Η ποίηση της Ελένης Βαρδουλάκη είναι μία συνεχής έκπληξη. Μία ποίηση που σε αιφνιδιάζει, σε πονά, σε διαπερνά. Δεν σου επιτρέπει να ξεφύγεις ούτε για μια στιγμή, ούτε να χαλαρώσεις.
Με κομμένη την ανάσα, την ακολουθείς στα ταξίδια της, ταξίδια ζωής απρόοπτα, με συμβάντα που σε καθηλώνουν, χωρίς σταθμούς ανάπαυσης και «ήπιους τόνους». Σε ένα συνεχές της ροής, βυθίζεσαι κι εσύ σ’ αυτό το αξεδιάλυτο ποτάμι, το ορμητικό. Που κυλάει σ’ ένα χρόνο επίφοβο, απειλητικό, γωνιώδη και αγωνιώδη.
Στο ποίημά της «Χρόνος» διαβάζω:
Πώς γίνεται να γερνάς πριν προλάβει ο χρόνος να περάσει;
Οι φθορές στο σώμα γίνονται όλο και πιο εμφανείς.
Δεν ελπίζεις πια να ξεφύγεις.
Και ξαφνικά άρχισες να πιστεύεις στα θαύματα.
Κυλώντας σ’ αυτό το αδυσώπητο χρόνο, που δεν παίρνει από λόγια και τρυφερά αγγίγματα, γράφει, στο ποίημα «Αναζήτηση»:
Ο χρόνος δε νοιάζεται για το τι θα φέρει.
Τόσο καιρό έκλεινα τα μάτια και τον άφηνα να κυλά.
Πότε αργά, πότε γρήγορα.
Πότε σα να μην υπάρχει καθόλου.
Όπως όταν η σκέψη μου γυρνούσε σε σένα
κι έπλαθε κόσμους που νόμιζα πως μπορώ να βρω.
Κι η καρδιά μου γινόταν ένα μικρό σταχτί πουλί,
που ξέφευγε απρόσεχτα μέσα απ’ τις χούφτες μου
για να πετάξει ως το μισάνοιχτο πουκάμισό σου.
Με το ράμφος του δοκίμαζε να τρυπήσει τον άνεμο,
να μας φέρει πιο κοντά.
Ώσπου, στο τέλος, έπεσε νεκρό από μια ανυπόμονη
αδέξια επιθυμία.
Ο χρόνος στην ποίηση της Ελένης Βαρδουλάκη, φιλοξενεί την προσδοκία της χαράς, την ελπίδα του αμοιβαίου έρωτα, της ανθρώπινης ζεστασιάς, αλλά δεν συμπίπτει με την εκπλήρωσή τους.
Το πλοίο σαλπάρει τη στιγμή που φτάνω στο λιμάνι.
Η ποιήτρια εκφράζει τη ζωτική ανάγκη της για πρόσωπα και καταστάσεις, για αισθήματα και νοήματα, που να μην διαλύονται σαν ονειροφαντασιές, για εγγύτητες που δεν προδίδουν την πρόθεση και τη χειρονομία τους. Στον επίφοβο χρόνο, όπου κατοικεί και πλέει η ποίησή της, έχουν ήδη συμβεί γεγονότα σκληρά, αμείλικτα, που συντρίβουν τις ελπίδες.
Στο ποίημα «Τα μπλουζ της Δευτέρας» γράφει:
Κλείνω τα μάτια κι ονειρεύομαι πως ταξιδεύω
σ’ ένα σύμπαν που το κακό δεν με έχει βρει.
Το παρελθόν, γεμάτο μνήμες πουλιά, παίρνει τη μορφή ενός κόσμου που διαψεύδει. Ενός κόσμου που γεμίζει τη ζωή με χρώματα κι ελπίδες και, μετά, τα παίρνει όλα πίσω. Απροειδοποίητα. Εξαιτίας της συναισθηματικής απόστασης που απελπίζει ή, απλά, εξαιτίας μιας αδέξιας ανυπόμονης επιθυμίας. Μίας και μόνο.
Από τότε που το μητρικό νανούρισμα σώπασε
κι η ζωή έγινε εφιάλτης,
είχε πολλές φορές φανταστεί τη συντέλεια.
Σε μια σπαραχτική αναζήτηση ζωντανού νοήματος και στέρεων χειρονομιών που δεν διαψεύδουν την ψυχή τους, οι άλλοι βιώνονται αρχικά με αθωότητα, σαν αφορμές αγάπης, πίστης, συντροφικότητας. Προσεγγίζονται με την ελπίδα της συναισθηματικής και υπαρξιακής τους αξιοπιστίας και, στο τέλος, αφήνουν πίσω τους στάχτη και πόνο, συντρίμμια και χαλάσματα και τη διαυγή γνώση της ματαιότητας.
