
(Μια λογοτεχνική παρωδία στο ύφος, και με τον τρόπο,
των ιστοριών του Σέρλοκ Χολμς)
Ήταν μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του Δεκέμβρη, καθώς πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, ενός έτους που είχε υπάρξει πολύ δύσκολο και αβέβαιο για όλους, τόσο σε κοινωνικό όσο και σε προσωπικό για τον καθένα επίπεδο. Το ιατρείο μου, όπου περνούσα καθημερινά ατέλειωτες ώρες περιμένοντας κάποιον να ζητήσει τις υπηρεσίες μου, είχε γίνει ένας χώρος αναμονής για μένα τον ίδιο, γεγονός που με έθλιβε και με προβλημάτιζε ολοένα και πιο πολύ, αφού έβλεπα πως αν η κατάσταση αυτή συνεχιζόταν, θα έπρεπε να αναζητήσω νέο κατάλυμα, μιας και στο ίδιο διαμέρισμα όπου είχα το ιατρείο μου, διέμενα και ο ίδιος. Περνούσα όλο αυτό το διάστημα της αναμονής κάθε μέρα αφιερώνοντας τον χρόνο μου κυρίως στο διάβασμα, όχι μόνο βιβλίων σχετικών με την επιστήμη μου, αλλά και αρκετών λογοτεχνικών κειμένων. Στις 10 εκείνου του Δεκέμβρη, έχοντας λάβει από την προηγουμένη με το ταχυδρομείο μια πρόσκληση για την παρουσίαση ενός νέου βιβλίου σε μια αίθουσα στο κέντρο του Λονδίνου, κατά τις πέντε το απόγευμα ετοιμάστηκα να πάω στον χώρο όπου θα γινόταν η εκδήλωση. Η ανούσια μέρα που είχα για μια ακόμα φορά περάσει είχε επηρεάσει τη διάθεσή μου σε μεγάλο βαθμό, οπότε και σκέφτηκα πως μια αλλαγή εντυπώσεων θα με ξεκούραζε κάπως, για να κλείσει τη μέρα αυτή με μιαν ευχάριστη νότα. Πριν ξεκινήσω για το μέρος όπου θα γινόταν η παρουσίαση, από μια ένστικτη σχεδόν επιθυμία θέλησα να περάσω πρώτα από την Baker Street, αν και ήταν σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που θα ακολουθούσα προς την περιοχή του Piccadilly, για να ξαναδώ τον φίλο μου, τον Σέρλοκ Χολμς, με τον οποίο δεν είχα επικοινωνήσει ή συναντηθεί εδώ και αρκετούς μήνες.
Έτσι, το απόγευμα εκείνο, παρά την πολύ δυνατή βροχή που δεν είχε σταματήσει σχεδόν από το πρωί της ημέρας, βρήκα ένα μόνιππο από την Wimpole Street όπου έμενα και ασκούσα το επάγγελμά μου, και κατευθύνθηκα προς τον αριθμό 221B της Baker Street, χωρίς να έχω προηγουμένως ενημερώσει τον Χολμς με κάποιο τηλεγράφημα για την επίσκεψή μου. Αν τον έβρισκα απασχολημένο, θα αποχωρούσα αμέσως, ώστε να μην τον ενοχλήσω, διακόπτοντάς τον από τη δουλειά του. Κατόπιν, θα πήγαινα στην προγραμματισμένη εκδήλωση, η οποία λάμβανε χώρα στις 19:30 εκείνο το βράδυ.

