Ένας τυχαίος εραστής – Ναντίν Γκόρντιμερ (1923-2014) | Γράφει η Βάσω Ζαφειροπούλου

Άνεμος Magazine 02/12/2018 0

«…Εκείνος ανέφερε μια χώρα την οποία μόλις που είχε ακουστά… Μια απ’ τις χώρες εκείνες όπου η θρησκεία δεν διαχωρίζεται από την πολιτική ούτε η καταπίεση της εξουσίας από τον κατατρεγμό της ένδειας κι αυτός είναι ο λόγος που τις εγκαταλείπει κανείς, για να καταφύγει όπου αλλού του επιτρέψουν».

Αυτά είναι τα λόγια της Ναντίν Γκόλντιμερ, της Νοτιοαφρικανής ακτιβίστριας συγγραφέα, θέλοντας να περιγράψει με ρεαλισμό το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο ήρωάς της, ο Αμπντού, λαθρομετανάστης. Στο βαθύτατα κοινωνικό αυτό μυθιστόρημά της η Γκόλντιμερ καταπιάνεται κυρίως με ζητήματα ταυτότητας που προσδιορίζουν τη σημερινή πολυπολιτισμική κοινωνία, μιας και οι ήρωές της είναι και οι δύο απόγονοι μεταναστών.

Στην ιστορία αυτή, ήρωες είναι ο Αμπντού και η Τζούλι. Εκείνος, φτωχός, μουσουλμανικής καταγωγής, εκείνη πλούσια, ιρλανδοεγγλέζικης προέλευσης Νοτιοαφρικανή, απ’ τα Προάστια. Οι δυο νέοι συναντιούνται τυχαία, όταν εκείνη πηγαίνει για επισκευή το αυτοκίνητό της. Η έλξη είναι αμοιβαία. Εκείνη τον ερωτεύεται αμέσως, εγκαταλείπει τους εραστές και του αφοσιώνεται. Εκείνος ανταποκρίνεται.

Ο Αμπντού, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη, διωγμένος απ’ όποια χώρα πέρασε, ζει παράνομα, δίχως έγγραφα, διαρκώς με το φόβο της απέλασης. Αν και έχει σπουδάσει οικονομολόγος, εργάζεται σε συνεργείο αυτοκινήτων. Η Τζούλι, παιδί χωρισμένων γονιών, τέκνο της γενιάς της γυναικείας χειραφέτησης, έχει απαρνηθεί το πλούσιο περιβάλλον του τραπεζίτη πατέρα της και ζει, παρέα με τους λευκούς κουλτουριάρηδες φίλους της, (μια βουδίστρια, έναν ποιητή, τον Ραλφ, που πάσχει από AIDS) γύρω απ’ το Τραπέζι, στο «Ελ Έι καφέ», μια ζωή απλή. Οι νεαροί αυτοί, γόνοι των βορείων προαστίων, περνάνε τον καιρό τους «ανεξάρτητοι», -αν και τους συντηρούν οι πλούσιοι γονείς τους-καβγαδίζοντας, πίνοντας, καπνίζοντας χόρτο, μαριχουάνα και φιλοσοφώντας. Οι απόψεις τους είναι «προοδευτικές» (πιστεύουν σε κάθε ανθρώπινη επαφή, γιατί αυτό δίνει αξία στη ζωή!) εκφράζοντας το πνεύμα των λευκών. Έχοντας απομακρυνθεί απ’ τις αστικές τους οικογένειες των Προαστίων- μαύρες ή λευκές-, τις συνήθειες και τις προκαταλήψεις τους, αναζητούν διαρκώς διεξόδους ιδεολογικές. Φιλοσοφική τους αρχή είναι: «ό, τι κι αν κάνεις, όποιον κι αν ερωτεύεσαι, ό,τι κι αν σου συμβεί, ή σε χτυπήσει κατακούτελα, Αδελφέ μου, κανένα πρόβλημα».

