Δυο χειμώνες κι ούτε ένα καλοκαίρι – του Μιχάλη Κατσιμπάρδη | Γράφει η φιλόλογος Λένα Γεωργακοπούλου

Άνεμος Magazine 02/07/2018 0

Όταν ο Μιχάλης μού ζήτησε να παρουσιάσω το βιβλίο του, ήξερα ότι δεν θα μπορούσα να το αρνηθώ στον παιδικό μου φίλο, στον συμμαθητή μου, στον μαζί στα εύκολα και στα δύσκολα, στον συνάδελφο, κυρίως, με τον οποίο προσβλέπουμε σε μια αποτελεσματική εκπαίδευση για την ανάπτυξη της ιστορικής σκέψης και της ιστορικής συνείδησης των μαθητών. Άλλωστε, το βιβλίο βασίζεται στη βιωμένη εμπειρία του εγκλεισμού σε στρατόπεδο εργασίας του δασκάλου Κώστα Κατσιμπάρδη, του πατέρα του, τον οποίο έμαθα να αγαπώ, καθώς ένιωθα την εκτίμηση των γονιών μου στο πρόσωπο του.

Η πρώτη μου επαφή με το βιβλίο ήταν το βράδυ που ο Μιχάλης το παρέλαβε από τον εκδοτικό οίκο, με τη συγκίνηση του γιου, που είκοσι χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα, παγίωσε στο χαρτί και παρέδωσε στην ιστορική μνήμη την πολύτιμη αφήγηση. Τότε άκουσα να λέει διστακτικά, ο πατέρας δε θα το ήθελε αυτό, δε θα ήθελε να γίνει βιβλίο.
Κρατώ, μέρες μετά, στα χέρια μου το «Δυο χειμώνες κι ούτε ένα καλοκαίρι» και, με την ποιητική λειτουργία του λόγου στον τίτλο, υποψιάζομαι τα υπόρρητα. Χειμώνες του ’44 και του ’45, κι ανάμεσα ούτε ένα καλοκαίρι.
Διαβάζω χωρίς ανάσα πραγματικά, τις πρώτες σελίδες˙ γιος και πατέρας πραγματοποιούν ένα ταξίδι στην Κρήτη για πρώτη και τελευταία φορά μαζί. Ο προορισμός, όνειρο ζωής του ευαίσθητου δάσκαλου, προσκύνημα στο Μινωικό πολιτισμό και στο εξιδανικευμένο νησί μέσα από το έργο του Νίκου Καζαντζάκη, συγγραφέα που ανήκε στις αναγνωστικές επιλογές αυτής της γενιάς.

Στο ταξίδι της επιστροφής ο πατέρας αφηγείται στον γιο, όσα ο ίδιος επί τόσα χρόνια αποσιώπησε, όσα δεν κατάφερε ο ίδιος να παραδώσει στην Ιστορία. Και τώρα είναι η ώρα, γιατί δε υπάρχει χρόνος, μου έρχεται στη σκέψη ο Εκκλησιαστής. Ο δάσκαλος Κωνσταντίνος Κατσιμπάρδης βγαίνει από τον λαβύρινθο της ψυχής του, βρίσκει τον μίτο.
Ήταν χείμαρρος, εξαντλητικός και συχνά στη ροή του λόγου του χαοτικός. Κάθε του λέξη ήταν ανακούφιση γι’ αυτόν, το ’βλεπα στις εκφράσεις του προσώπου του, το άκουγα στον ρυθμό της φωνής του. Είχε ανάγκη να λευτερωθεί από τη φυλακισμένη για χρόνια μνήμη.
Είμαι πια στη αφηγηματική πορεία του κειμένου, βηματίζω κυκλικά και η αναγνωστική μου περιέργεια με οδηγεί στο τέλος του ταξιδιού, με τον γιο στο κατάστρωμα του πλοίου να καταφεύγει νοσταλγικά σε μια ανάμνηση από την παιδική του ηλικία, για να ξαναβρεί τη φλόγα, τώρα που αυτή τρεμοσβήνει στην κοινή με τον πατέρα ζωή.
Από τον μίτο της Αριάδνης λοιπόν…
Πρέπει όμως να αφήσω το αφηγηματικό παρόν και να ανιχνεύσω το αφηγηματικό παρελθόν στις 300 περίπου σελίδες, για να συναντήσω τον εδώ και 20 χρόνια απόντα δάσκαλο σ’ αυτό το ανεκτίμητο αρχείο μνήμης, σε ένα κείμενο που δεν είναι ιστορικό ντοκουμέντο αλλά ιστοριογραφική μεταμυθοπλασία.
Πρωταγωνιστής και κινητήρια δύναμη της αφήγησης είναι ο ήρωας Κωστής, αλλά και ο συγγραφέας που με γλώσσα απαλλαγμένη από δυσνόητες λέξεις, με ασκητική σχεδόν γραφή, δημιουργεί έντεχνα ρυθμούς και θέτει το πλαίσιο μέσα στο οποίο θίγονται προβλήματα της ύπαρξης.

