις 12:30. Στις δώδεκα σβήνανε τα κεράκια, το κορίτσι κολλητή, πώς να ’φευγε; Ντρεπόταν για τον πατέρα της. Κι έμεινε. Από κείνη τη νύχτα το είδε κι η Μάρθα αλλιώς, ανάποδα. Κι όποτε ήθελε αργούσε. Όσο ήθελε. Είχε συνηθίσει στα χαστούκια.
Ο Γιώργος ήρθε στη ζωή της, απρόοπτα· κατά λάθος. Με μετάθεση, νέος στην πόλη τους, ανθυπολοχαγός συστήθηκε κι έψαχνε κάτι δρόμους, τύχαινε να ’ναι στο διάβα της, «αν με ακολουθήσεις δε θα χαθείς» του ’πε, «αν μου μιλάς στη διαδρομή θα ’σαι κι ο πρώτος άνθρωπος που γνωρίζω εδώ» της είπε εκείνος. Του ’χε ήδη γυαλίσει, και τα θηλυκά ήταν ψυχοπονιάρικα πλάσματα, έτσι πίστευε και ορθά. Σε οχτώ μέρες βγαίνανε το πρώτο τους ραντεβού. Εκείνη έκλεινε τα 17 σε δυο μέρες.

«Σα να λέμε, σαν σήμερα», μονολόγησε απορημένη κι η τηλεόραση έδειχνε τον καιρό, Ελλάδα με σύννεφα και αριθμούς στο χάρτη.
Κι άρχισαν να βγαίνουν. Ήταν υπομονετικός αυτός. Και καλός ψεύτης. Έξυπνος ψεύτης, καλός ψεύτης, έλεγε με το νου της λίγα χρόνια μετά. Αλλά ποιος απέμενε εκεί να την ακούσει… Μετάθεση δυσμενής για Αλεξανδρούπολη κι η Μάρθα ήταν ήδη έγκυος στο δεύτερο μήνα· ήξερε αυτός να την κρατήσει, τέσσερις μήνες μετά είχαν ολοκληρώσει τη σχέση τους. Με πάθος στα μάτια του. Κι ο χήρος πατέρας, τι να πει. Στους δεκατρείς μήνες  έγινε ο γάμος, ανήμερα του Σταυρού, κι είπαν όλοι άγια μέρα, κι ευχήθηκαν διπλά, αλλά κι οι ευχές για να πιάσουν· πρέπει να βρίσκουν ανθρώπινες καρδιές φωτεινές να βλασταίνουν…

Στον τρίτο μήνα καβγάδισαν άγρια. Είχε εντοπίσει ένα μαγαζάκι με ρούχα ελαττωματικά, πήρε ταγέρ και φούστα, τα φόρεσε ένα βράδυ για έκπληξη που πήγε να τον βρει στην Λέσχη Αξιωματικών, είδε αυτός τη φούστα πάνω από το γόνατο και του γύρισαν τα μάτια. Όλοι τον συνεχάρησαν τότε για την όμορφη σύζυγο. Έπαιρνε τα συχαρίκια για προσβολή. Στο σπίτι, αφού της έσκισε τα ρούχα μ’ ένα ψαλίδι, την άρπαξε από τα μαλλιά και την έφερνε σβούρες στους τοίχους.
«Μη, το παιδί Γιώργο» έλεγε εκείνη και προστάτευε με τα χέρια την κοιλιά της, άναυδη για τη συμπεριφορά του, οι άντρες σηκώνουν με το παραμικρό χέρι, έτσι είχε μάθει, αλλά κι αυτός που έλεγε ότι την αγαπούσε τόσο μοναδικά; Μπορούσαν και τα μάτια του να λέγανε τέτοια ψέματα; Μπορούσαν.

«Μη, το παιδί Γιώργο» μονολογούσε ξανά και συμπλήρωνε –αφού η σιδερώστρα ήταν η αληθινή της φίλη- που μακάρι δηλαδή, να μην έσωνε να ’τανε ποτέ αυτό το παιδί…
Και τέλειωσε με τα παντελόνια. Κι άλλαξε κανάλι με το τηλεκοντρόλ, τ’ άφησε σε μια ελληνική ταινία αγαπημένη με τη Ρένα Βλαχοπούλου να χαζεύει κι έπιασε τα εσώρουχα, μόνο σταμάτησε για μισό τσιγάρο, γιατί ένιωθε το κεφάλι της εξαιρετικά βαρύ, το αίμα στις φλέβες της να τρέχει ανεξέλεγκτα γρήγορα…
Με τη γεύση της νικοτίνης και των ψυχοφαρμάκων που έπαιρνε τακτικά εδώ και τρία χρόνια, συνέχισε· να τελειώσει κάποτε, πολλά τα σλιπάκια των παιδιών κι όλα θέλανε προσοχή.
Και θυμήθηκε το πρώτο βραδινό τσιγάρο, κάπνιζε πάντα μόνο πίσω απ’ το σχολείο και στις καφετέριες, αλλά εκείνη τη νύχτα μετά από έναν γρήγορο ύπνο, ξύπνησε με δυο πανέμορφες εικόνες, ολοζώντανες ακόμα στα μάτια της.
Στη μία, ήταν η ίδια, σκοτεινά τα πάντα γύρω της, θαρρείς δέντρο, όχι ναι, δέντρο ήταν είχε ρίζες και κλαδιά, και πάνω της τη συντρόφευαν αηδόνια με το κελάηδισμα τους κι αγκάλιαζε το ολόγιομο φεγγάρι που από μικρό παιδί αγαπούσε γιατί εκεί της είχαν πει πως έμενε πια η μάνα που είχε χάσει στα εννιά της, κι είχε πρόσωπο δικό του το φεγγάρι, τι εικόνα κι αυτή, εξωπραγματική, κινούμενη αλλά θαρρείς πίνακας με βυζαντινή τεχνοτροπία, σαν αυτές των Αγίων που πάντα παρακαλούσε για απλά πράγματα, και ποτέ δεν την άκουγαν –γιατί όμως;- η άλλη εικόνα, ακόμα πιο τρελή, δυο φεγγάρια, το ένα αγκάλιαζε αυτή, πρόσωπο η ίδια φεγγαρίσιο πάλι ν’ αγκαλιάζει το δικό της ολόγιομο, και δίπλα ακριβώς άλλο ένα…

