«Αγαπητή Χέρτα Μύλερ
Δείξατε μεγάλο θάρρος και αντισταθήκατε στην καταπίεση και την τρομοκρατία των πολιτικών. Για το καλλιτεχνικό περιεχόμενο αυτής της αντίστασης σας απονέμεται αυτό το βραβείο. Το έργο σας είναι ένας αγώνας που συνεχίζεται -και οφείλει να συνεχιστεί- ένα είδος εξορίας δίχως επιστροφή. Και παρότι είπατε ότι διδαχτήκατε τη συγγραφή από τη σιωπή και την αποσιώπηση, μας χαρίσατε λέξεις που μας συγκινούν, άμεσα και βαθύτατα. Με τη σιωπή. Για τη σιωπή. Επιτρέψτε μου να εκφράσω τα θερμότατα συγχαρητήρια εκ μέρους της Σουηδικής Ακαδημίας και σας προσκαλώ να δεχτείτε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας από τα χέρια της Α. Ε. του βασιλέως».
(Είναι το σκεπτικό με το οποίο η Χέρτα Μύλερ πέρασε στο χρυσό βιβλίο της Ιστορίας της λογοτεχνίας)
Η Χέρτα Μύλερ, η Γερμανίδα συγγραφέας, γεννήθηκε το 1953 στη Ρουμανία και έζησε στην περίοδο Τσαουσέσκου. Σπούδασε ρουμανική και γερμανική φιλολογία κι εργάστηκε ως μεταφράστρια σε βιομηχανική επιχείρηση, απ’ όπου απολύθηκε όταν αρνήθηκε να συνεργαστεί με τη Σεκιουριτά. Το 1987 εγκατέλειψε τη Ρουμανία κι εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο.
Το 2009 πήρε το βραβείο Νόμπελ για το σύνολο του έργου της.
Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά της « Ο άγγελος της πείνας». Ένα έργο σκληρό, πικρό, ποιητικό, γεμάτο συμβολισμούς. Ανθρώπινο.
«Η πείνα είναι πάντα εδώ. Επειδή είναι εδώ, έρχεται όποτε θέλει και όπως θέλει. Η αιτιώδης συνάφεια είναι το κακότεχνο έργο τού αγγέλου της πείνας. Όταν έρχεται, έρχεται για τα καλά.
Τα πράγματα είναι πολύ ξεκάθαρα:
1 φτυαριά= 1 γραμμάριο ψωμί».
Σ’ αυτό της το βιβλίο, η Χέρτα Μύλερ καταπιάνεται με ένα θέμα ταμπού, γιατί θύμιζε το ναζιστικό παρελθόν της Ρουμανίας: τα στρατόπεδα εργασίας που λειτούργησαν στη Σοβιετική Ένωση μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, για τα οποία στρατολογήθηκαν από τις γερμανικές μειονότητες των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης όλοι οι κάτοικοι από 17 έως 45 ετών, με στόχο την ανοικοδόμηση της χώρας.
Η περιοχή όπου ζούσε η οικογένειά της, η επαρχία Μπανάτ, στην αρχή ανήκε στην Αυστρουγγαρία, κατόπιν στην Ουγγαρία και μετά το τέλος του πολέμου πέρασε στη Ρουμανία, οπότε, ξαφνικά, οι κάτοικοι έγιναν μια γερμανική μειονότητα! Όταν το ’45 ήρθε ο κομουνισμός και τους πήρε τα πάντα κι έγιναν «συγκατοικούσες εθνότητες», οι σχέσεις τους με το ρουμάνικο κράτος έπαψε να υπάρχει. Επόμενο λοιπόν, ήταν για ό,τι είχε συμβεί να κατηγορηθούν οι γερμανικές μειονότητες, όπως εξομολογείται η ίδια η Χέρτα Μύλερ.
Οι διώξεις άρχισαν, οι συλλήψεις καθημερινές. Ο πατέρας της συνελήφθη μόλις γύρισε απ’ τον πόλεμο κι η μητέρα της, έμεινε κλεισμένη σε στρατόπεδο εργασίας στην Ουκρανία πέντε ολόκληρα χρόνια.
Η πείνα και ο φόβος κυριαρχούσαν για χρόνια.