Ήταν λίγο μετά τις 17:30 όταν στάθηκα μπροστά στην πόρτα του σπιτιού, όπου είχα συγκατοικήσει τόσα χρόνια με τον Χολμς, και χτύπησα το κουδούνι. Η κυρία Χάτσον χάρηκε πολύ που με είδε μετά από τόσον καιρό. Τη ρώτησα αν τυχόν υπήρχε κάποιος επισκέπτης ή πελάτης εκείνη την ώρα, ο οποίος να ήταν με τον φίλο μου για κάποια υπόθεση, αλλά όπως μού είπε η άλλοτε σπιτονοικοκυρά μας, ο Χολμς δεν είχε βγει από το καθιστικό ολόκληρη την ημέρα, και της είχε ζητήσει να μην τον ενοχλήσει ούτε για το μεσημεριανό φαγητό. Κάποιες φορές τον είχε ακούσει ν’ αυτοσχεδιάζει στο βιολί του, αλλά εκτός από τον ήχο αυτό, τίποτε άλλο δεν είχε ακουστεί από τον παλιό συγκάτοικό μου και η κυρία Χάτσον δεν μπορούσε να σκεφτεί αν, και τι, μπορεί να τον απασχολούσε.
Ανέβηκα τη σκάλα που οδηγούσε από την είσοδο στον πρώτο όροφο με μια μικρή δυσκολία, καθώς το παλιό μου τραύμα από την εκστρατεία στο Αφγανιστάν με ενοχλούσε με αρκετή επιμονή αυτές τις ημέρες, εξαιτίας της υγρασίας και του χειμωνιάτικου καιρού. Ήμουν έτοιμος να χτυπήσω την πόρτα του δωματίου, όταν ακούστηκε από μέσα η φωνή του Χολμς: «Πέρασε, αγαπητέ μου Γουώτσον! Περιττό να χτυπήσεις πριν μπεις». Άνοιξα και τον είδα να στέκεται κοντά στο τζάκι όπου έκαιγε μια δυνατή φωτιά, φορώντας τη μακριά γκρίζα ρόμπα του, το κολάρο του πουκαμίσου του ανοιχτό, τα μαλλιά του ελαφρώς ανακατεμένα και την πίπα του στο χέρι. Γέλασε με τον χαρακτηριστικό του τρόπο, όταν είδε την απορία και την έκπληξη ζωγραφισμένες στο πρόσωπό μου.
«Τι ’ναι πάλι τούτο, Χολμς;! Πώς στο καλό…;» «Πέρασε μέσα, καλέ μου φίλε, να ζεσταθείς και δοκίμασε τον καναπέ. Θα σου βάλω ένα μπράντι, μιας και ο καιρός είναι ιδιαίτερα άσχημος και κρύος, ακόμα και για τα δεδομένα του Λονδίνου τέτοιαν εποχή, και πρέπει να σε έχει ήδη ταλαιπωρήσει αρκετά», είπε με τον ήρεμο και καθόλου εκδηλωτικό τρόπο του. Πιστεύω όμως πως χάρηκε που με είδε. Μπήκα και κάθισα, όπως μου υπέδειξε, ενώ έβαλε μπράντι σε ένα μικρό ποτήρι και μου το έδωσε. «Αγαπητέ μου φίλε», του είπα, «αν και σε γνωρίζω τόσον καιρό, δεν παύεις ποτέ να με ξαφνιάζεις με τον τρόπο σου. Πώς είναι δυνατόν να ήξερες πως ήμουν εγώ και όχι κάποιος πελάτης που ήρθε να σε δει; Οι κουρτίνες είναι τραβηγμένες, δεν μπορεί λοιπόν να με είδες όταν κατέβηκα από την άμαξα που με άφησε στην είσοδο». Γέλασε με την απορία μου και κατόπιν με κοίταξε με το διερευνητικό εκείνο βλέμμα του, που τόσο καλά γνώριζα. «Πιες μια γουλιά μπράντι, γιατρέ, και κάτσε αναπαυτικά για λίγο να συνέλθεις μετά από την έκθεσή σου στη βροχή και την υγρασία. Έχουμε ακόμα κάποια ώρα στη διάθεσή μας, μέχρι να πας στην παρουσίαση βιβλίου αυτού του νέου Έλληνα συγγραφέα, ονόματι Constantine Meinis, που ζει στο Λονδίνο κάποια χρόνια τώρα, στον αριθμό 8-10 της Greek Street για την οποία ξεκίνησες με τέτοιον ανελέητο καιρό. Έκανες ολόκληρη αλλαγή στο δρομολόγιό σου, για να έρθεις να με δεις – αυτό είναι ολοφάνερο. Άλλωστε, περνάς πολλές ώρες στο ιατρείο σου περιμένοντας ασθενείς, και τις αφιερώνεις στο διάβασμα που είναι, όπως καλά γνωρίζω, μια πολύ προσφιλής σου ενασχόληση παράλληλα με το γράψιμο. Σήμερα ειδικά. δεν θα έχανες την ευκαιρία να βρεθείς σε μια εκδήλωση σαν μια ευχάριστη διακοπή στις πολλές ώρες ρουτίνας που σε έχει τόσο κουράσει τον τελευταίο καιρό δίχως πρακτικό αποτέλεσμα».
