Το λες και φωλιά του κούκου | Τζίνα Ψάρρη | Άνεμος magazine

Άνεμος Magazine 24/09/2018 0

Μικρή όταν ήταν η Τίνα, είχε μια γάτα που στην πραγματικότητα δεν ήταν δική της. Την είχε ονομάσει Ρενού γιατί τα πράσινα μάτια της και το συνεχές της γουργούρισμα τής θύμιζαν τη γιαγιά της την Ειρήνη. Η γιαγιά βέβαια γουργούριζε λόγω άσθματος και όχι από γατίσιο νάζι αλλά ένα παιδί με καρδιά αγνή δεν τα προσμετράει αυτά. Δεν την αγαπούσε και πολύ τη γιαγιά Ειρήνη η Τίνα, αυτή η ομοιότητα όμως με τη γάτα τής προκαλούσε ένα αίσθημα ψυχρού θαυμασμού και απορίας για τη Ρενού. Το γατίσιο βλέμμα ωστόσο χρειάστηκε αρκετό χρόνο ώσπου να διαπεράσει την πηχτή αδιαφορία της μικρούλας για τα ζώα με τρίχες οι οποίες ετσιθελικά, ίπταντο ακόμα και στα πιο απίθανα σημεία, όπως επάνω στο μαξιλάρι σου ή στη βρύση της κουζίνας ας πούμε. Αηδιαστικά πράγματα δηλαδή.

Το κάτασπρο αυτό γατί ήταν παιδί της Λιάνας, της αυτοκρατορικής σιαμέζας του διπλανού διαμερίσματος. Η Αννέτα, η δύστροπη γεροντοκόρη που κατοικούσε εκεί, είχε κοινωνικές επαφές μόνο με τα ζώα, οι άνθρωποι της προκαλούσαν ένα είδος αλλεργικής ρινίτιδας: κάθε φορά που την πλησίαζε ανθρώπινο ον, φτερνιζόταν δεκαπέντε με είκοσι φορές στη σειρά, τα μάτια της τα αδάκρυτα μπροστά στον ανθρώπινο πόνο σαν να άνοιγαν υπόγειους κρουνούς κι έτρεχαν ασταμάτητα, ο λαιμός της έκλεινε και την έπιανε δύσπνοια.

Πολλά ζώα είχαν βρει τη γωνιά τους στο μικρό διαμέρισμα, πολλά και διαφορετικά. Ένα ιγκουάνα με κομμένη ουρά βολτάριζε ατάραχο στο μπαλκόνι, με τις σαυρίσιες σκέψεις του αγκαλιά. Δυο πολύχρωμοι παπαγάλοι πετούσαν από καναπέ σε πολυθρόνα, κάθονταν στον ώμο της Αννέτας τσιμπώντας τρυφερά το λαιμό της και σκούζοντας ολημερίς: «μούλικα, μούλικα, ουστ!» Είναι που τις άκουγαν συχνά αυτές τις λέξεις από το στόμα της αφεντικίνας τους, η οποία δεν παρέλειπε κάθε απόγευμα να διώχνει με αυτό τον χαριτωμένο τρόπο τα παιδιά που έπαιζαν στο διπλανό οικόπεδο και την τρέλαιναν με τις φωνές τους.

Στο σαλόνι της Αννέτας υπήρχε ένα από εκείνα τα παλιά ξύλινα ρολόγια τοίχου με το πορτάκι, το οποίο άνοιγε μόνο για να πετάγεται έξω ο κούκος και να διαλαλεί την κάθε ώρα που περνούσε. Τρόμαζαν τα ζωντανά και παπαγαλονιαούριζαν όλα μαζί, απαρηγόρητα στο άκουσμα των πολλαπλών κουκοφωνών. Για να καλμάρει κάπως τον φόβο τους, η φιλόζωη ονομάτισε τον κούκο Εύη –προς τιμήν της μάνας που τη γέννησε– σε μια προσπάθεια να τα πείσει πως είναι ζωντανός ο συγκάτοικός τους, πως τους τραγουδά τη ροή του χρόνου. «Μια φωρίτσα για όρους κι η Εύη μας ο κούκος αρχηγός», τους σιγοτραγουδούσε καθησυχαστικά, ανταλλάσσοντας ευχαρίστως το απεχθές λάμδα (τι βαρύ, παχύ θόρυβο που κάνει!) με το αγαπημένο της, εύηχο ρο. Γιατί είχε μεγάλη αδυναμία στο γάργαρο ρο η Αννέτα και πολύ λυπόταν που το όνομά της δεν περιείχε κανένα.