Η συγγραφέας που ζούσε ανάμεσα σε ανθρώπους που φοβόντουσαν να μιλήσουν ανοιχτά για τα εφιαλτικά και μαρτυρικά εκείνα χρόνια –μεταξύ αυτών και η ίδια η μητέρα της- και αποφάσισε να σπάσει τη σιωπή. Είχε έρθει πια το πλήρωμα του χρόνου να βγει στην επιφάνεια ό,τι είχε σημαδέψει ανεξίτηλα τα παιδικά της χρόνια.
Έτσι, το 2001 πήρε την απόφαση να ερευνήσει σε βάθος και σε έκταση τις διαστάσεις τής ανείπωτης τραγωδίας. Χτύπησε πολλές πόρτες και τελικά συγκέντρωσε αρκετές πληροφορίες από όσους αυτόπτες μάρτυρες δέχτηκαν να περιγράψουν τα όσα είχαν ζήσει. Κυρίως όμως, στηρίχτηκε στις αναμνήσεις του Όσκαρ Παστιόρ που είχε κι ο ίδιος εκτοπιστεί.
Δεν πρόκειται ασφαλώς για ένα ντοκουμέντο ιστορικό ή κάτι παρόμοιο. Στις σελίδες του, η πείνα, ο φόβος και οι απερίγραπτες κακουχίες των στρατοπέδων δίνονται μέσα από συμβολισμούς, μεταφορές, επαναλήψεις, αλληγορίες κι έναν ελλειπτικό λόγο, που όμως καθόλου δεν δυσκολεύουν τον αναγνώστη να σχηματίζει τις εικόνες που του είναι απαραίτητες για να συνθέτει το κείμενο. Το αποτέλεσμα είναι μια ποιητική σύνθεση κεφαλαίων, όπου το γήινο και μακάβριο αφήνει τον αναγνώστη, όσο παράξενο κι αν ακούγεται, ανάλαφρο.
Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο. Ήρωας είναι ένας δεκαεφτάχρονος Γερμανός από την Τρανσυλβανία, ο Λέοπολντ Άουμπεργκ, ο οποίος συλλαμβάνεται το Γενάρη του 1945 και εκτοπίζεται σ’ ένα στρατόπεδο της Ουκρανίας. Μέσα στη νεανική του αφέλεια, φεύγει ευχαριστημένος, γιατί πιστεύει πως, έστω και μ’ αυτόν τον τρόπο, θα ξεφύγει απ’ τη συμπεριφορά των συγχωριανών του, που δε συγχωρούν την σεξουαλική του απόκλιση! Παίρνει μάλιστα μαζί του ρούχα και βιβλία που ευτυχώς, αργότερα, θα του χρησιμεύσουν ως αντάλλαγμα για λίγο ψωμί.
«Ξέρω ότι θα γυρίσεις», του λέει η γιαγιά του, και κείνος την πιστεύει. Και δεν το ξεχνάει ποτέ!
Δεν αργεί ωστόσο να καταλάβει, ακόμα και κατά τη μεταφορά του με το τρένο, πως τον περιμένει η κόλαση. Χιλιάδες οι στοιβαγμένοι μέσα στα βαγόνια που μεταβάλλονται μέρα με τη μέρα σε ανθρωποειδή. Και η οριστική του προσγείωση βέβαια, έρχεται με την άφιξή τους στο στρατόπεδο.
Η πένα της Χέρτα Μύλερ είναι σκληρή, σπαρακτική, καθώς περιγράφει τις απάνθρωπες συνθήκες: το μαρτύριο της πείνας, τις ψείρες, τη βρώμα, τις κακίες, τον εγωισμό, τον ξεπεσμό, τη χυδαιότητα, τη μοναξιά, την καταρράκωση του ατόμου! Χώρος και χρόνος χορεύουν αγκαλιαστά σ’ ένα σουρεαλιστικό ταγκό. Τα πρόσωπα περνούν μπροστά απ’ τα μάτια του αναγνώστη και αιωρούνται για ώρες και μέρες, ώσπου να σβήσουν απαλά και ν’ αφήσουν το τραγικό τους αποτύπωμα. Η προσωπική και ιδιότυπη γραφή της Μύλερ κατορθώνει να παίζει με το τραγικό και το αισιόδοξο σ’ ένα λυρικό κρεσέντο!
«Ο άγγελος της πείνας σκαρφαλώνει στον ουρανίσκο μου και κρεμάει την ζυγαριά του», λέει ο Λέο.
«Όλοι πέφτουμε στην παγίδα του ψωμιού».
