Να λοιπόν το σχέδιο του δαιμόνιου Άρπαλου! Θέλει να με θάψει ζωντανή, όπως ο Κρέων την Αντιγόνη. Προφανώς επιδιώκει να ανταλλάξει τη ζωή μου με εκείνη της Πυθιονίκης του. Πάλι καλά που του μπέρδεψα το ξόρκι. Τουλάχιστον δεν θα πετύχει τον βασικό σκοπό του, σκέφτηκα.
Έσφιξα στην αγκαλιά μου την τεφροδόχο της Ευρυδίκης μου. Θα πέθαινα, αλλά θα ήμουν για πάντα μαζί της. Έτσι κι αλλιώς δεν ήθελα πια τη ζωή μου χωρίς το μωρό μου. Και η μύηση στα Ελευσίνια, στην οποία είχα στηρίξει τόσες ελπίδες, αποδείχθηκε ατελέσφορη. Μια σειρά από τελετουργίες και μυστικά που μπορεί να προκαλούσαν θρησκευτικό δέος και συγκίνηση στους μυημένους αλλά καμιά πραγματική ανακούφιση του πένθους μιας μάνας για το αδικοχαμένο παιδί της. Η Μυρρίνη απογοητευόταν που με έβλεπε απαρηγόρητη.
«Είσαι ολιγόπιστη», μου έλεγε. «Μη φαντάζεσαι ότι η Δήμητρα θα σου επιστρέψει την Ευρυδίκη σαν να την έφερνε από περίπατο στην Αγορά».
«Μα είναι τόσος καιρός που μυήθηκα, Μυρρίνη! Τι άλλο πρέπει να κάνω;»
«Υπομονή και πίστη, Καλλινίκη. Αλλιώς είσαι ασεβής».
Η αλήθεια είναι ότι είχα κουραστεί πια. Αν η πλεκτάνη του Άρπαλου οδηγούσε στον θάνατό μου, ίσως και να ήταν μια λύτρωση. Και φυσικά ήταν μια μεγάλη ειρωνεία της τύχης. Να πεθάνω και να θαφτώ μαζί με την κόρη μας στο μνημείο που έχτισε για την άλλη του γυναίκα.
Αλλά, κάτι άρχισα να νιώθω κάτω από τα πόδια μου, σαν να υποχωρούσε η πλάκα στην οποία πατούσα. Ήταν τόσο αργός ο ρυθμός της βύθισης, που νόμιζα πως ήταν η φαντασία μου. Και όμως, σιγά σιγά η πλάκα κατέβαινε μέχρι που προσγειώθηκε σε ένα μεγάλο δωμάτιο γεμάτο αγάλματα και πολύτιμα αφιερώματα. Ένας πραγματικός θησαυρός. Εκτός από πολύτιμα αντικείμενα υπήρχαν τούβλα από χρυσάφι στοιβαγμένα με τρόπο που νόμιζε κανείς ότι όλο το οικοδόμημα ήταν από ατόφιο χρυσάφι. Στο φως του πυρσού όλος αυτός ο πλούτος αποκτούσε μια υπερκόσμια λάμψη, σαν να βρίσκεται κανείς στο ίδιο το ανάκτορο του Δία στον Όλυμπο. Στη μέση της μεγάλης αίθουσας δέσποζε ένα άγαλμα της Αφροδίτης. Φυσικά είχε τη μορφή της Πυθιονίκης. Ήταν αριστούργημα. Ακόμη κι εγώ που την αντιπαθούσα δεν μπορούσα να μη θαυμάσω την ομορφιά της που αναδεικνυόταν με όλη της τη λάμψη μέσα από το εξαιρετικό έργο τέχνης. Δίπλα στα πόδια του αγάλματος ήταν η τεφροδόχος, που την είχε ήδη τοποθετήσει ο Χαρικλής. Άρα υπήρχε τρόπος εξόδου από τον θάλαμο. Αλλιώς θα έπρεπε να βρίσκεται θαμμένος εκεί και ο Χαρικλής ή τέλος πάντων όποιος είχε επιφορτιστεί από αυτόν με αυτό το καθήκον. Μήπως είχα βιαστεί να θεωρήσω ότι ήμουν θαμμένη ζωντανή;
