
Βγήκαμε έξω στον δρόμο και εσύ με τράβαγες από το μπράτσο, λες και σου χρώσταγα κάτι και έπρεπε να σου στο ξεχρεώσω. Εγώ από την άλλη προσπαθούσα να απελευθερωθώ από το σφίξιμο σου, ενώ παράλληλα προχωράγαμε μέσα σε εκείνο το μεσοδιάστημα που η μέρα δίσταζε να φύγει και η νύχτα αργούσε να εγκατασταθεί, λες και δεν ήταν σίγουρη πως έτσι έπρεπε να γίνει. Αυτές οι γκρίζες ώρες στις βόρειες χώρες τους καλοκαιρινούς μήνες είναι τόσες πολλές και πανομοιότυπες που μοιάζουν με φωτοτυπίες της ανίας των ανθρώπων που ζουν εκεί· φωτοτυπίες της ανίας με φόντο την σιωπή.
Εσένα όμως δεν φαινόταν να σε απασχολούν όλα αυτά και περπατούσες δίπλα μου στο γκριζοπράσινο πεζοδρόμιο που είχε το ίδιο χρώμα με τον ψηλό λιθόκτιστο τοίχο που σερνόταν στα αριστερά μας όπου στην κορυφή εξείχαν σαν παιδικά κεφαλάκια γεμάτα περιέργεια, κάτι ολόγιομα τριαντάφυλλα που κουνιόντουσαν προκλητικά τις ώρες που η σιωπή είχε πλημμυρίσει το τοπίο· τις ώρες που ακόμα κι οι γωνιές, ένιωθα πως ήταν παραγεμισμένες με σιωπή. Εσύ εξακολουθούσες να περπατάς δίπλα μου και να με τραβάς, μέχρι την στιγμή που σταμάτησα και ελευθέρωσα το μπράτσο μου με μια απότομη κίνηση. Σε αυτό το σημείο ακούσαμε μία πομπή αυτοκινήτων να πλησιάζει κι ο τόπος άστραψε από φώτα ενώ οι σταγόνες της βροχής που ήταν σωριασμένες στην άσφαλτο κόλλαγαν στις ρόδες των λιμουζινών και εκσφενδονίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις αδιακρίτως, ενώ οι άλλες που μόλις κατέφθαναν από τα σύννεφα πέρναγαν μπροστά από τα φώτα των αυτοκινήτων και έδιναν μια λάμψη κρυσταλλική στην γκριζοπράσινη ατμόσφαιρα που την διαπερνούσαν νήματα μούχλας. Η πομπή πέρασε από δίπλα μας όσο εμείς στεκόμασταν ακίνητοι και στην συνέχεια το τοπίο βυθίστηκε ακόμα πιο βαθιά στην σιωπή και επιπλέον αυτήν την φορά μας φάνηκε, πως ήταν ακόμα πιο σκοτεινό μετά από τόσες φωταψίες από τις λιμουζίνες.
Παρόλα αυτά προχωρήσαμε αργά και διστακτικά στο γκριζοπράσινο πεζοδρόμιο. Εάν κάποιος βέβαια ιχνογραφούσε τα βήματά μας θα έβρισκε πως η μία σειρά, ήταν ενός ανθρώπου συνηθισμένου που κουβάλαγε συνηθισμένες σκέψεις και συνηθισμένα συναισθήματα, ενώ η δεύτερη σειρά βημάτων θα μπορούσε να ανήκε και σε παπουτσωμένη γαζέλα, έτσι που χοροπήδαγες γύρω μου. Περπατήσαμε μέχρι που φθάσαμε σε ένα σημείο που αριστερά ο ψηλός λιθόκτιστος τοίχος άνοιγε, γινόταν πύλη από την ίδια γκριζοπράσινη άτεγκτη πέτρα που ήταν και ο τοίχος.
Μέσα από την πύλη είδαμε να ξεκινάει μια σειρά από σκαλοπάτια που ανέβαιναν σε μια λιθόστρωτη έρημη πλατεία, που κτίρια όμορφα την περιέβαλαν με τρυφερότητα και αφοσίωση. Στην άκρη της πλατείας, μου φάνηκε πως είδα και το πίσω μέρος μίας εκκλησίας. Αυτό μαζί με τα κτίρια γύρω έμοιαζε με σκηνικό, για μια πράξη θεατρικού που επρόκειτο να γραφτεί ή που είχε γραφτεί και ξεχαστεί σε κάποιο συρτάρι. Αυτή η πλατεία ήταν τόσο όμορφη που από την μια χαιρόσουν που την έβλεπες αλλά από την άλλη λυπόσουν, διότι ένιωθες πως χαραμίζονταν έτσι όπως στέκονταν μακριά από τα ανθρώπινα βλέμματα που θα μπορούσαν να την θαυμάσουν. Αυτός ο χώρος μου γέννησε πραγματικά την επιθυμία να θέλω να ζήσω εκεί· ήθελα να μπορώ κοιτάζω την πλατεία μέσα από αυτά τα δίμετρα παράθυρα αυτών των όμορφων κτιρίων που την περιέβαλαν με τόση αρχοντιά.
Τόση οπτικοποιημένη ποίηση, τόσο συναίσθημα. Πραγματικά αυτό το όνειρο είχε όλες τις ιδιότητες ενός ευεργετικού ονείρου· ενός ονείρου που κατάφερε να νανουρίσει όλες μου τι έγνοιες μου κι ως εκ τούτου να κάνει τα νεύρα μου να λυθούν και τους μυϊκούς πόνους να διαλυθούν.
• Επικοινωνήστε με τον συγγραφέα:
Το προφίλ τoυ Θάνου Τσιτσή-Κούσκου στο Facebook
• Σχετικοί σύνδεσμοι:
http://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/thili.html
http://www.anemosekdotiki.gr/syggrafeis/pezografia/thanos-kouskos.html