Ομολογώ ότι ανήκω στην κατηγορία των φίλων του Vault, ενός πολυχώρου πολιτισμού που γνώρισα μόλις φέτος, αλλά η παρακολούθηση μιας ακόμα παράστασης εκεί, αποκτάει με τον καιρό χαρακτήρα μιας γλυκιάς έξης, γιατί γνωρίζω ότι μετά από μια κουραστική μέρα, πηγαίνοντας εκεί, ξέρω ότι με περιμένει κάτι που θα με ταξιδέψει αλλού. Αλλά και η υποκειμενικότητά μου αυτή είναι έννοια αμφισβητήσιμη, μιας και δεν είμαι ο μόνος που εμπνέεται να γράψει δυο λόγια σα θεατής είτε σαν κριτικός (εγώ θα προτιμήσω το ρόλο του θεατή), μια πρόχειρη αναζήτηση με οδήγησε στο ασφαλέστατο συμπέρασμα, ότι όποιος γνωρίζει το Vault κι όσα παρουσιάζει, δε ξαναχάνει επαφή.
Γι’ άλλη μια φορά πρόσφατα, τα βραδινά μου βήματα με οδήγησαν να δω, μια παράσταση, για την οποία μου είχαν πει τα καλύτερα λόγια, αλλά φοβόμουν ότι δεν θα προλάβω, αλλά ευτυχώς συνέβη κι επιπλέον, η παράσταση τις ίδιες μέρες, έπαιρνε παράταση λόγω της επιτυχίας της, ως το τέλος της σεζόν.
Αγγέλικα Νίκλη Σολωμού λοιπόν, η μητέρα του εθνικού μας ποιητή.
Με το προνόμιο του να παρακολουθώ μια παράσταση από την πρώτη σειρά, έχω ακόμα και την ανάσα και την φωνή της Μάγδας Κατσιπάνου, στο σκοτάδι ακόμα πριν από την έναρξη, ο Κωνσταντίνος Χίνης, το βιολοντσέλο που συνοδεύει την ηθοποιό, ετοιμάζονται να βρουν τις θέσεις τους στο χώρο.
Τα φώτα ανάβουν κι από τα πρώτα κιόλας λεπτά, πιάνω στιγμιαία τον εαυτό μου να ‘χει χαθεί μέσα στο χρόνο. Από την αρχή του έργου, μια άγνωστη σε μένα ηθοποιός, έχει την ευκαιρία να με πείσει, ότι είναι εκείνη, η ίδια, η Αγγέλικα, η μητέρα του εθνικού μας ποιητή. Στηριγμένη στο κείμενο και τη σκηνοθεσία του Περικλή Μοσχολιδάκη και συνοδευόμενη από έγχορδες ολοζώντανες πινελιές, η ηρωίδα ζωντανεύει ντυμένη στα μαύρα στο ευρηματικό μακρύ φόρεμα από ταφτά που σχεδίασε για κείνην, ο Μάριος Βουτσινάς, εκτίθεται μπροστά μας.
Έχω υπάρξει ως ηθοποιός, αλλά ποτέ δε στάθηκε εύκολο για μένα να αποδεχτώ, τη δύναμη του μετεωρισμού που προκαλείται σε έναν ή μία ηθοποιό, όταν είναι αντιμέτωπος με το κοινό, χωρίς το στήριγμα ενός συμπαίκτη. Το παίρνει όλο πάνω του/της, όπως θα λέγαμε απλά.
Το πολύ ψαγμένο κείμενο του σκηνοθέτη, αναδεικνύεται και ζωντανεύει μέσα από μια γλυκιά επτανησιακή και προ αιώνων –του 19ου μουσική προφορά, που γλυκαίνει το πνεύμα, τώρα είναι η ηθοποιός και συ. Και σε πείθει αμέσως, ότι είναι εκείνη. Εκείνη που ανοίγει την καρδιά της σκηνικά με το γιο της που ακούγεται κάποιες στιγμές από μια άλλη διάσταση, αλλά στην πραγματικότητα, ανοίγει διάλογο με σένα το θεατή. Κι η Μάγδα είναι μια ηθοποιός που από χάρισμα, κοιτάζει τον θεατή κατάματα.
Και θέλεις ν’ ανέβεις στη σκηνή. Να την ξεκουράσεις μια στάλα, να την παρηγορήσεις, να γίνεις για λίγες στιγμές ένας από τους γιους της, που την αγκαλιάζει σα μάνα του.
Έτσι συμβαίνει να παρακολουθώ την Αγγελίνα να μιλάει τόσο με μένα, όσο και με τον καθένα απέναντί της, αφηγούμενη τη δύσκολη ζωή της, την αληθινά δύσκολη, που την ξόδεψε ως έγκλειστη σ’ ένα πλουσιόσπιτο-φυλακή, ξεπουλημένη από γονείς που ‘χαν λυγίσει από τη φτώχια και την δώσανε στον Κόντε Σαλαμών ως μαντενούτα του, γυναίκα σπιτωμένη με λίγες λέξεις, υπό την κυριαρχία ενός πάντα αντρός.