Μιλώντας για το ψάρι, τον «Βασιλιά του Βυθού», που συνάντησε τέσσερις φορές τα τελευταία δώδεκα χρόνια, στα όνειρά της, η ποιήτρια εξομολογείται στο ομώνυμο ποίημά της:
Το ψάρι φορούσε, τώρα, ένα στέμμα στο κεφάλι
κι έλεγε πως θα γινόταν ο βασιλιάς του Βυθού.
Μα όταν χάσαμε την πορεία μας
έκλαιγε σα μωρό και ζητούσε φοβισμένο βοήθεια
απ’ τους περαστικούς.
Φοβισμένοι κι εκείνοι, μας έδιναν κακές συμβουλές.
Ώσπου χαθήκαμε για τα καλά
κι ο καθένας μας τράβηξε το δρόμο του.
Μου λείπει καμιά φορά
αλλά έτσι είναι η ζωή, αλμυρή και ξυπόλητη.
Οι άλλοι είναι ανήμποροι όταν η απόγνωση είναι βαθιά, όταν το υπόστρωμα της λάβας της δυναμιτίζει τη ζωή και το θάνατο.
Στο ποίημα «Ο κύκλος», η ποιήτρια γράφει:
Θα ’θελα σαν το φίδι ν’ αλλάξω δέρμα,
ν’ αφήσω πίσω τ’ ανεκπλήρωτα όνειρα,
να συναντήσω την αρχέγονη μητέρα.
Μα είναι ακόμη χειμώνας και το φίδι κοιμάται.
Κι ούτε που ξέρω πότε θ’ αλλάξει ο καιρός
να ’ρθει η άνοιξη.
Γιατί ο χρόνος είναι μια απάτη,
όπως οι μορφές στον καθρέφτη.
Άλλοτε κοντινές, άλλοτε μακρινές,
κι άλλοτε μόνο μια παραίσθηση
που κρύβει τον πραγματικό ένοχο.
Ποιός να ’ναι άραγε ο «πραγματικός ένοχος» σ’ αυτόν τον απατηλό αντικατοπτρισμό μορφών και καταστάσεων; Μα νομίζω ό,τι εμποδίζει το διαυγές πέρασμα στον εαυτό, ό,τι καθηλώνει τον αναζητητή στα φθαρμένα μονοπάτια της έξωθεν σωτηρίας.
Γράφει πάλι στο ίδιο ποίημα, για το φίδι:
Μα όταν θά ’ρθει η ώρα θα ξυπνήσει.
Θα στρέψει πίσω το κεφάλι,
θα γράψει έναν τέλειο κύκλο,
θα δαγκώσει την άκρη της ουράς του
και θα γλιστρήσει ελεύθερο στον εαυτό του.
Υπάρχει λοιπόν ελπίδα σ’ ένα σύμπαν σκοτεινό και διάτρητο από ματαιωμένες υποσχέσεις, το σύμπαν των ανθρώπων: η επιστροφή στον εαυτό. Εκεί όπου η μνήμη είναι γεμάτη από μια ερωτική ευτυχία που σταματάει απότομα, όπως όταν κλείνουμε ένα διακόπτη ή από μία και μόνη λανθασμένη χειρονομία του έρωτα, εκεί όπου ο τόπος της συνάντησης μοιάζει ανέφικτος και νεκρός, εκεί όπου η στεγνή γη κλείνει ολούθε την υγρή όραση, υπάρχει ακόμα ένα δέντρο που περιμένει να ριζώσει.
Γιατί, όπως γράφει:
Τότε θα φυτέψω κι εγώ ένα δέντρο,
να το δω να ριζώνει,
να ψηλώνει, να βλασταίνει
και τότε επιτέλους θα πω
πως βρήκε το ανέστιο παρελθόν ένα σπίτι.
Υπάρχει ένα δέντρο που περιμένει να ριζώσει. Ένας εαυτός που περιμένει να υπάρξει, αλλά να υπάρξει ολόκληρος, να εκφράσει τη φωτιά που δεν θέλει να σβήσει, ένας εαυτός που θέλει να γείρει προς το φως.
Στο ποίημα «Η παράξενη ασθένεια των φυτών», εκεί όπου η επιβίωση είναι, όπως βεβαιώνει η ποιήτρια, «ένας περίπλοκος αυτοσχεδιασμός», υπάρχει πάντα το φως. Υπάρχει το νερό.
Έξω άρχισε να βρέχει.