 Ο Αμπντού γίνεται αμέσως δεκτός απ’ την προοδευτική παρέα των νεαρών, οι οποίοι τον «ανακρίνουν» με θέρμη για να μάθουν όσα περισσότερα γίνεται γι’ αυτόν τον αμίλητο έγχρωμο που έκλεψε την καρδιά της Τζούλι!

«Μέσα σε χρόνο μηδέν του έχουν αποσπάσει την ιστορία του… επιδεικνύοντας ένα ενδιαφέρον που είναι είτε αθώα γενναιόδωρο ή ανεπιθύμητο, εξαρτάται πώς θα το πάρει ο άλλος-αίφνης όμως δεν είναι πια ένας «γκαραζιέρης», είναι φίλος, ένας απ’ αυτούς…»

«Δεν μπορώ να πω “η πατρίδα μου”, γιατί κάποιος άλλος τράβηξε μια γραμμή και είπε αυτή είναι. Τον καιρό του πατέρα μου την έδωσαν στους πλούσιους κι αυτοί την έκαναν δική τους. Άρα τίνος η πατρίδα είναι η πατρίδα μου;» απαντάει ο Αμπντού στην περιέργεια των νεαρών που δεν έχουν ιδέα τι θα πει να ζεις και να επιβιώνεις στην έρημο, η πολυμελής οικογένειά σου να εξαρτάται από σένα «τον μορφωμένο» που έφυγε στα ξένα για να γίνει σπουδαίος και που τελικά αυτός σέρνεται ολημερίς κάτω απ’ τα πολυτελή αμάξια των πλουσίων, κερδίζοντας πενταροδεκάρες!

Παρόλες τις βασανιστικές του σκέψεις, το ζευγάρι δένει και γίνεται αχώριστο. Προσπαθούν και οι δυο να ξεπεράσουν τις δυσκολίες μιας σχέσης που μοιάζει αταίριαστη. Το Τραπέζι, η ιδεολογική οικογένεια της Τζούλι, εξακολουθεί να επηρεάζει και τους δυο τους, παρόλο που εκείνος προσαρμόζεται, δίχως όμως να ασπάζεται και τις απόψεις τους για τους αστούς. Αν και λαθρομετανάστης ο ίδιος, δικαιολογεί κάπως την απέλαση των λαθρομεταναστών.

«….Δεν τους βλέπεις κι εσύ όπου και να συχνάζεις; Κάτω από την καφετέρια αγοράζεις κρακ σα να έπαιρνες ένα κουτί σπίρτα, συμμορίες σου αρπάζουν το πορτοφόλι μόλις στρίψεις τη γωνία, υπάρχουν γυναίκες για κάθε γούστο…….Πιστεύεις ότι κάνει καλό αυτό στη χώρα σου;» λέει.

«Εσύ, όμως,…. εσύ δεν είσαι σαν αυτούς;» ρωτάει ο φίλος.

«Ισχύει και για μένα. Όπως και γι’ αυτούς. Μόνο που αυτοί είναι πιο έξυπνοι, έχουν πιο πολλά λεφτά-για να πληρώσουν».

Ιδεολογική απόσταση. Οι νεαροί ζουν στον κόσμο της θεωρίας, ενώ εκείνος, έχοντας βιώσει τον αποκλεισμό και τη φτώχεια, μπορεί να διακρίνει τις διαφορές.

«Ξέρω, άκουσα. Οι φίλοι σου μπορούν να γελάνε με όλα», λέει στη Τζούλι.

