Χρόνια της Λόντρας (Εκείνη η νιότη ήταν δοσμένη ενός άλλου ουρανού) | Κωνσταντίνος Μεϊντάνης

Άνεμος Magazine 08/10/2019 0

«Πέμπτη, 23 Ιουνίου 1960.
(…)
«Γυρίσαμε από το Regent’s Park. Απόβροχο. Πλήθος τριαντάφυλλα ευωδιάζανε, μαβιά λουλούδια ωσάν λαμπάδες. (…) Συλλογίστηκα αυτό το πάρκο όπου περπατούσα τόσο συχνά εδώ και 24 χρόνια. Δεν ήξερα τότε κανέναν. Δρόμοι και πρόσωπα σπιτιών, αυτά ήταν, για μένα, το Λονδίνο».
(Γ.Σεφέρης, “Θ.Σ.Έλιοτ. «Σελίδες από ένα Ημερολόγιο»).

Τετάρτη, 15 του Οκτώβρη 2015.
Ξαναπερπατώντας, μετά από 5 χρόνια, στη Russell Square. Κοιτάζοντας τα φθινοπωρινά λουλούδια στο απαλό απόβροχο, θυμήθηκα συνειρμικά τον Σεφέρη και τις «Σελίδες Ημερολογίου». Μια φράση: «Μαβιά λουλούδια ωσάν λαμπάδες».

Στάθηκα. Συλλογίστηκα, κι εγώ, τούτη την πλατεία, την οποία γνώρισα πρώτη φορά τον Μάρτη του 1994. Χρόνια πέρασαν από τότε. Ακόμα ανακάλυπτα, «ανεχόρταγα», το Λονδίνο κάθε φορά, μέχρι τον Σεπτέμβρη του 1995 όταν ήρθα πλέον στον τόπο τούτο που νιώθω πια σαν δεύτερη πατρίδα μου. Russell Square, Bloomsbury, South Bank, τα πάρκα της Λόντρας, αυτό το ατελεύτητο θαρρείς, δροσερό για τη ματιά και την ψυχή, πράσινο μετά από μια ξαφνική ανοιξιάτικη βροχή. Και το ακατάπαυστα αποκαλυπτικό πήναιν’-έλα «στους δρόμους της πολυπλόκαμης τούτης μητρόπολης». Στη Maida Vale, κοντά στη Little Venice, όλη μου η καρποφόρα πρώτη νιότη.

Και κάθε φορά που γυρίζω, πάλι σαν για πρώτη φορά. Αυτή η όξυνση μιας “ευαισθησίας χωρίς περίγραμμα”. Κι ένα σκίρτημα νοσταλγίας που βρίσκεται σε ένστικτη εγρήγορση. Σα να μην ξέρω τί μου επιφυλάσσει στο εξής το παρελθόν…

Τα χαρίσματα, όπως και η μικροψυχία των ανθρώπων -και η δική σου, και τα όποια δικά σου- παντού ίδια είναι, τους ίδιους δρόμους, τόπους και τρόπους διαβαίνουν για να βγουν στο φως. Πού μπορείς να την αντέξεις εντιμότερα -και ν’ αναμετρηθείς και με τη δική σου, λίγο-λίγο αφοπλίζοντάς την- είναι το θέμα. Και συγχρόνως, να ενισχύσεις τα δικά σου χαρίσματα μέσω της ανταπόκρισης στα χαρίσματα των άλλων.

Δεν υπάρχουν κακοί μήτε φτωχοί τόποι. Υπάρχουν κακοί και φτωχοί τρόποι, κακοί και φτωχοί άνθρωποι. Εμείς ως Έλληνες το ξέρουμε πια καλά αυτό. Και μόνον κρίνοντας «εξ ιδίων», όχι «τα αλλότρια», αλλά την αλλοτρίωση. Από τη στιγμή που θα φωνάξεις μέσα σου «Εάλων», άρχισες τον αγώνα για την Απελευθέρωση.

«Ξένος ανάμεσα σε ξένους», γράφει ο Beckett σε κάποιο κείμενό του. Άλλο όμως η «ξενία», και άλλο η αποξένωση. Γι’ αυτό ίσως αγαπώ τόσο πολύ το βαρύ, σκυθρωπό πρόσωπο και τα σκούρα σύννεφα, «Nuages gris», του λονδρέζικου ουρανού που μπορεί ενστικτωδώς να δακρύζει κι όταν δεν έχεις εσύ δάκρυα. Το γκρίζο, στοχαστικό, μακρόσυρτο Σκούρο, εγώ: ένας μεσογειακός, θρεμμένος με το φως και τον ήλιο, με την φωτόλαμπη πλησμονή του καλοκαιρινού αττικού καταμεσήμερου που δίνει στα πάντα την πρωτογενή μορφική τους στιλπνότητα…

Αυτό το «σταύρωμα του μεσημεριού», όπως το γράφει ο 19χρονος Καζαντζάκης σ’ ένα διήγημά του, δυσεύρετο, σχεδόν χαμένο σήμερα. Είχα ανακαλύψει τα πιο πολλά νεανικά του κείμενα, και τέσσερα έμμετρα ποιήματα, δημοσιευμένα διάσπαρτα σε περιοδικά της εποχής, στον «Νουμά», τα «Γράμματα Αλεξανδρείας», τα «Παναθήναια», στη Βιβλιοθήκη του Τμήματος Κλασικής Φιλολογίας, Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών στο King’s College, το πρώτο μου αληθινό φοιτητικό φθινόπωρο. Νοέμβρης του ’95. Μια Παρασκευή, στις αρχές του μήνα. Τι μέθη λευτεριάς, τι ενθουσιασμό και σιγουριά προσηλωμένης προσμονής είχε η ζωή εκείνη…

Τον Μάρτη του ’94 δεν είχαν φτιάξει ακόμα το σιντριβάνι στο κέντρο της Πλατείας, όπως το έβλεπα σήμερα. Είναι αυτό το αειδύναμα ανανεούμενο παλίμψηστο της λοντρέζικης φυσιογνωμίας.  Τότε δεν ήμουν ακόμα 20 ετών. Τώρα, τόσα χρόνια μετά, και η ματιά το ίδιο αξεδίψαστη. «Πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου».

Μονάχη έγνοια η γλώσσα (της ψυχής) μου
στην Ερημία του κόσμου.

Κι η Λόντρα, πάντα. Δεν μπορεί, ούτε και πρέπει, να γίνει αλλιώς.

• Επικοινωνήστε με τον συγγραφέα:
https://www.facebook.com/kostis.meintanis

Leave A Response »

Αποδείξτε ότι είστε άνθρωπος και όχι bot *