Η αντιστασιακή δράση, η σύλληψη, τα ναζιστικά στρατόπεδα, η επιστροφή θα μου αποκαλύψουν όσα μου ήταν άγνωστα για τον Κωνσταντίνο Κατσιμπάρδη. Ο 17χρονος από το Λιόντι Νεμέας, έχοντας ως πρότυπο τον πατέρα του που είναι στο ΕΑΜ, εντάσσεται στην ΕΠΟΝ από τις αρχές του 1943 και αναλαμβάνει παράτολμη δράση.
Παρ’ όλα αυτά, είχε μάθει από τον πατέρα του να μην νιώθει ξεχωριστός -ή πολύ περισσότερο ήρωας- για τη δράση του αυτή, αλλά να το θεωρεί βαθύ και αυτονόητο καθήκον απέναντι στην πατρίδα. Περισσότερο απ’ όλα, το θεωρούσε υποχρέωση απέναντι στη δική του αξιοπρέπεια, και την προσωπική και την πατριωτική.

Η μοιραία σύλληψή του από γερμανική περίπολο και δύο Έλληνες συνεργούς θα γίνει τον Ιούλιο του 1944˙ εκείνη τη χρονιά δηλαδή που άρχισε να φαίνεται καθαρά η οριστική ήττα τους, οι Γερμανοί προκάλεσαν τόσες πολλές φρικαλεότητες: ομαδικές εκτελέσεις, πυρπολήσεις χωριών, αφανισμό περιουσιών, συλλήψεις ομήρων. Οι επιθέσεις αυτές ήταν λυσσαλέες, ανελέητες, ήταν κτηνώδεις.
Την κτηνωδία διευκόλυναν οι δωσίλογοι, συμμετείχαν κι αυτοί στο έγκλημα του Ναζισμού. Ο συγγραφέας αναδεικνύει το φαινόμενο του δωσιλογισμού, το οποίο για την αυτοσυνειδησία της ελληνικής κοινωνίας δεν έχουμε δικαίωμα να αποσιωπούμε. Το οφείλουμε στη Δημοκρατία, και σε όλους εκείνους που είχαν το θάρρος να απαντήσουν, όπως ο Κωστής.
Υπηρέτησα την πατρίδα για να τη δούμε όλοι μαζί μια μέρα ελεύθερη. Σ΄ το λέω έτσι όπως τ΄ ακούς, γιατί απέναντι μου ακόμα και τώρα θέλω να πιστεύω ότι βλέπω έναν συμπατριώτη μου κι όχι έναν άνθρωπο των Γερμανών.

Τις πρώτες μέρες της σύλληψης ξεφόρτωναν κασόνια με πυρομαχικά, και εκεί τους περίμενε μια έκπληξη˙ σε κάποια από αυτά…
αντίκρισαν ασημικά, παλιά μεταλλικά νομίσματα, κοσμήματα και περίτεχνα φωτιστικά. Λάφυρα, δηλαδή, από το πλιάτσικο που συχνά έκαναν στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις τους. Η δολιοφθορά των Γερμανών κατακτητών δεν ήταν απλώς φήμη.

Η ανωτερότητα της φυλής ήταν μόνο ένα θεωρητικό εφεύρημα των ναζί…
Μετά από μία διαδικασία επιλογής ο Κωστής μεταφέρεται στην Τρίπολη, όπου μαθαίνει πως προορίζεται για τη Γερμανία. Η Κόρινθος θα είναι ο επόμενος σταθμός. Εκεί τον βλέπουμε να καταφέρνει να ειδοποιήσει τη μάνα του ότι ζει και να τη συναντά για τελευταία φορά πριν τη Γερμανία. Από εδώ και στο εξής η ελπίδα για τη σωτηρία και την επιστροφή έχει μεταμορφωθεί σε ένα πουλόβερ στο χρώμα της γης. Ήταν το βαρύ παλτό του και το μαλακό του μαξιλάρι. Ήταν το ζεστό κασκόλ του και τα χοντρά του γάντια. Η ζεστασιά του πήγαζε από τα χέρια που το φτιάξανε κι όχι τόσο απ’ αυτό το ίδιο.
Το επέστρεψε αργότερα λάφυρο στη μάνα του με το αριστερό μανίκι λειψό.

Το σκοτεινό Χαϊδάρι είναι ο ενδιάμεσος σταθμός στην πορεία του στη βαρβαρότητα, και στο διάστημα αυτό ο Κωστής θα βιώσει τη…
συστηματική χρήση της άσκοπης βίας που στόχευε στην απανθρωποποίηση και στον αφανισμό της αυτοεκτίμησης σε ανθρώπους τους οποίους θεωρούσαν εκ των προτέρων κατώτερους, υποδεέστερους, ανάξιους, σωστά μηδενικά.