Εδώ και πέντε μήνες, μένουν πια μαζί, σ’ ένα χαμόσπιτο. Οι κοινωνικές διαφορές τους είναι εμφανείς, αλλά εκείνη δεν μπορεί να καταλάβει πόση διαφορά υπάρχει ανάμεσα στο φεύγω μόνος μου απ’ το σπίτι και στο με διώχνει η χώρα μου, επειδή δεν υπάρχουν δουλειές. Η σεξουαλική ζωή τους, ευτυχώς, τους απορροφά. Ωστόσο, εκείνος δεν σταματάει να κάνει αιτήσεις για μετάβαση σε άλλη χώρα. Οι απαντήσεις είναι πάντα αρνητικές. Η περίπλοκη διαδικασία της γραφειοκρατίας για τους παράνομους μετανάστες (αδιαφορία και χρηματισμός των υπαλλήλων) και η απερίγραπτη διαφθορά των δικηγόρων και των άλλων δυσκολεύουν τη ζωή τους. Όμως εκείνος επιμένει, συνηθισμένος σε παρόμοια διαβήματα. Οι φίλοι έχουν πάντα φαεινές αλλά μη πραγματοποιήσιμες ιδέες να προτείνουν. Εκείνος παραμένει σιωπηλός. Όταν, τέλος, επειδή η σχέση τους έχει βαθύνει, της προτείνει να γνωρίσει τον πατέρα της-έτσι κάνουν οι τίμιοι άντρες στην πατρίδα του-εκείνη αρνείται κατηγορηματικά, ξαφνιασμένη.

«Ντρέπεται για τους γονείς της-εκείνος νομίζει ότι ντρέπεται γι’ αυτόν. Κανείς απ’ τους δύο δεν ξέρει τις σκέψεις του άλλου». «…Για πρώτη φορά, η διαφορά ανάμεσά τους, η μυστική πολιτισμική διαφορά των προελεύσεών τους που έχει δημιουργήσει αυτό το ιδιαίτερο δέσιμο μεταξύ τους κι ενάντια σε όλους τους άλλους, αποκτάει διαφορετική έννοια-μετατρέπεται σε αντίθεση», γράφει η Γκόρντιμερ.

Τελικά, η επίσκεψη γίνεται. Ο πλούσιος πατέρας της και η κοσμική γυναίκα του υποδέχονται με την δέουσα συμπεριφορά τον έγχρωμο και ο λαθρομετανάστης έχοντας στο πλευρό του την Τζούλι παρακολουθεί τους καλεσμένους, λευκούς και έγχρωμους- όλοι απόγονοι μεταναστών-, να μιλούν διαρκώς για το Χρυσό, τις εξαγωγές, τις τηλεπικοινωνίες και τις Τράπεζες.

«Γιατί προτιμάς τους φίλους σου, αντί για την οικογένειά σου;» ρωτάει κάποια μέρα τη Τζούλι κι εκείνη, κατάπληκτη, τον ακούει να επαινεί τους ανθρώπους που ξέρουν τι λένε και τι θέλουνε, που αγαπάνε την πρόοδο. Δηλ. τον πατέρα της και τους πλούσιους καλεσμένους του!

Ώσπου η μοίρα παίζει και πάλι το παιχνίδι της δίνοντας λύση. Ειδοποιείται ο παράνομος μετανάστης Ιμπραήμ Ιμπν Μούσα (το πραγματικό όνομα του Αμπντού) ότι απελαύνεται. Η νέα τροπή αναστατώνει το ζευγάρι που ανταλλάσσει λόγια πικρά, αφού γι’ αυτόν η χρησιμότητα της Τζούλι είχε λήξει πια. Δεν της το λέει, αλλά… Εν τούτοις, η απελπισία φέρνει αποτέλεσμα. Η Τζούλι δηλώνει, αδιαπραγμάτευτα, πως θα πάει μαζί του στην έρημο, στο χωριό του.

«Δε θέλω την ευθύνη του εαυτού σου», φωνάζει εκείνος τρομαγμένος.

Δεν είχε καν υποψιαστεί την σθεναρή αντίδραση της φίλης του.

«Η ιδέα της είναι τελείως ανέφικτη. Τι θα μπορούσε να κάνει εκεί; Τι θα πρέπει να κάνω εγώ μ’ αυτήν μαζί; ΕΚΕΙ. Δεν είναι για μένα, δε μπορεί να το καταλάβει αυτό; Είναι πολύ εγωίστρια και κακομαθημένη για να χωνέψει ότι αυτό ακριβώς είναι, πιστεύει πως μπορεί να έχει τα πάντα…»

Η κρίση συνεχίζεται, η απογοήτευση πληγώνει την Τζούλι, αλλά το κρεβάτι ζεσταίνει το μέλλον και προσφέρει μια πρόσκαιρη ταυτότητα!