«Το ψωμί το δικό σου πάντα, σου φαίνεται λιγότερο από των άλλων. Κι αυτό ισχύει για όλους».
«Η ευτυχία του στόματος έρχεται τρώγοντας και είναι μικρότερη απ’ το στόμα, ακόμα κι από τη λέξη στόμα. Όταν την αρθρώνεις δεν έχει χρόνο ν’ ανέβει στο κεφάλι. Η ευτυχία του στόματος δεν θέλει να μιλάνε γι’ αυτήν. Όταν μιλάω για την ευτυχία του στόματος, πρέπει πριν από κάθε φράση να λέω ΕΞΑΦΝΑ. Και μετά από κάθε φράση: ΜΗΝ ΤΟ ΠΕΙΣ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΕΠΕΙΔΗ ΟΛΟΙ ΠΕΙΝΑΝΕ».
«Ο Γκαστ έφαγε τη σούπα της γυναίκας του ώσπου εκείνη πέθανε».
Μετά από τέσσερα χρόνια, όμως, έρχεται κάποια χαλάρωση. Ο Λέο αρχίζει να ονειρεύεται. Ή μάλλον να φαντάζεται. Το πριν μπερδεύεται με το μετά. Αναμνήσεις ενώνονται με το παρόν κι άλλοτε το κάνουν πιο σπαρακτικό κι άλλοτε το γλυκαίνουν. Και τέλος, πέντε χρόνια μετά, οι πόρτες του στρατοπέδου ανοίγουν κι όσοι κρατούμενοι έχουν απομείνει φορτώνονται πάλι σε βαγόνια και σαν τα ζώα γυρίζουν στην πατρίδα. Τον Λέο, όμως τον περιμένει κι εκεί βαθιά απογοήτευση. Η επιστροφή στη ηρεμία του πατρικού του είναι οδυνηρή έκπληξη. Κανείς δεν τον περιμένει. Κανείς δεν νοιάζεται για το πώς έζησε. Κανείς δεν κάνει τον κόπο να τον ρωτήσει πώς πέρασε. Δεν υπάρχει γι’ αυτούς. Όλοι βολεύονται να τον θεωρούν πεθαμένο. Ένας άλλος αδελφός-υποκατάστατο έχει πάρει τη θέση του. Είναι ξένος ανάμεσα και στους δικούς του και στους συγχωριανούς του. Μια ζωή κατεστραμμένη.
Λέει:
«Μου αρέσει τόσο πολύ να τρώω, που δεν θέλω να πεθάνω επειδή μετά δεν θα μπορώ πια να τρώω. Εδώ κι 60 χρόνια ξέρω ότι ο γυρισμός δεν μπόρεσε να δαμάσει την ευτυχία του στρατοπέδου. Ακόμα και σήμερα δαγκώνει και κόβει με την πείνα του το μισό κάθε άλλου συναισθήματος. Καταμεσής είμαι άδειος».
«…Μέσα μου υπάρχει ο εκβιαστής του ελέους, ένας συγγενής του άγγελου της πείνας. Ξέρει πώς να εκπαιδεύει όλους τους άλλους θησαυρούς. Ανεβαίνει στο μυαλό μου, με σπρώχνει στη μαγεία του εξαναγκασμού, επειδή φοβάμαι να είμαι ελεύθερος».
Η Χέρτα Μύλερ με το μυθιστόρημά της αυτό έχει δημιουργήσει έναν εφιαλτικό κόσμο, όπου τίποτα δεν λειτουργεί ανθρώπινα, όπου «ο θάνατός σου είναι η ζωή μου», όπου ο ένας υποβλέπει τον άλλο για ένα κομμάτι ψωμί, όπου η πραγματικότητα έχει χάσει τα όριά της και μπερδεύεται με το σκοτάδι του στρατοπέδου. Παρ’ ολ’ αυτά, όταν ο αναγνώστης φτάσει στο τέλος, είναι αφάνταστα ευχαριστημένος απ’ το απίθανο βάθος των συναισθημάτων που έζησε διαβάζοντας ένα ντοκουμέντο σκληρής δουλειάς και απύθμενου ψυχικού μόχθου, γιατί πραγματικά «ο άγγελος της πείνας» είναι ένα μυθιστόρημα συναισθημάτων που ανδρώθηκε μέσα απ’ τη σιωπή και την απόλυτη μοναξιά.
• Βρείτε εύκολα το βιβλίο, εδώ:
https://www.kastaniotis.com/book/978-960-03-5094-4