Αν και γνώριζα καλά τις μεθόδους παρατήρησης και εξαγωγής συμπερασμάτων του φίλου μου, καθώς τον είχα παρακολουθήσει τόσα χρόνια στη μοναδική δραστηριότητά του να αντιμετωπίζει και να λύνει τις πιο απαιτητικές και περίπλοκες υποθέσεις εγκληματικής δράσης, αυτή ήταν η δεύτερη φορά μέσα σε λίγα μόλις λεπτά που έμενα με το στόμα ανοιχτό από την έκπληξη. «Αγαπητέ μου Χολμς! Αυτό πάει πολύ, ακόμα και για σένα! Σου το έχω πει ξανά πως θα σε είχαν κάψει στην πυρά, αν είχες ζήσει μερικούς αιώνες νωρίτερα! Πώς είναι δυνατόν να τα γνωρίζεις όλα αυτά, και μάλιστα να είσαι τόσο ακριβής στις παρατηρήσεις σου;» Γέλασε πάλι, σα να χαιρόταν κι εκείνος που για μια ακόμα φορά με εντυπωσίαζε με τον τρόπο του, παρόλο που ήταν εντελώς αντίθετο στη φύση του το να επιδιώκει την αποδοχή και το θαυμασμό. Όλη του η διανοητική τέχνη και η επαγωγική σκέψη ήταν γι’ αυτόν αρκετές, ώστε να μην επηρεάζεται από τις θετικές ή τις αρνητικές εντυπώσεις που αυτές προκαλούσαν στον αδαή αποδέκτη των συλλογισμών του. Κάθισε στην πολυθρόνα απέναντί μου και άναψε την πίπα του.
«Θα πρέπει να φαντάζει πολύ παράδοξο όλο αυτό, Γουώτσον», είπε, «αλλά όπως καλά γνωρίζεις και έχεις γράψει και στις αφηγήσεις των ασήμαντων κατορθωμάτων μου, με τις οποίες έχεις τόσο δοκιμάσει την υπομονή του βρετανικού αναγνωστικού κοινού, δεν πρόκειται παρά για μια συγκεκριμένη αλληλουχία παρατήρησης, λογικής κατάταξης των στοιχείων της, επεξεργασίας τους, και επαγωγικής εξαγωγής συμπερασμάτων για τη σχέση μεταξύ των παρατηρουμένων ως γεγονότων και την απόληξή τους. Απλώς, αναφέροντας μόνο την αρχή της διαδικασίας, το παρατηρούμενο, και το τέλος της, το εξαγόμενο συμπέρασμα, η όλη εικόνα που δίνεται σε κάποιον που αγνοεί τη φύση και τη λειτουργία της διανοητικής αυτής μεθόδου μοιάζει να είναι εντυπωσιακή και ακατανόητη ως προς τις εσωτερικές της διαβαθμίσεις». Πολλές φορές είχε διατυπώσει την άποψη αυτή, και δεν μπορούσα παρά να συμφωνήσω, αλλά και πάλι δεν μπορούσα ούτε να φανταστώ πως είχε καταλήξει στα συμπεράσματά του για μια ακόμα φορά.