Μάζεψα τ’ απλωμένα σεντόνια,
πέταξα την εφημερίδα και γλίστρησα στην αυλή.
Τα φυτά είχαν γείρει προς το φως. Το νερό τα είχε αναστήσει.
Δεν ήταν ποτέ άρρωστα, μόνο διψασμένα.
«Δεν ήταν ποτέ άρρωστα, μόνο διψασμένα». Όλη η αγωνία της ανθρωπότητας, όλη η αρρώστια των ψυχών, σε ένα στίχο. Λίγο φως, λίγο νερό κι η ύπαρξη ανασταίνεται και λευτερώνεται από το ασφυχτικό της κέλυφος, από το αβγό της:
Ίσως να είναι η τελευταία μου ευκαιρία.
Χτυπώ μ’ όλη μου τη δύναμη το αβγό που με φυλακίζει.
Δεν σταματώ˙ ματώνω, τραυματίζομαι.
Οι πρώτες ρωγμές μου δίνουν κουράγιο.
Το κέλυφος σπάει, γίνεται θρύψαλα.
Ο Μαρσέλ Προυστ πίστευε πως η Τέχνη είναι μία ύπαρξη πιο δυνατή απ’ την ίδια την ύπαρξη, που δικαιώνει τον άνθρωπο όσο τίποτα άλλο, στην αγωνιώδη αναζήτησή του νοήματος, στην ανάγκη του για φως που να μη στερεύει μέσα σε απολιθώματα ερώτων και πεποιθήσεων. Στην αναζήτηση του χαμένου καιρού, που δε βρίσκει παρηγοριά στη μνήμη του έρωτα και στη σοφία της αυθεντίας, στις καμένες πόλεις, στις εξημερωμένες συνειδήσεις και στους λάγνους για εξουσία ψευδοπροφήτες, οι άλλοι δεν είναι η λύση, γιατί η απόγνωση είναι πολύ βαθιά. Ένας κόσμος αλλότριος δεν χωρά την αλλοτρίωσή μας. Ένας κόσμος δούλος δεν χωρά την κραυγή της ελευθερίας μας. Είναι μισός, φευγάτος, σπασμένος. Μόνος δρόμος η επιστροφή στον εαυτό, στον ακέραιο και ελεύθερο και στον λόγο εκείνο που δεν είναι πια πνιγηρός, γιατί είναι βαθύς και αδιάλλακτα προσωπικός.
Η Ελένη Βαρδουλάκη μας φέρνει σε επαφή με ό,τι πιο δικό μας μένει ολοζώντανο στην ψυχή, όταν γράφει, στο ποίημά της «Τα μπλουζ της Δευτέρας», για μια πρόωρα γερασμένη τραγουδίστρια, σ’ ένα υπόγειο σκοτεινό δωμάτιο που επισκέφτηκε:
Κι όμως, αυτή η γυναίκα κι αυτό το υπόγειο
είναι ό,τι πιο όμορφο έχω δει.
Νιώθω πως εδώ θα μπορούσα να ανήκω.
Εδώ που η ομορφιά δεν μαραίνεται με τα χρόνια,
ούτε ξεθωριάζει, ούτε χάνεται,
γιατί ο καθένας έχει βρει τη θέση του στον κόσμο.
Έναν κόσμο που χωράει
όλες τις μικρές και τις μεγάλες χαρές,
όλες τις μικρές και τις μεγάλες λύπες.
Αλλά είναι ένας κόσμος δικός σου
και χωρίς εσένα δεν θα ήταν ο ίδιος.
Ο εαυτός εδώ μεγαλώνει, γίνεται εμείς, αλλά ένα εμείς που δεν ψεύδεται, ένα εμείς που χωράει την αλήθεια του καθενός. Μετά τους πνιγηρούς έρωτες, την ανάμνηση του κενού, τα χρόνια της απόγνωσης, την πυρκαγιά της ζωής, η πόλη θα ξαναφτιαχτεί. Πόλη ελεύθερη, χωρίς φίδια-ζητιάνους μιας μάταιης ικεσίας.
Η ποίηση της Ελένης Βαρδουλάκη, δυνατή, συγκινητική, ανυπότακτα εικονοπλαστική, ταξιδιάρα και καθηλωτική, επώδυνη, βαθιά, αμετανόητη, προσφέρει, στο βάθος της, μια αδιαπραγμάτευτη λύση. Την επιστροφή σε έναν ακέραιο εαυτό και, άρα, σε ένα χρόνο οριστικά προσωπικό.
Γιατί ο καιρός μπορεί να είναι μια πλάνη, ίσως παντοτινή, ο εαυτός όμως, όχι.