Πίσω από την προσεχτικά τραβηγμένη κουρτίνα της, η Βίκυ Περατή παρακολουθούσε την μετακόμιση που γινόταν στο απέναντι ισόγειο διαμέρισμα. Τι μετακόμιση δηλαδή, ένα τρισάθλιο τρίκυκλο ήταν με λιγότερα από τα απολύτως απαραίτητα, κι αυτά παμπάλαια και βρώμικα.
Η μεσόκοπη γυναίκα πήρε μια βαθιά ανάσα, σαν να εισέπνεε τη βρομιά των πραγμάτων που ξεφορτώθηκαν μέσα σε ένα τέταρτο. Η μοναδική μπαλκονόπορτα του διαμερίσματος άνοιξε διάπλατα μετά από λίγο. Ένας μεγαλόσωμος νέος άντρας με σκούρο δέρμα και λερωμένο φανελάκι, αφήνοντας εκτεθειμένα τα γερά του μπράτσα, γεμάτα με τατουάζ, έφερνε ένα γύρο την αυστηρή και σκληρή ματιά του.
Η Βίκυ ρίγησε κι έτριψε τα μπράτσα της ασυναίσθητα. Το ταραγμένο της μυαλό δεν άργησε να πάρει περίεργες στροφές. Οι συμβουλές του ψυχολόγου της έσβηναν μέχρι που χάθηκαν και ο πανικός δεν άργησε να την κυριεύσει. Είχε αλλάξει πρόσφατα γειτονιά, αφού στην προηγούμενη οι μετανάστες, οι οποίοι της προκαλούσαν τρόμο, είχαν πολλαπλασιαστεί κι εκείνη ξόδευε όλες τις τις οικονομίες στις συνεδρίες.
«Ήρθε κι εδώ, με βρήκε», σκεφτόταν, σφίγγοντας όλο και περισσότερο τα μπράτσα της. «Α, όχι, δεν θα το αφήσω έτσι, θα τον παρακολουθήσω και με το παραμικρό που θα ιδώ, θα τον καταγγείλω….».
Είχε ήδη ιδρώσει, αλλά σαν υπνωτισμένη πήγε στον μικρό μπουφέ και πήρε τα ισχυρά κυάλια που είχε αγοράσει μήνες πριν. Στα μισά της διαδρομής σταμάτησε, σαν να είχε δεχτεί χτύπημα κεραυνού.
«Δεν πρέπει να βγω καθόλου από το σπίτι, να μην πάω πουθενά, να μη με δει ούτε για ένα δευτερόλεπτο….»
Πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα, αποφασισμένη να πεινάσει αν χρειαζόταν, αρκεί να έμενε μακριά από το οπτικό πεδίο του ξένου. Γιατί, στο μυαλό της ο νέος άντρας ήταν ξένος, μετανάστης, κακούργος…
Πλησίασε πάλι την μπαλκονόπορτα και κοίταξε με τα κυάλια. Ο νέος δεν φαινόταν, αλλά η μπαλκονόπορτα παρέμενε ορθάνοιχτη. Η Βίκυ σάρωσε, όσο μπορούσε, τον μικρό χώρο. Ένα απλό, μονό κρεββάτι ξέστρωτο, μ’ ένα υποτυπώδες στρώμα, ένα μικρό τραπεζάκι, μια ξεχαρβαλωμένη ξύλινη καρέκλα.
«Γκαρσονιέρα είναι» σκέφτηκε. «Μα, τι άλλο θα μπορούσε να είναι;»
Τα χέρια της έσφιγγαν δυνατά τα κυάλια και το ακυβέρνητο μυαλό της ταξίδευε σε σφαίρες άγνωστες και ακαθόριστες. Έμεινε όρθια εκεί, κάνοντας τρελά σενάρια, βλέποντας ξανά και ξανά το λιτό δωμάτιο.
Ο άντρας φάνηκε στο δρόμο κρατώντας δύο μαύρες βαλίτσες. Τις ακούμπησε μπροστά στη στενή είσοδο, άνοιξε με τα κλειδιά του, κράτησε την πόρτα με το δεξί του πόδι, πήρε τις βαλίτσες και μπήκε στην πολυκατοικία.
Λίγα λεπτά αργότερα η Βίκυ τον είδε στο δωμάτιο. Ο άντρας άνοιξε τη μια βαλίτσα και πήρε κάτι από μέσα. Η Βίκυ δεν μπορούσε να δει, εμποδισμένη από την επάνω πλευρά της βαλίτσας, μα δεν χρειαζόταν. Σιγουρευόταν δευτερόλεπτο το δευτερόλεπτο ότι ο άντρας είχε βγάλει όπλα, χειροβομβίδες, λοστούς, μαχαίρια… Της κόπηκε η ανάσα.
«Το τέρας! Ήρθε να με σκοτώσει!»
