Τα χάρτινα πουλιά – της Ελένης Πριόβολου (εκδ. Καστανιώτη) | Η άποψη της Τζίνας Ψάρρη για το βιβλίο

Άνεμος Magazine 29/05/2018 0

%cf%80%cf%81%ce%b9%ce%bf%ce%b2%ce%bf%ce%bb%ce%bf%cf%85-%cf%84%ce%b1-%cf%87%ce%b1%cf%81%cf%84%ce%b9%ce%bd%ce%b1-%cf%80%ce%bf%cf%85%ce%bb%ce%b9%ce%b1

Με την φούγκα της λίμνης ξεκινάει αυτό το υπέροχο βιβλίο, το πρώτο για ενηλίκους της πολυγραφότατης Ελένης Πριοβόλου, το οποίο επανακυκλοφόρησε πρόσφατα. Να νανουρίζει τον Μάριο, τον μικρό ήρωα της ιστορίας, μαζί με τους γρύλους και τα θροΐσματα των φύλλων. Οι πρώτες σελίδες, πλημμυρισμένες από εικόνες γοητευτικές: η λίμνη, ο κάμπος, τα καπνοχώραφα, μυρτιά κι αγράμπελη, το πέτρινο σπίτι κι η μάνα Αυγή με τα παραμύθια της. Η μάνα η ταγμένη – για ποιον λόγο άραγε; – στην εθελοντική υπηρεσία γερόντων νοσούντων και εγκαταλελειμμένων, η μάνα που έβγαινε φως από τα μάτια της όταν μιλούσε για τους ποιητές.

«Πρώτες μου εικόνες το γαλάζιο τ’ ουρανού που εισέβαλλε στις κάμαρες κατακτώντας με το απαστράπτον φως το σπίτι, μαζί με τη μυρωδιά του δυόσμου, του θυμαριού, του βασιλικού και της γαζίας, κι ένα φεγγάρι ακροβάτης που ισορροπούσε αλαζονικά πάνω στις κορυφογραμμές του Ζυγού, γιγαντώνοντας τις σκιές του περιρρέοντος παραδείσου, μεγεθύνοντας τα μικρά, μεταβάλλοντάς τα μπρος στα έκπληκτα μα ερευνητικά παιδικά μου μάτια σε άπειρα».

Πόσο γλυκιά γλώσσα, τρυφερή, γοητευτικά απλή και ρέουσα!

Η νοσταλγική περιγραφή διακόπτεται από την εμφάνιση του αξιωματικού πατέρα Αλκιβιάδη, που κρατούσε στο χέρι το καμουτσίκι, που το χάδι του τρυπούσε τον μικρό Μάριο, που προόριζε τον μοναχογιό του για στρατηγό χωρίς να τον ρωτήσει , που αναζητούσε αφορμές για να γίνει θηρίο κι έτρεφε αβυσσαλέο μίσος για τους ξενομερίτες και τους κομμουνιστές.

Αντίδοτο στη σκληρότητα της φωνής του πατέρα που ηχούσε στ’ αυτιά του σαν απειλή, βρίσκει ο Μάριος στην μαγεία των χαρταετών. Να ταξιδεύει στους ουρανούς μαζί τους, αυτός και τα όνειρά του, τα ολόδικά του χάρτινα πουλιά.

«Τότε μέσα μου έγινε μια έκρηξη και γεννήθηκε ένα πουλί. Ένα χάρτινο πουλί. Η φαντασία με βοήθησε να πορεύομαι σε άλλες διαβάσεις. Οι χαρταετοί θα γίνονταν χάρτινα πουλιά…… Καθένα που έφτιαχνα, αφού το ταξίδευα αρκετή ώρα, το κατέβαζα και το κρεμούσα στο χαγιάτι. Έπειτα έφτιαχνα κι άλλο, κι άλλο…. Ήμουν τόσο συνεπαρμένος από την ενασχόληση μα και τ’ όνειρό της, που κανένας εφιάλτης δεν τρύπωνε στο δάσος των σκιών για να ταράξει τον ύπνο μου. Όταν έκλεινα τα μάτια, ένας γαλάζιος ουρανός με χάρτινα πουλιά με κυρίευε».