Κοίταξε το ρολόι στο χωλ· δέκα πια, είδε και το μάτι, μισομελανιασμένο κι αυτό πια και το ξαναμπάλωσε, κι ένιωθε κι ένα παράξενο πόνο στη μύτη, αλλά γύρισε πίσω, να αδειάσει το καλάθι, είχε ώρα μέχρι να τελείωσει.
Κι έπιασε τα τελευταία, τα σλιπάκια του Γιώργου, όλα ίδια, λευκά, μινέρβα κλασικά και σκέφτηκε, πως από τότε εκείνο το όνειρο το έβλεπε και το ξανάβλεπε συχνά. Και της έκανε καλό, με το δικό του τρόπο, την ξαναΐσιωνε σαν άνθρωπο, και πλησίαζε σα παλιά σκιά πάλι τον άντρα της, σα να ’χε ξεχάσει ήδη τα μισά τους χρόνια που κύλησαν οδυνηρά, τις φορές που πρησμένη ή πονεμένη απ’ το ξύλο έπαιρνε τους δρόμους, πάνω κάτω, να σκέφτεται και να κλαίει, τα δυο μικρά στο δημοτικό –τώρα ο ένας ήταν 21, ο άλλος στα 19- πάνω κάτω οι δρόμοι, ήθελε να τα πάρει και να φύγει, να τα πάρει και να φύγει, να φύγει… Αλλά πού να πήγαινε;

Δεν έφυγε τότε, δε τόλμησε, μονολόγησε βουβά στη σιδερώστρα φίλη και το κεφάλι της βάρυνε επικίνδυνα πάνω απ’ το ατμοσίδερο, τα σλιπάκια, τον πόνο και την αυξημένη της πίεση, τόσο, που ούτε κατάλαβε πότε άρχιζαν να πέφτουν από τη μύτη της παχιές σταγόνες αίματος, συνέχισε να σιδερώνει και τα μινέρβα γίνονταν πουά, μ’ ένα απαλό ροζ που διέχεε πάνω τους ο δυναμικός ατμός.
Στο έκτο το κατάλαβε. Κι ούτε να σηκώσει το κεφάλι ψηλά να σταματήσει το αίμα, δε σκέφτηκε, μόνο κάθισε στον καναπέ που από ώρα ποθούσε κι ο ατμός κάγχαζε μόνος του.
Κι άναψε ένα τσιγάρο χαζεύοντας τα ζωγραφισμένα μινέρβα, μοναδικά το ένα από το άλλο, πουά, ρίγες, πινελιές αχνές θαρρείς σα ποταμίσια ρυάκια κι η μύτη έσταζε ακόμα πάνω στη ρόμπα της και τότε, καπνίζοντας, άρχισε να βγαίνει από μέσα της ένα σχιζοφρενικό, ένα ακράτητο γέλιο κι ας είχε πάρει όλα τα σωστά χάπια της, ένα γέλιο την κυρίευσε, ένα γέλιο που τη λέγανε ακόμα Μάρθα και σε δυο μέρες θα ’τανε πια 45, ένα γέλιο που σε μισή ώρα θα επέστρεφε ο Γιώργος και θα την άρπαζε πάλι απ’ τα μούτρα, ένα γέλιο που είχε αναστήσει δυο μωρά παιδιά και τα ’κανε άντρες, αλλά γλυκούς στο χαρακτήρα, ένα γέλιο που το σπίτι της ήταν πεντακάθαρο, ένας κλαυσίγελως που έλειψε από τη ζωή της 23 χρόνια, ένας κλαυσίγελως που και πάλι δεν έβρισκε να πάει πουθενά, ένας κλάμα που δεν είχε μιλήσει ποτέ για ό,τι πέρναγε…

• Επικοινωνήστε με τον συγγραφέα:
https://www.facebook.com/Yannis.Filippidis.anemosekdotiki
https://web.facebook.com/yannis.filippidis.profil1?_rdc=1&_rdr

• Σχετικοί σύνδεσμοι:
https://yannis-filippidis.blogspot.gr/
https://twitter.com/yanisfilippidis
https://vimeo.com/user5491628
https://plus.google.com/Γιάννης Φιλιππίδης

Leave A Response »

Αποδείξτε ότι είστε άνθρωπος και όχι bot *