«….εκείνο το βράδυ έκαναν έρωτα, το είδος εκείνο του έρωτα που είναι από μόνο του μια χώρα άλλη, ξένη, ούτε η δική σου ούτε η δική μου…»

Η απόφασή της ζεσταίνει ακόμα και την καρδιά του πατέρα της που της δείχνει αγάπη,(αφού έχει αρχίσει να εκτιμάει τους έγχρωμους του Χρήματος!!) μαζί με το καταπίστευμα.

Παντρεύονται και φεύγουν.

Κι έτσι η πλούσια, «απελευθερωμένη» Τζούλι, φτάνει στο χωριό της ερήμου και κάνει μια πρώτη γνωριμία με την πολυμελέστατη οικογένεια του άντρα της. Η προσαρμογή στις άγνωστες συνήθειες και τη νοοτροπία των Αράβων, η δύναμη, η επιρροή, η εξουσία της θρησκευόμενης μάνας πάνω στο γιο της, η έντονη θρησκευτικότητα μέσα στο σπίτι, δυσκολεύουν τη νέα γυναίκα, που βρίσκει παρηγοριά με το να βαδίζει μερικά μέτρα έξω απ’ το σπίτι, μέχρι το τοιχάκι. Από κει και πέρα άρχιζε η έρημος. Μπροστά απ’ αυτό το τοιχάκι, αγναντεύοντας την έρημο (τη μέρα καυτή, τη νύχτα παγωμένη, ασάλευτη και μουγγή, δίχως μέλλον), η Τζούλι μαθαίνει να σκέφτεται και να υπομένει. Να αποκτά καινούργια αντίληψη για τον εαυτό της. Ήδη, απ’ τις πρώτες μέρες, «συνειδητοποίησε ότι ήταν κατά κάποιον τρόπο ξένη για τον εαυτό της όπως και γι’ αυτούς: ήταν ό, τι εκείνοι έβλεπαν…»

Μήπως αυτό είναι η πατρίδα; αναρωτιέται.

Η αδράνεια γρήγορα την ωθεί να πιάσει «δουλειά» διδάσκοντας αγγλικά σε παιδιά, όσο ο άντρας της εργαζόταν στο συνεργείο του θείου του. Προσπαθώντας μάλιστα να κατανοήσει το πνεύμα της κοινωνίας, όπου ζει, ανακαλύπτει και αρετές.

«…πόσο ωραίο είναι που οι άνθρωποι εδώ έρχονται στο κέφι, χωρίς αλκοόλ, χωρίς κάτι να σνιφάρουν ή να καπνίσουν…»

Η ξηρασία, η διαρκής έλλειψη του νερού, η παράγκα, όπου ζουν, αναγκάζουν τη νέα γυναίκα να πιέζει τον άντρα της να δεχτεί την πρόταση του πλούσιου, αλλά όχι έντιμου θείου του, ο οποίος του έχει προσφέρει καλή θέση στην επιχείρησή του. Ο Ιμπραήμ αρνείται πεισματικά και επιμένει να κάνει αιτήσεις για μετανάστευση. Τα χρήματά της τελειώνουν σιγά σιγά και οι οικονομικές δυσκολίες πληθαίνουν, ενώ συνηθίζει στην καινούργια της ζωή. Η πολυμελής και πολυποίκιλη οικογένεια του Ιμπραήμ έχει καλύψει τα κενά της ζωής της και της δημιουργεί ένα αίσθημα ασφάλειας που δεν είχε ξανανιώσει. Επιτέλους, εκείνος παίρνει την απαραίτητη μεταναστευτική βίζα-με τη βοήθεια της μητέρας της, κρυφά απ’ την ίδια- κι εκείνη ζητάει την οικονομική βοήθεια του θείου της Άρτσι για τα εισιτήρια προς την Καλιφόρνια. Η εκτεταμένη οικογένεια του Ιμπραήμ ακολουθώντας τα έθιμα ετοιμάζει το αποχαιρετιστήριο γεύμα με τα πλούσια γαμήλια δώρα!