Η 15ήμερη αποστολή των ομήρων με τρένα στη Γερμανία ήταν μια ακόμη απάνθρωπη εμπειρία.
Δεν επιβιβάστηκε ποτέ πάλι σε τρένο στην ελεύθερη ζωή του, στην πατρίδα. Ούτε για ένα ταξίδι.
2 Σεπτεμβρίου του ’44 φτάνει στο Μπίμπλις στην περιοχή της Έσης σε ένα στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας, όπου θα παραμείνει μέχρι τον Απρίλη του ’45.
Ο θάνατος και η ζωή στο στρατόπεδο ήταν αδιαχώριστα πράγματα. Το ένα γύρευε την κατάργηση του άλλου για να πάρει το δικό του νόημα, για να υπάρξει.
Στις ακραίες συνθήκες της στέρησης, της πείνας, της βίας και του φόβου αναδεικνύεται τι είναι ικανός ο άνθρωπος να επιβάλει στο συνάνθρωπο του και τι εκείνος να αντέξει. Και ο ήρωας αντέχει και διατηρεί αλώβητη την αξιοπρέπεια του ως το τέλος, και αντιτάσσει στην εκμηδένιση του σώματος την απίστευτη δύναμη της ψυχής του. Κι ενώ δεν έχει πια κανένα δικαίωμα να αρνηθεί να πράξει αυτό που του επιβάλλεται, ο εφιάλτης του γίνεται η άγνοια της γλώσσας του άλλου και ανταλλάσσει τα τσιγάρα του Ερυθρού Σταυρού με μαθήματα γερμανικών.
Πίστευε ότι μ΄ αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να κινηθεί με μεγαλύτερη ευελιξία στη μάχη της ζωής και θα απέφευγε τις κακοτοπιές και τους κινδύνους, στους οποίους τον καταδίκαζε η άγνοια της γλώσσας του άλλου.
Και είναι ο Κωστής που μετά την απελευθέρωση από την αμερικανική Τρίτη Στρατιά, όταν πια η ζωή του αποκτά μέλλον, με άδεια από το Μάνχαιμ, θα επισκεφτεί την άθικτη από τους βομβαρδισμούς Χαϊδελβέργη, για να προσκυνήσει την άλλη Γερμανία, αυτή του Γκαίτε, του Σίλερ, του Νίτσε…
Και λίγο πριν την οριστική αναχώρηση του θα διδάξει Αντιγόνη στους συντρόφους του για τη μέρα των αποχαιρετιστήριων εκδηλώσεων. Καμία έκφραση μίσους, ο ήρωας και το μέλλον.
Την ευτυχία της επιστροφής σκιάζει το ζοφερό ¨μετά¨, ο εμφύλιος, η στρατιωτική του θητεία, και το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, διαβατήριο για να οραματίζεται ως δημοδιδάσκαλος το μέλλον.

Ήξερα έναν αξιοπρεπή άνθρωπο, δημοκράτη σε όλες τις πλευρές της ζωής του, έναν καλό ακροατή με ανοιχτό μυαλό και θετική διάθεση για τη ζωή.
Γνώρισα έναν νέο με πατριωτική αξιοπρέπεια, αλληλέγγυο, υπεύθυνο και βαθιά αφοσιωμένο σε ό,τι πνευματικό.
Είδα το πνεύμα του να προσκυνά στη Χαϊδελβέργη, όταν το σώμα του αδυνατεί, και το είδα πάλι στην Κρήτη όταν το σώμα του φθίνει.
Έμαθα

Να τιμώ την τροφή, γιατί η πείνα δεν υπάρχει στην ειρήνη
Στην υπέροχη γεύση της σοκολάτας να νιώθω την ελευθερία
Με μια παγωμένη μπίρα στο Ζάππειο να συγχαίρω τον δημοδιδάσκαλο Κωνσταντίνο Κατσιμπάρδη.

Ένα βιβλίο είναι οι αναγνώστες του και οι αναγνώσεις τους, είναι το πόσο βαραίνει στην προσωπική ιστορία του καθενός. Στη δική μου, το πρόσωπο της μάνας του ήρωα με αφορούσε. Μου ζωντάνεψε μια μάνα που δεν στάθηκε τυχερή, την Ελένη –τη γιαγιά μου– που είδε την εκτέλεση του γιου της από τους Γερμανούς μπροστά στα μάτια της κι εγώ είδα τη βαθιά θλίψη στη ζωή της και το πόσο καλά έμαθε να κρατά τις αποστάσεις της από τη χαρά.
Από τον μίτο της Αριάδνης, λοιπόν, σ΄ ένα πουλόβερ στο χρώμα της γης, με την προσδοκία, ανάμεσα στο εδώ και στο αλλού, όλοι οι αδικοχαμένοι να βρίσκουν το νήμα της δικαίωσης…

Έτσι μίλησε σε μένα το Δυο χειμώνες κι ούτε ένα καλοκαίρι, κι ευχαριστώ τον Μιχάλη Κατσιμπάρδη, τον κάτοχο της «βιωμένης μνήμης», που μου πρόσφερε τη γνώση για όλα αυτά.

________________

Μάθετε περισσότερα για το βιβλίο, διαβάστε τις πρώτες 20 σελίδες του, εδώ:
http://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/dyo_cheimones.html

Leave A Response »

Αποδείξτε ότι είστε άνθρωπος και όχι bot *