Παράλληλες Διαδρομές | Χρήστος Γεωργόπουλος

Άνεμος Magazine 20/12/2019 0

Ήταν μία από εκείνες τις μέρες του Νοέμβρη με τον καιρό να παρουσιάζει πολλές εναλλαγές στη διάρκεια της μέρας. Ομίχλη το πρωί, ήλιο και ζέστη το μεσημέρι, μια ψιχάλα το απόγευμα και αρκετή ψύχρα το βράδυ. Κοινός παρανομαστής όλες τις ώρες, η πολλή υγρασία. Υδρατμοί που δεν μπορούσαν να συμπυκνωθούν και να εκτονωθούν σαν ανακουφιστική βροχή, αλλά επικάθονταν παντού, λες και ήθελαν να επιβραδύνουν δραστηριότητες ή να καταστείλουν επιθυμίες. Μία αδιόρατη αίσθηση βάραινε την ατμόσφαιρα, αποσυντόνιζε τον οργανισμό και μείωνε την όρεξη για δημιουργία. Έτσι ένιωθε και ήξερε, τέτοιες μέρες σχεδόν παρέλυε, δεν είχε διάθεση να κάνει τίποτα, καμία δραστηριότητα όσο απλή και αν ήταν. «Μουλιάζουμε αντί να βουλιάζουμε», του είχε πει κάποτε ένας φίλος στην αρχή της οικονομικής κρίσης, θεωρώντας ότι μία απότομη βύθιση μπορεί να προκαλέσει αντανακλαστικά τη δύναμη για επανόρθωση και, αργότερα, για ευημερία. Ήταν μίαφράση που τούήρθε αυθόρμητα στο μυαλό αντικρίζοντας παντού αυτή τη μουντή και θολή εικόνα,καθώς βάδιζε μόνος στο δρόμο για τον σταθμό του μετρό.
Στάθηκε στο ίδιο σημείο της αποβάθρας, όπως έκανε κάθε μέρα, ξέροντας ότι θα ανοίξει η πόρτα του συρμού μπροστά του και θα βρει θέση να καθίσει εύκολα. Πάντα είχε την απορία,πώς και αυτή την τόσο απλή και πρακτική σκέψη δεν την έκαναν οι περισσότεροι συνταξιδιώτες του, καθώς χρησιμοποιούσαν αυτό το μέσο καθημερινά για τις μετακινήσεις τους.
Λίγα μόνο βήματα μακριά του, μια γυναικεία φωνή ακουγόταν να μιλάει σε συνεχή τόνο. Γύρισε αργά, ίσως και βαριεστημένα,και είδε δύο γυναίκες γύρω στα εβδομήντα. Η μία εξιστορούσε στην άλλη τα νέα από φίλες, γνωστές, συγγενείς. Δεν είχαν ειρμό όσα έλεγε, περισσότερο φαινόταν ως μία ανάγκη να μιλήσει για πολλά πρόσωπα και να μονοπωλήσει την συζήτηση. Την έβλεπε όμως, το καταλάβαινε κι από μακριά, είχε πάρει πολύ σοβαρά το ρόλο αυτής της άτυπης ενημέρωσης. Η άλλη κυρία δεν φαινόταν να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα. Κοιτούσε δεξιά και αριστερά ψάχνοντας μάταια μία νοερή έξοδο διαφυγής.“Δεν έχει δικά της βιώματα και ζει μέσα από τις ζωές των άλλων”, ήταν ένα πολύ εύστοχο σχόλιο που είχε ακούσει πρόσφατα, όχι για μιαν άγνωστη  ασφαλώς, ήταν ωστόσο χαρακτηρισμός που ταίριαζε ιδανικά στην λαλίστατη κυρία δίπλα του.