Η Λιάνα η γάτα είχε κι άλλα παιδιά εκτός από την Ρενού, οκτώ τον αριθμό, που ζούσαν όλα μαζί στο φιλόξενο μόνο για ζώα σπιτικό, αφού η Αννέτα να πετάξει στο δρόμο ζωάκι, αδύνατον! Το μοναδικό ανθρώπινο ον που έμπαινε μέσα στη φωλιά του κούκου ήταν η Μαριλένα, η αδελφή της Αννέτας, ένα πλάσμα με ιδιαίτερα αλλοπρόσαλλο μυαλό: έκανε συλλογή από δίσκους βινυλίου σκεπτόμενη αποκλειστικά και μόνο την εμπορική τους εκμετάλλευση αλλά και από παλιά ραδιόφωνα, αποκλειστικά και μόνο επειδή της άρεσαν. Κερνούσε όλο τον κόσμο πουράκια τα οποία –όπως έλεγε– προκαλούσαν ανοσία στις παντός είδους ιώσεις και έκανε μακρινούς χειμωνιάτικους περιπάτους στις παραλίες, μαζεύοντας λογής λογής όστρακα, πετρούλες και ψόφια μαλάκια, οτιδήποτε χρωματιστό τραβούσε την προσοχή της. Τα στοίβαζε όλα στο δωμάτιό της, του οποίου η αποκρουστική αποφορά έκανε απαγορευτική την είσοδο, αν υποθέσουμε βέβαια πως κάποιος ήθελε να μπει εκεί μέσα. Οι συμπεριφορές της, οι απολαύσεις και οι σκέψεις της ήταν σχεδόν αρσενικές και το ήξερε και η ίδια. «Μακριά από μένα τα χαζονάζια και τα σκέρτσα κι ας είμαι εκ φύσεως ξανθιά», έτσι έλεγε πάντα σε όποιον την κατηγορούσε για υπερβολική ευθύτητα. Κάποτε, γέννησε μια κόρη χωρίς ποτέ να έχει παντρευτεί, χωρίς κανείς ποτέ να μάθει ποιος ήταν ο πατέρας. Ένας θεός ξέρει γιατί, την ονόμασε και αυτήν Μαριλένα, που έμεινε δικαίως στο μυαλό όλων ως η Μαριλένα η μικρή.

Από μωρό η Μαριλένα η μικρή, είχε απύθμενη αδυναμία στις γάτες της θείας Αννέτας, μαζί ονομάτιζαν όλα τα νεογέννητα. Είχαν δε συμφωνήσει πως όλων τα ονόματα θα ξεκινούσαν απ’ το αγαπημένο ρο. Η πρώτη που γεννήθηκε, η χρυσοκίτρινη Ράνυ, έγινε το αγαπημένο παιχνίδι και για τις δύο Μαριλένες: της έδεναν κουδούνια στην ουρά, της τραβούσαν τ’ αυτιά ώσπου να νιαουρίσει παραπονεμένα, της έταζαν φαΐ και την τελευταία στιγμή το έπαιρναν πίσω.

Όλα τα έβλεπε η Τίνα από το δικό τους γειτονικό μπαλκονάκι κι όλα τα άκουγε. Τα εξιστορούσε στη μαμά της με το σι και με το νίγμα –έτσι την είχε συγκρατήσει την περίεργη φράση– αμέσως μόλις εκείνη γυρνούσε από τη δουλειά της. Και τα διηγιόταν όλα με μια ικανοποίηση που την τρόμαζε τη δόλια μάνα. Πώς ένα μικρό παιδί έμαθε να χαίρεται με την κακοποίηση των ζώων; Πώς διασκέδαζε με την μονόχνοτη γυναίκα και τις βρισιές με τις οποίες έλουζε τα άλλα παιδιά; Η μαμά Εύα στεναχωριόταν κι έψαχνε λύσεις, για το καλό της κόρης της φυσικά, ξέγνοιαστη ποτέ της δεν υπήρξε.