Πλησίασα το άγαλμα. Δίπλα στην τεφροδόχο υπήρχε ένας ολόχρυσος κρατήρας σκεπασμένος με πορφυρένιο ύφασμα. Τον ξεσκέπασα και είδα μέσα το κρασί της σπονδής. Άπλωσα το χέρι μου, σήκωσα προσεκτικά το μεγάλο αγγείο, το έγειρα και έχυσα λίγο από το κρασί στην κύλικα, που την είχα τοποθετήσει στο βάθρο του αγάλματος. Μετά απομάκρυνα την τεφροδόχο της Πυθιονίκης και έβαλα στη θέση της εκείνη της Ευρυδίκης. Άνοιξα με τρεμάμενο χέρι το σκέπαστρό της και λέγοντας τα ιερά τελετουργικά λόγια που μου είχε υποδείξει ο Άρπαλος έριξα σταγόνα σταγόνα τη σπονδή στην τέφρα της κορούλας μου.
Ξαφνικά μια μικρή γαλάζια φλόγα ξεπήδησε από την τέφρα. Φαίνεται ότι το κρασί περιείχε κάποια εύφλεκτη ύλη, ίσως από κείνο το περίεργο λάδι της πέτρας που μου έλεγε η Βαρσίνη ότι αφθονεί στη χώρα της, όπου μπορεί κανείς να δει φωτιές να φυτρώνουν από το πουθενά σε διάφορα σημεία της υπαίθρου. Για τους Πέρσες το φαινόμενο αυτό είναι απόλυτη ένδειξη θεϊκής παρουσίας αλλά ο Αριστοτέλης είχε τη γνώμη ότι δεν είναι παρά κάποιο εύφλεκτο υγρό, ένα λάδι από την πέτρα της ερήμου, ας πούμε “πετρέλαιο”, που οι θερμές ακτίνες του ήλιου το ανάβουν. Αλλά εδώ, μέσα στον θάλαμο δεν υπήρχαν ακτίνες του ήλιου! Και μάλιστα η όλη διαδικασία γινόταν μέσα στο σκοτάδι της νύχτας και του ίδιου του υπόγειου θαλάμου.
Κρατούσα όμως τον πυρσό μου αναμμένο. Και φαίνεται ότι η φλόγα του ήταν αρκετή να πυροδοτήσει την ανάφλεξη του περίεργου υγρού. Στάθηκα και κοιτούσα την τέφρα της κορούλας μου να φλέγεται. Σε λίγο ένας λεπτός καπνός άρχισε να υψώνεται από το αγγείο. Ο καπνός άρχισε να παίρνει σχήμα και μορφή: Ήταν η μορφή της μικρής μου Ευρυδίκης, ντυμένης με την ολόλευκη εσθήτα που της είχαν φορέσει στην κηδεία της. Με κοίταξε με αγάπη και απορία. Δεν μου μίλησε αλλά εγώ της είπα με λαχτάρα: «Ευρυδίκη μου!» και άπλωσα το χέρι να την αγκαλιάσω. Εκείνη έφερε το δάχτυλό της στα χείλη, υποδεικνύοντάς μου σιωπή. Μετά ο καπνός διαλύθηκε και η οπτασία χάθηκε. Σωριάστηκα κλαίγοντας δίπλα στην τεφροδόχο. Έτσι θα πρέπει να πόνεσε και ο Ορφέας, όταν οι θεοί του Κάτω Κόσμου, πήραν πίσω την Ευρυδίκη του, ενώ την είχε ήδη ελευθερώσει από τον Άδη και την οδηγούσε πίσω στη ζωή.