Υπέροχα παραστατικά όσο και μεταφορικά τα κλεμμένα όνειρα, η καταστροφή τους από εξωγενείς παράγοντες, ο εφιάλτης της δικτατορίας που μπαίνει από το παράθυρο, ο έρωτας, η ατολμία και οι ανατροπές. Όλα δοσμένα αργά, σταλάζουν ενδιαφέρον σελίδα τη σελίδα.

Τους μαρτυρικούς μήνες όπου ο πατέρας τον υποχρέωνε να μάθει σκοποβολή, ο Μάριος ένιωθε πως στόχευε στην καρδιά της ίδιας του της αθωότητας κι έμαθε να κρύβει τους φόβους του, την οργή και το αίσθημα του άδικου. Ακριβώς όπως και η μάνα του, η Αυγή. Νιώθεις πως βρίσκεσαι κι εσύ στο χαγιάτι, πως βλέπεις τον αγροίκο στρατιωτικό να σπάει, να μεθάει, να τιμωρεί.

Ευφάνταστη η εφευρετικότητα των επιθέτων (δήμαρχος Τσίπης, έφορος Παπαγαλιάς, μπακάλης Καρντάσης) ζωγραφίζει με έντονα χρώματα την απέχθεια των πολιτών για τους φίλους της χούντας. Ο Μάριος εξακολουθεί να σχεδιάζει τα χάρτινα πουλιά του, κάνοντας την ύπαρξη και την ομορφιά τους αναγκαία. Η φρίκη του στρατιωτικού καθεστώτος και του φίλα προσκείμενου πατέρα, ιδωμένη μέσα από τα αγνά μάτια ενός δεκάχρονου αγοριού, οξειδώνει την ύπαρξη ολόκληρης της παιδικής του ηλικίας. Χάνονται τα δάκρυα του Μάριου μέσα στις ρωγμές της ψυχής του αν και πολλές φορές λαχταρούν να ξεχειλίσουν κάθε που ανταμώνουν την σκαιώδη συμπεριφορά του πατέρα. Κατασκεύασε λοιπόν με τη βοήθεια της μάνας του, μια κανονικότητα η οποία έσπρωχνε τις μέρες να κυλήσουν, άδοντας εσωτερικά το μοιρολόι τους. Ο Μάριος, όλο και δυναμώνει μεγαλώνοντας, ψυχικά κυρίως, σε αντίθεση με τη μάνα που όλο και εξασθενεί. Θα θεριέψει αρκετά όμως ο μικρός, ώστε να σταθεί απέναντι στο φόβητρο πατέρα; Η ανατροπή λίγο πριν το τέλος, συγκλονιστική, στα δικά μου μάτια τουλάχιστον.

Γεμάτο μνήμες ετούτο το βιβλίο, που εξαγνίζονται με μαεστρία κι άλλες όμως, που διασώνονται με την σκληρότητα ή τρυφεράδα που τους πρέπει.

Η μέθη των στίχων του ποιητή ήρωα, παρασύρει τον αναγνώστη του βιβλίου. Με εξαιρετική διεισδυτικότητα η Ελένη Πριοβόλου μπαίνει στα άδυτα της ψυχής των ηρώων της, μετατρέποντας την ανάγνωση σε πραγματική απόλαυση, καθηλωτική. Μεταφορές και προσωποποιήσεις εντυπωσιακές «αφροσπούν» – μια από τις πολλές λυρικές εκφράσεις της συγγραφέως – φράση τη φράση, σαν τους κυματισμούς της λίμνης, συχνή αναφορά στο βιβλίο καθόλου τυχαία ωστόσο.

Κλείνοντας, ελπίζω η συγγραφέας να μου συγχωρήσει την μικρή παράφραση των λόγων της:
Δεν είμαι τόσο δυνατή για να κλάψω διαβάζοντας, έχω όμως καρδιά και μέτρησα έναν – έναν τους ξέφρενους χτύπους των λέξεων.

• Μάθετε περισσότερα, αποκτήστε εύκολα το βιβλίο, εδώ:
https://kastaniotis.com/book/978-960-03-5270-2

Leave A Response »

Αποδείξτε ότι είστε άνθρωπος και όχι bot *