Κι ενώ τα πάντα είναι έτοιμα για την αναχώρηση, έρχεται η ανατροπή: η Τζούλι αρνείται να τον ακολουθήσει. Του δηλώνει πως θα μείνει με την οικογένειά του και θα τον περιμένει. Παραβαίνοντας, βέβαια, την αρχή: «μια γυναίκα ακολουθεί τις επιθυμίες του άντρα της».

Με αυτήν την εξέλιξη, αποδεικνύεται πως ο κυρίαρχος κρίκος που τους κρατάει δεμένους και αναθερμαίνει την αγάπη τους δεν είναι άλλος από την αναζήτηση μιας καινούργιας πατρίδας: εκείνος δεν θέλει την έρημο. Εκείνη δεν θέλει την Καλιφόρνια. Και οι δύο δεν θέλουν να γυρίσουν πίσω. Ψάχνουν για νέα πατρίδα!

«…Έπρεπε να το ξέρω. Είναι σαν κι εμένα, σαν κι εμένα, δεν θέλει να γυρίσει εκεί όπου ανήκει. Όπου οι άλλοι της λένε ότι ανήκει. Ψάχνει για άλλη πατρίδα….», σκέφτεται ο Ιμπραήμ και φεύγει μόνος του,

αφήνοντας πίσω τη γυναίκα του, όπως είχαν κάνει και πολλοί άλλοι συγχωριανοί του που είχαν εγκαταλείψει τον άγονο τόπο τους για μια καλύτερη ζωή!

Στο μυθιστόρημά της αυτό η Ναντίν Γκόρντιμερ μας περιγράφει ανάγλυφα, με τη δύναμη της πένας της, με τον ελλειπτικό, υπαινικτικό και ασύνδετο, πολλές φορές, λόγο της, τα βαθιά προβλήματα των νοτιοαφρικανικών και μουσουλμανικών κοινωνιών που, στην προσπάθειά τους να εναρμονιστούν με το πνεύμα της εποχής και να εκσυγχρονιστούν, καταδικάζουν τους ανθρώπους τους σε αληθινά βασανιστήρια, λόγω της εκτεταμένης διαφθοράς και παρανομίας και της αδυσώπητης γραφειοκρατίας.

Το θέμα της μετανάστευσης, οι λόγοι που οδηγούν τους ανθρώπους στην αναζήτηση νέων πατρίδων, οι συνέπειες των μετακινήσεων των λαών, είναι ο πυρήνας του μυθιστορήματος.

Λίγα λόγια για τη συγγραφέα

Η Ναντίν Γκόρντιμερ (20/11/1923-13/7/2014) ήταν κορυφαία μεταπολεμική Νοτιοαφρικανή συγγραφέας, πολιτική ακτιβίστρια εναντίον του καθεστώτος του Απαρτχάιντ στη χώρα της, και μέλος του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, όταν το κόμμα ήταν απαγορευμένο. Βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας του 1991. Ήταν κόρη Εβραίων μεταναστών, Ρωσικής καταγωγής. Γεννήθηκε στο Σπρινγκς, μια πόλη δίπλα στο Γιοχάνεσμπουρκ και πέθανε στον ύπνο της στα 91 της χρόνια. Άρχισε να γράφει από τα εννέα της και στα δεκαπέντε (1937) δημοσίευσε το πρώτο της διήγημα, μια ιστορία για παιδιά. Το 1939 έγραψε το πρώτο βιβλίο της για ενηλίκους. Έγινε διάσημη από τα μυθιστορήματά της, αλλά υπήρξε και σπουδαία διηγηματογράφος (15 συλλογές διηγημάτων).

Leave A Response »

Αποδείξτε ότι είστε άνθρωπος και όχι bot *