Μολονότι έχω δει πρωταγωνιστές να αποθεώνονται κι άλλοι να αποδεικνύονται λίγοι απέναντι σε μια τέτοια αναμέτρηση με το κοινό, εγώ ξέχασα κάθε πρότερη γνώση μου. Κι η ψυχή μου, ολοένα ταξίδευε με την Αγγελίνα, που υπέμενε πολλά. Γιατί έτσι συνέβαινε τότε, οι γυναίκες, είχαν την κατώτερη θέση της κοινωνικής βαθμίδας, ζούσαν μέσα στα σπίτια τους. Κι η ζωή έπαιρνε για την καθεμιά απ’ αυτές άλλο δρόμο, ίδια τα ισχύοντα για τις φτωχιές, όμοια και για τις πλούσιες.
Αλλά σε μένα, η Αγγελίνα έχει ν’ αφηγηθεί κι άλλα. Θέλει να μου πει για τον άλλον της γιο τον Δημήτριο, που έφτασε να γίνει Γερουσιαστής των Ιόνιων Νήσων. Αλλά και για το άλλο της παιδί μετέπειτα, για το οποίο η ίδια, δυο χρόνια μετά το θάνατο του Διονύσιου, μόνη, παρατημένη απ’ όλους και γεμάτη καημό, αναρωτιέται. Ναι, ο γέρος Κόντες, άφησε καλή κληρονομιά, πριν πεθάνει κι αυτό θα ωφελούσε τους δυο της γιους. Αλλά μήπως αξίζει να ‘ναι συμμέτοχος της τύχης και το τρίτο της παιδί, για το οποίο δεν είναι καν σίγουρη αν είναι του Κόντε ή του Μανώλη του Λεονταράκη με τον οποίο διατηρούσε παράλληλη σχέση; Άμοιρη στα γεγονότα, η ηρωίδα θα μου εμπιστευθεί ότι πόνεσε πολύ που δε μπόρεσε να παρευρεθεί, ούτε στην κηδεία του Διονύσιου.
Την ίδια εποχή που το ελληνικό έθνος φλεγόταν ενάντια στον τουρκικό ζυγό, μια δίκη, θα συντάρασσε ακόμα και τους εν πολέμω Ελλαδίτες: η πολύκροτη δίκη Σολωμού στα Επτάνησα.
Η γυναίκα που έχει περάσει τόσα και μ’ έχει συνεπάρει τόσο δυναμικά, όσο κι ευαίσθητα, όσο και σπανιότερα χαρούμενη με την αφήγησή της, φτάνει να γίνει η κουβέντα στο στόμα όλων. Κι όσο η εξιστόρηση βαίνει προς το μη τέλος της, αισθάνομαι πλήρης για τη διέγερση μιας ακολουθίας όμορφων και πολύ ανθρώπινων συναισθημάτων.
Είχα μια μοναδική ευκαιρία και την κέρδισα, μ’ αυτήν την πεποίθηση έφυγα εκείνο το βράδυ, αφού βέβαια έψαξα να γνωρίσω την ηθοποιό και τους άξιους συντελεστές. Είναι επειδή, το θέατρο Vault παρουσιάζει με τη δική του ακολουθία, επτά μάνες, επτά επιφανών Ελλήνων αντρών της ιστορίας και του πολιτισμού.
Χαίρομαι κάθε φορά που αισθάνομαι ότι συλλέγω μνήμες από παραστάσεις-γεγονότα, που σου αφήνουν υλικό ονείρων.
Για πάντα θα θυμάμαι την δική μου Αγγελίνα, που λίγο πριν το τέλος της παράστασης, απεκδύθηκε το μαύρο φόρεμα κι αποκαλύφθηκε λευκή ή μάλλον όχι λευκή, διάφανη, έτσι ακριβώς όπως την έκαναν στο παρελθόν να υπάρξει σα φυσικό πρόσωπο, έτσι όπως είχα τη χαρά να τη γνωρίσω μέσα από μια εμπεριστατωμένη έρευνα και γραφή του συγγραφέα και σκηνοθέτη Περικλή Μοσχολιδάκη.
Πρόκειται για μια παράσταση, που σε διδάσκει, όσα ιστορικά στοιχεία κρύβουν τα εκπαιδευτικά βιβλία του δημοσίου, γιατί μπλεγμένα στα στερεότυπα της εκπαίδευσης, ακολουθούν την εποχή, αγκομαχώντας. Ευτυχώς, που η έρευνα για τα ιστορικά πρόσωπα, ιδιαίτερα όταν ανταμώνει με τον πολιτισμό του καλού θεάτρου, έρχεται να συμπληρώσει τα ελλείμματά μας σε γνώση, αλλά και συναισθηματικά πεδία, έτσι όπως δεν τα έχουμε φανταστεί.
- Mάθετε περισσότερα για την παράσταση, εδώ:
https://anemosmagazine.gr/wordpress/wp-admin/post.php?post=4149&action=edit