Ο Ηρόδοτος, στο περίφημο χωρίο για τον Σόλωνα και τον Κροίσο, γράφει ότι οι θεοί είναι φθονεροί. Δεν αφήνουν τους ανθρώπους να ευτυχήσουν. Για αυτό η μεγαλύτερη τύχη είναι να μην γεννηθεί κανείς ή αν γεννηθεί, τουλάχιστον να πεθάνει νέος. Πάντα έβρισκα υπερβολική την άποψη αυτή. Τώρα είχα αρχίσει να της βρίσκω κάποιο νόημα. Ίσως η κόρη μου να ήταν τελικά τυχερή που δεν έζησε για να υποστεί τα βάσανα που θα της επιφύλασσε μια μακρά ζωή. Τι είχα καταλάβει κι εγώ;
Ένας θόρυβος πίσω μου με έκανε να γυρίσω και να δω ότι η πλάκα που με είχε κατεβάσει στο κρυφό δωμάτιο, άρχιζε να ανεβαίνει. Κάποιο υδραυλικό ή άλλο μηχανικό σύστημα, από αυτά που εφάρμοζαν οι μηχανικοί και στο θέατρο για την εμφάνιση του «από μηχανής θεού», ήταν ρυθμισμένο έτσι, ώστε να ξανακλείνει τον χώρο μετά από κάποιο χρονικό διάστημα. Αν ήθελα να βγω από κει, έπρεπε να βιαστώ. Αλλιώς μπορεί να έμενα για πάντα θαμμένη. Δεν ήθελα να βγω. Αλλά ήξερα ότι το να θαφτείς ζωντανός σε τάφο ήταν μίασμα για τους θεούς. Και δεν ήθελα να είμαι ιερόσυλη για μια ακόμη φορά. Είχα ήδη διαπράξει αρκετές ιεροσυλίες. Στην πραγματικότητα δεν ήθελα να βρίσκομαι για πάντα μαζί με την Πυθιονίκη. Όσο για την Ευρυδίκη, θα έπαιρνα μαζί μου ό,τι είχε απομείνει από την τέφρα της και θα έφευγα.
Πρόλαβα να ανεβώ και πάλι στην πλάκα που είχε ήδη σηκωθεί αρκετά από το δάπεδο. Έβαλα τη χρυσή κύλικα μέσα στην τεφροδόχο της Ευρυδίκης και με το άλλο χέρι κρατούσα τον πυρσό μου αναμμένο. Όταν όμως έφτασα στον διάδρομο πίσω από τον μαρμάρινο τοίχο με τα περιστέρια, εκείνος δεν άνοιξε. Τελικά ίσως είχα όντως παγιδευτεί. Αλλά το μίασμα του θανάτου μου δεν θα καταλογιζόταν σε μένα από τους θεούς. Γιατί εγώ προσπάθησα, έστω και μάταια, να βγω. Κάθισα στο δάπεδο, δίπλα στη μετακινούμενη πλάκα, με τα πόδια μου οκλαδόν και τοποθέτησα την τεφροδόχο της Ευρυδίκης μέσα στην αγκαλιά μου. Κουλούριασα τα μπράτσα μου γύρω της σε έναν τελευταίο εναγκαλισμό και τα δάκρυά μου άρχισαν να κυλούν καυτά μέσα στο νεκρικό αγγείο. Η τέφρα είχε μετατραπεί σε λασπώδη ύλη, ό,τι είχε απομείνει από την καύση της με το υγρό της σπονδής. Τα δάκρυά μου την αραίωναν ακόμη περισσότερο. Έβαλα το χέρι μου και πήρα λίγη από την αγαπημένη αυτή λάσπη και την άπλωσα στο πρόσωπό μου. Έσβησα τον πυρσό και έκλεισα τα μάτια μου. Έγειρα το κεφάλι στο στήθος και περίμενα το τέλος…
Μάθετε περισσότερα για το βιβλίο, διαβάστε τις 20 πρώτες του σελίδες, εδώ:
http://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/kilika.html