Όπως άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στο βαγόνι, την αντίκρισε. Είχαν πολύ καιρό να συμπέσουν. Ήταν πολύ μικρότερή του, σχεδόν τα μισά του χρόνια, φορούσε πάντα μια φόρμα με μπλούζα, αθλητικά παπούτσια και ένα μαύρο σακίδιο στον ώμο. Από την πρώτη φορά που την είδε, δυσκολευόταν να τραβήξει τα μάτια του από πάνω της. Μαύρα μαλλιά, μακριά, ίσια και πράσινα μάτια. Ήταν πολύ ωραία, έτσι θεωρούσε. Είχε όμως μια παγερή ομορφιά που την έκανε να περνάσχεδόν απαρατήρητη, καθώς κανένας άλλος δεν έμοιαζε να την προσέχει ιδιαίτερα, ενώ ο ίδιος ένιωθε ότι τον ελκύει. Του άρεσεαπλά να την κοιτάζει, κι ας μην του έδινε ποτέ σημασία, έτσι όπως είχε μονίμως ακουστικά στ’ αυτιά κι έπαιζε με το κινητό. Μάλιστα, είχε διαπιστώσει πως όποτε την συναντούσε, η μέρα τού πήγαινε καλά. Πολλές φορές είχε αναρωτηθεί τιήταν εκείνο που τον τραβούσε επάνω της. Σίγουρα δεν ήταν κάτι ερωτικό, περισσότεροθα το ονόμαζε συμπάθεια σε κάτι αισθητικά ωραίο. Στο πρόσωπό της, στη νεανικότητά της, έβλεπε την κόρη, αυτή που πάντα ήθελε αλλά ποτέ δεν απόκτησε. Δεν τον ένοιαζε ότι δεν παντρεύτηκε ποτέ, δεν έτυχε, δεν ήταν στις προτεραιότητές του. Εξάλλου το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του το πέρασε μόνος και είχε συνειδητά αποδεχτεί τη μοναξιά. Αυτό που του έλειπε ήταν μια κόρη, ένα παιδί να μεταδώσει τις αρχές του, να  το μεγαλώσει με τον δικό του ξεχωριστό, όπως ήθελε να πιστεύει, τρόπο.
Μπαίνοντας στο συρμό, κάθισε κι έβγαλε το κινητό του. Κάποτε, στα πρώτα χρόνια του μετρό, έβλεπες τους επιβάτες να διαβάζουν εφημερίδες, (κυρίως τις free press), βιβλία, να ακούν μουσική με ακουστικά από κάτι μικροσκοπικές συσκευές, που έχουν εξαφανιστεί πλέον. Η εξέλιξη της τεχνολογίας και η ευρεία διάδοση των smartphones τα έκαναν να κυριαρχούν ως κύριο μέσο ενασχόλησης παντού, όλες τις ώρες. Παιχνίδια,  σερφάρισμα στο internet, social media, παράλληλα με μουσική, αποτελούν εδώ και χρόνια τις κύριες ασχολίες για να περάσει πιο γρήγορα ο χρόνος της διαδρομής. Κοινό σημείο και τότε και τώρα, η απομόνωση. Βλέμματα απλανή, χαμένα, απόμακρα, ασύμπτωτα. Εκατοντάδες παράλληλες μοναχικές διαδρομές να επαναλαμβάνονται ανιαρά κάθε μέρα. Λίγοι έχουν παρέα, ελάχιστες συνομιλίες ακούς, περισσότερο βιώνεις αυτή τη μεταφερόμενη μοναχικότητα.
Η σχετική ησυχία στο συρμό διακόπηκε από μία μουσική στο βάθος που όλο και τον πλησίαζε. Ένα 15χρονο κορίτσι έπαιζε ακορντεόν συνοδευόμενο από τη μικρή αδελφή της που κρατούσε ένα πλαστικό κύπελλο με λιγοστά κέρματα μέσα. Δεν δυσκολεύτηκε να καταλάβει τι άκουγε. Το Bella Ciao, αν και Ιταλικό αντιστασιακό τραγούδι, ήταν και παρέμενε διαχρονικά πολιτικός ύμνος ανά τον κόσμο. Ο ρυθμός με όλη την ενσωματωμένη ιστορία του, ακουγόταν τελείως παράταιρος και κακόηχος σε αυτή την βουβή και απόμακρη συνάθροιση των μοναχικών επιβατών,πουδεν φάνηκαν να συγκινούνται καθόλου. Μια μικρή μουσική χαραμάδα στην παράλληλη μοναχικότητα δεκάδων ανθρώπων, τόσο κοντά ο ένας στον άλλον και ταυτόχρονα, τόσο μακριά.