Με τη γλώσσα της έγλυψε τα ξεραμένα χείλη της, ενώ η ταχυπαλμία είχε αρχίσει να την βασανίζει. Αν ήθελε να παρακολουθήσει τον άντρα, έπρεπε να θυσιάσει κάποια δευτερόλεπτα και να πάρει τα χάπια της. Σαν μεθυσμένη, άφησε τα κυάλια σε μια πολυθρόνα και τρέχοντας πήγε στο μπάνιο. Κατάπιε με βιάση τα χάπια που έπαιρνε για τις ταχυπαλμίες και βγήκε σαν κυνηγημένη. Έπιασε πάλι τα κυάλια και εστίασε στο απέναντι δωμάτιο. Ο άντρας δεν ήταν εκεί.
«Πού πήγε; Έρχεται προς τα δω; Πότε πρόλαβε;;»
Ο πανικός υπερίσχυσε. Η ταχυπαλμία χειροτέρεψε, ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι. Έφερε το ένα χέρι της και σκούπισε το πρόσωπό της. Άδικος κόπος. Το χέρι της ήταν κι εκείνο ιδρωμένο. Μανιασμένη, άφησε τα κυάλια και σκούπισε τα χέρια στα ρούχα της, χωρίς να πάρει το βλέμμα της από το απέναντι σπίτι.
Ο άντρας φάνηκε ξανά, μιλώντας στο κινητό του και γελώντας δυνατά. Η Βίκυ, σχετικά ανακουφισμένη, πήρε ξανά τα κυάλια. Η μεγάλη λευκή οδοντοστοιχία του νέου φάνταξε όμοια με λιονταριού. Ο άντρας έκλεισε το τηλέφωνο, το έβαλε στην τσέπη του εφαρμοστού ξεπλυμένου τζιν παντελονιού του και βγήκε στο μικρό μπαλκόνι. Τώρα δεν κοιτούσε γύρω-γύρω, αλλά στην δεξιά πλευρά. Προφανώς είχε κάνει μπάνιο κι είχε φορέσει ένα καθαρό πουκάμισο με κοντά μανίκια. Τον είδε να πιάνει το γείσο των σιδερένιων κάγκελων με τα δυνατά του χέρια και να μένει ακίνητος, κοιτώντας σταθερά στην ίδια κατεύθυνση.
Η Βίκυ έφερε τα κυάλια της προς την ίδια πλευρά. Δεν έβλεπε τίποτα το περίεργο, τίποτα το ιδιαίτερο. Κι άλλες συνηθισμένες πολυκατοικίες σήκωναν το ανάστημά τους η μία δίπλα στην άλλη, μέχρι την πρώτη διασταύρωση. Ύστερα ακολουθούσαν κι άλλες. Γύρισε τα κυάλια επάνω του. Τον είδε στην ίδια στάση, με στραμμένο το ξυρισμένο του κεφάλι στα δεξιά.
Τον περιεργάστηκε πυρετικά, ενώ το μυαλό της γέμιζε με εικόνες φρίκης: το κτήνος τής έσφιγγε το λαιμό μ’ αυτά τα χέρια-τανάλιες, το στόμα του ορθάνοιχτο και τα τεράστια δόντια του να σκίζουν τη σάρκα της, το στόμα του μέσα στα δικά της αίματα να γελά σαδιστικά, αλυσίδες να παίρνουν τη θέση των χεριών του, μαχαίρια να σκίζουν όλο της το κορμί….
Κόντευε να λιποθυμήσει, αλλά τα πόδια της, ριζωμένα στη θέση τους φαίνονταν να την κρατούν όρθια ακόμα. Για πόσο άραγε; Πήρε μερικές ανάσες και συνέχισε την παρακολούθηση. Είδε τον άντρα να σηκώνει το ένα του χέρι και να κάνει νόημα σε μια όμορφη νεαρή που πλησίαζε με βιαστικά, ανυπόμονα βήματα. Την παρακολουθούσε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο να έρχεται, να πλησιάζει όλο και περισσότερο. Μετά εξαφανίστηκε. Η Βίκυ τον είδε να βγαίνει από την είσοδο, να αγκαλιάζει και να σφίγγει τη νέα πάνω του, κι ύστερα να χάνονται πάλι.
Στρέφοντας τα κυάλια στο δωμάτιο τούς είδε ξανά. Μόνο για λίγο, γιατί εκείνος έκλεισε βιαστικά τα παντζούρια.
Η Βίκυ άδειασε το κορμί της στην πλησιέστερη πολυθρόνα, σκεπτόμενη ότι είχε πάρει μια μικρή αναβολή, για να τυναχτεί ουρλιάζοντας. Ένα μεταλικό αντικείμενο ήταν κάτω από τον πισινό της. Η καρδιά της κόντευε να σπάσει, αλλά εξέπνευσε βρίζοντας, καθώς διαπίστωσε ότι είχε καθίσει πάνω στο τηλεχειριστήριο, που δεν ήταν βέβαια μεταλλικό.
(συνεχίζεται)