Παρακάλεσε λοιπόν τη γειτόνισσα Αννέτα, με ψέματα κι αλήθειες, να δώσει στην Τίνα της ένα γατί. Γιατί έμενε πολλές ώρες μόνη της και είχε ανάγκη από συντροφιά, γιατί έκλαιγε κάθε βράδυ μουσκεύοντας το μαξιλάρι της με δάκρυα αγάπης για τα χαριτωμένα τετράποδα, γιατί μήνες και μήνες την έτρωγε να πάρουν κι εκείνοι ένα ζωάκι. Με τα πολλά την έπεισε, κι έτσι, ένα γκρίζο φθινοπωρινό σούρουπο, η Ρενού άλλαξε σπίτι χωρίς καθόλου να υποψιάζεται τι την περίμενε στη νέα φωλιά του κούκου όπου πήγαινε.

Την πρώτη φορά που η Τίνα βρήκε μια γατοτρίχα στο πιρούνι της, πίστεψε πως κάτι πολύ κακό μεγαλώνει στα σπλάχνα της, κάτι που φυτεύτηκε εκεί από την ίδια της τη μάνα. Αν όχι από το χέρι της, πάντως από την απόφασή της να την υποχρεώσει να ζει παρέα με μια γάτα. Άρχισε να μην τρώει, να μην κοιμάται, να μην πλένεται, μετά βίας να βγαίνει από το δωμάτιό της. Κι όταν αποφάσιζε να ξεμυτίσει, η αξόδευτη παιδική της ενεργητικότητα εφεύρισκε λακτίσματα περίτεχνα στη μπάλα–γάτα, η οποία εκτοξευόταν αμίλητη σε όλες τις γωνιές του σπιτιού. Υπομόνευε η Ρενού την κακοποίηση χωρίς βαρυγκόμια, χωρίς ίχνος επιθετικότητας. Λες και καταλάβαινε πως τα παιδιά δε φταίνε ποτέ για τη βίαιη συμπεριφορά τους την μιμητική.

Με στεναχώρια μεγάλη κι απορία, η μαμά Εύα επιχειρούσε κανακέματα και τιμωρίες εναλλάξ, χωρίς αποτέλεσμα. Όταν άρχισε να βρίσκει τη Ρενού πότε κλειδωμένη σε ντουλάπες και πότε δεμένη απ’ το λαιμό στο τραπεζάκι του σαλονιού, κατάλαβε πως το φαρμάκι που είχε σταλάξει η Αννέτα στην καρδιά του παιδιού της ήταν περισσότερο δραστικό απ’ ότι φανταζόταν. Ανησυχούσε ασφαλώς και για το μέλλον της γάτας που δεν έμοιαζε και τόσο ευοίωνο. Κι εκείνο το χαζό γατί, κάθε που το ελευθέρωνε, πήγαινε και τριβόταν με λατρεία στα πόδια της Τίνας. Κάρφωνε το πράσινο βλέμμα του στα μάτια της μικρής και δεν το τραβούσε αν δεν την έχανε από το οπτικό της πεδίο.

Όσες νουθεσίες κι αν γέννησε το μυαλό της Εύας, όσες σχοινοτενείς συζητήσεις κι αν επιδίωξε, η αγαπησιάρικη επιμονή της γάτας ήταν που έφερε τελικά το επιθυμητό αποτέλεσμα. Και ήρθε η μέρα –ας άργησε καμπόσο– που Τίνα και Ρενού έγιναν αχώριστες. Γιατί, η αγάπη είναι μεταδοτική και πανδημικά εξαπλώνεται. Αν της αφήσεις λιγάκι χώρο…

• Επικοινωνήστε με τη συγγραφέα:
https://www.facebook.com/profile.php?id=100010950121205&hc_ref=ARTdI6pbEhjJRtu6xmerZ_O75wWiSdnDQTLejyoAM9i_p13wJLyhEqjP-4Aq2vKWd5Y&fref=nf 

• Σχετικοί σύνδεσμοι:
http://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/kores.html
http://www.anemosekdotiki.gr/syggrafeis/pezografia/tzina-psarri.html

Leave A Response »

Αποδείξτε ότι είστε άνθρωπος και όχι bot *