Αν και χαμένος στις σκέψεις του, άκουσε μια φωνή να μιλά, έναν μονόλογο που σύντομα μετατράπηκε σε διάλογο. Έστρεψε το βλέμμα του και είδε έναν ηλικιωμένο κύριο πάνω από εβδομήντα χρονών, να συνομιλεί με έναν νεαρό. Από τον τρόπο επικοινωνίας, φαινόταννα γνωρίζονται, υπήρχε μια οικειότητα ανάμεσα τους. Του έκανε εντύπωση βέβαια πώς ενώ ήταν σιωπηλοί,  άρχισαν να μιλούν πολύ γρήγορα, αλλά δεν έδωσε σημασία, προτίμησε το αγαπημένο του παιχνίδι στο κινητό. Με την άκρη του ματιού του, είδε τον νεαρό να σηκώνεται και να ετοιμάζεται να κατέβει.
 «Να είσαι καλά παλικάρι μου. Έχω εγγονό στην ηλικία σου. Να προσέχεις», του είπε ο γηραιός κύριος χαιρετώντας τον και ο νεαρός του απάντησε με ένα χαμόγελο.
Στη θέση του νεαρού κάθισε μια κοπέλα. Δεν πέρασαν δυο λεπτά και άκουσετην ίδια μεστή φωνή να μιλά. Και πάλι δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγε, τράβηξε ωστόσο την προσοχή του το γεγονός ότι η κοπέλα, αν και άγνωστή του, ανταποκρινόταν. Πιο μονολεκτικά και με λιγότερη θέρμη από ότι ο νεαρός,  συμμετείχε ωστόσο και αυτή στον  ιδιότυπο διάλογο, περισσότερο μονόλογο του ηλικιωμένου, που  εξιστορούσε κάποια γεγονότα από τη ζωή του προς γνώση των νεοτέρων; Για να καλύψει πιθανή του ανάγκη επικοινωνίας; Για να πάρει ζωή απ’ την φρεσκάδα των νιάτων τους; Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, το αποτέλεσμα έδειχνε να τον δικαιώνει.
Φτάνοντας στο Σύνταγμα, βγήκε από τον συρμό όπως και ο γηραιός κύριος. Φαινόταν μια ικανοποίηση στο πρόσωπο του, ένα ελαφρύ μειδίαμα ευχαρίστησης, μια εφηβική ζωντάνια στο βάδισμα του. Οι υπόλοιποι επιβάτες διατήρησαν στην αποβίβασή τους το ίδιο ανέκφραστο και απόμακρο ύφος πουείχαν σε όλη τη διαδρομή. Για τον ηλικιωμένο όμως, η σύντομη επικοινωνία που επεδίωξε να έχει με νεώτερους από τον ίδιο ανθρώπους, του έδωσε μία από τις φαινομενικά ασήμαντες μικροχαρές, αυτές που οι περισσότεροι αποφεύγουν να ζήσουν, σαν να μην τους αφορούν. Κάτι που τον έκανε να νιώθει πιο ζωντανός και ακμαίος. Ίσως να ήταν από τους ελάχιστους, που φεύγοντας αισθανότανπερισσότερο γεμάτος και λιγότερο μόνος. Κι ας ήταν μια τόσο στιγμιαία και περαστική εμπειρία που σύντομα θα γινόταν ανάμνηση. Σαν όλες τις πολύτιμες στιγμές.

ª Eπικοινωνήστε με τον συγγραφέα:
https://www.facebook.com/christosgeorgopoulos17

Leave A Response »

Αποδείξτε ότι είστε άνθρωπος και όχι bot *