«Πώς λοιπόν ήξερες πως ήμουν εγώ που σε επισκεπτόμουν;», ρώτησα γεμάτος ενδιαφέρον και δίχως να έχει υποχωρήσει ακόμα η έκπληξή μου. «Με έναν πολύ απλό τρόπο, τα στάδια του οποίου από την αρχική αιτία μέχρι το αποτέλεσμα είναι τα ακόλουθα», μου απάντησε αφού φύσηξε τον καπνό προς τα πάνω και έγυρε λίγο πίσω στην πολυθρόνα του. «Δεν περίμενα κάποιον πελάτη, ή άλλη επίσκεψη, τέτοια ώρα και με τέτοιον καιρό. Όταν άκουσα το κουδούνι της εξώπορτας, η κυρία Χάτσον δεν ανακοίνωσε κάποιον απροσδόκητο επισκέπτη. Καθώς ανέβαινες τη σκάλα από το χωλλ της εισόδου στο δωμάτιο τούτο, άκουσα το χαρακτηριστικό τρίξιμο που κάνει το τρίτο και το δέκατο έκτο σκαλοπάτι της, όταν κάποιος πατήσει πάνω τους με το περισσότερο βάρος στο δεξί πόδι αντί για το αριστερό. Το παλιό σου τραύμα στον αριστερό ώμο και το γόνατο, όπως ξέρω, σε ενοχλεί συχνά, και κυρίως όταν ο καιρός είναι επίμονα αγενής μαζί μας όπως σήμερα, με τόση βροχή και υγρασία. Επομένως, όταν ανεβαίνεις μια σκάλα, τείνεις εξαιτίας του ενοχλήματος στην αριστερή πλευρά του σώματός σου να γέρνεις ελαφρά με περισσότερο βάρος προς τη δεξιά. Ποιος άλλος, με αυτά τα χαρακτηριστικά εν προκειμένω θα μπορούσε να στέκεται έξω από την πόρτα του καθιστικού μου, αν όχι ο φίλος και συνεργάτης μου, τον οποίο έχω να δω τόσον καιρό;».
Δεν μπόρεσα να μη γελάσω, καθώς τον άκουγα να ξετυλίγει το νήμα της σκέψης του και αντιλαμβανόμουν πως όλα ήταν απολύτως λογικά και το ένα οδηγούσε στο άλλο με τον πιο απλό, άμεσο, και σαφή τρόπο. «Όταν σε ακούω να εξηγείς τη συλλογιστική σου, όλα μοιάζουν τόσο εύκολα και κατανοητά», του είπα, «αλλά και πάλι, κανείς δεν μπορεί να κάνει κάτι αντίστοιχο με την ίδια ταχύτητα και ευκολία που χαρακτηρίζουν τον δικό σου, πραγματικά μοναδικό, τρόπο». Με κοίταξε με ένα φευγαλέο υπομειδίαμα, που άλλοι θα εκλάμβαναν ως καλοπροαίρετη συγκατάβαση. «Έχω εκπαιδεύσει τον εαυτό μου να παρατηρεί όσα βλέπει και να τα αξιοποιεί ως δυνάμει στοιχεία σύνθεσης μιας ευρύτερης εικόνας. Η απόσταση ανάμεσα στην απλή ματιά και στη διεισδυτική παρατηρητικότητα είναι τεράστια, και πολύ μεγάλης σημασίας, ειδικά στον τομέα μου», είπε, με έναν ελαφρώς διδακτικό τόνο στη φωνή. Ήπια μια ακόμα γουλιά από το μπράντι που μου είχε βάλει, ενώ αισθανόμουν ήδη πολύ καλύτερα μετά την τόση υγρασία που με είχε διαπεράσει ως το κόκαλο.
(Συνεχίζεται…)
• Eπικοινωνήστε με τον συγγραφέα:
https://www.facebook.com/kostis.meintanis
• Σχετικοί σύνδεσμοι:
http://www.anemosekdotiki.gr/dokimia/fthinoporo.html
http://www.anemosekdotiki.gr/syggrafeis/pezografia/konstantinos-meintanis.html