Η Βασιλική έβγαλε αργά τις μαλακές παντόφλες, σήκωσε τα πόδια στον καναπέ, έπαιξε λίγο με τα κανάλια, «τι τη θέλω κι αυτή τη ρημάδα», είπε άλλη μια φορά, «μόνο καταστροφές και συφορές είν’ ικανή να δείχνει». Η φιλενάδα της τέτοιες ώρες –όπως κι όλη την υπόλοιπη ημέρα– καθόταν κι έβλεπε σίριαλ. Όλα τα σίριαλ με τη σειρά, πρώτα τα ελληνικά, ύστερα τα ξένα. Μερικές φορές επενέβαινε στην υπόθεση, μίλαγε με τους ηθοποιούς, έβριζε τους πολιτικούς, ειρωνευόταν τις ειδήσεις και τις διαφημίσεις, κατάφερνε να διασκεδάζει τουλάχιστο μ’ έναν τρόπο, να εκτονώνεται και στο τέλος ήταν ικανή ν’ αποκοιμηθεί με το κομπιουτεράκι στο χέρι. Η ίδια όμως δεν το μπόρεσε αυτό ποτέ. Σπάνια κατάφερε να συγκεντρωθεί στην εικόνα για περισσότερο από μερικά λεπτά. Θες που ’χε την προϊστορία της με τις τηλεοπτικές σειρές και τα ’ξερε αλλιώς τα πράματα, από μέσα και δεν τη συγκινούσαν, θες που ’βλεπε κάθε τόσο και μια παλιοταινία από εκείνες που τη φωνάζανε να παίξει κάποτε, ούτε αυτές δεν μπορούσε να κάτσει να ξαναδεί, έστω κι από νοσταλγία. «Ο περισσότερος κόσμος βλέπει τον παλιό εαυτό του στις φωτογραφίες για να θυμάται. Εγώ με βλέπω στις ταινίες», είχε πει μια φορά.
Γιατί ήτανε ζωντανό ακόμα αυτό το έρμο το μυαλό. Μπορεί κανείς να μην αναγνώριζε πια στο αλλοιωμένο της πρόσωπο εκείνη την παλιά ζωγραφιστή ομορφιά, εκείνα τα περήφανα μάτια, μια ηθοποιό απ’ αυτές της χρυσής εποχής –είχαν και τόσα χρόνια να τη δούνε, είχε αποσυρθεί δεκαετίες πριν– το μυαλό όμως, αυτός ο άχρηστος διάβολος δούλευε σατανικά, την παίδευε, κυρίως τις νύχτες, έτσι κι απόψε, έκανε ζάπινγκ, τρώγοντας ένα γιαουρτάκι, κατάπιε όσα χάπια θυμήθηκε απ’ αυτά που επιβαλλόταν να παίρνει για την καρδιά, την πίεση, το ζάχαρο και τη χοληστερίνη ανά τακτά χρονικά διαστήματα και ’κεί, κατά τις έντεκα τόσο, μια γλυκιά θαλπωρή κούρασης την τύλιξε κι ενόσω αποκοιμιόταν σκέφτηκε να σηκωθεί, να πάει στο κρεβάτι να ισιώσει σαν άνθρωπος.
Ο ύπνος όμως την κόντευε μονάχα τέτοιες απρόοπτες στιγμές. Στην κρεβατοκάμαρα, με το ρολόι να μετρά τις άδειες ώρες της με τρόπο ηλεκτρονικό και ακριβή, χωρίς ένα τικ τακ, αλλά ένα αχανές ζουζούνισμα ηλεκτρικού ρεύματος να διαπερνάει το δέρμα, να σε ξυπνάει από τη φυσική κόπωση, ένας θόρυβος από τέσσερα κόκκινα νουμεράκια και δυο τελίτσες ν’ αναβοσβήνουν στα δευτερόλεπτα, ένας ήχος χωρίς χρώμα και χαρακτήρα, εκεί ο εφιάλτης της αγρύπνιας ξύπναγε, κάθε βράδυ σχεδόν το ίδιο, βαθιά μέσα της, ανήσυχα ουρλιαχτά, τρυφερά κλάματα, γοερές απογνώσεις, ερωτήσεις του μυαλού που δεν βρήκανε ποτέ απάντηση, αινίγματα παράλογα στο σύνηθες φως της κάθε μέρας. Μοναξιά. Μοναξιά πάλι. Μοναξιά πάντα.
«Ένας ακόμα άγνωστος χειμώνας πλησιάζει αργά», σκέφτηκε, «η ατμόσφαιρα κρατά και συντηρεί τη φθινοπωρινή υγρασία. Σου ποτίζει ύπουλα τα κόκαλα με νέους πόνους, ενοχλήσεις και μικρά βογκητά που κρύβονται από ένστικτο, ακόμα κι απ’ τον ίδιο σου τον εαυτό, κυρίως απ’ αυτόν, πρέπει να τα καταπνίξεις, μη φανούν και σου θυμίσουν ότι πάει το κορμί των δεκαεννιά σου χρόνων, πέταξε σ’ ένα σύννεφο ένα σούρουπο, χάθηκε απ’ το λυγμό μιας λοξοδρομισμένης αγάπης, ενός άκαιρου κι άδικου τέλους, ξοδεύτηκε απλόχερα στα καθημερινά μικρά νεύρα, έλιωσε απ’ τον καπνό εκατομμυρίων τσιγάρων».
Άλλαξε πλευρό, σηκώθηκε, περπάτησε, ξαναπλάγιασε, ξανασηκώθηκε. Κάποτε κοίταξε τους φωτεινούς αριθμούς, 4:52. Στάθηκε στην κουζίνα να πιει μισό ποτήρι νερό, ο νους ξανάρχισε να τρέχει σαν φλύαρος συγγραφέας. «Σε λιγότερο από δυο ώρες θα ’χει ξημερώσει», είπε. «Θα ’ναι αλλιώς». Η νύχτα όμως τώρα σου επιβάλλεται ακόμα. Η αισιοδοξία δεν σε πείθει, περνά απ’ τα μάτια σου απαρατήρητη σαν πλαστό χαρτονόμισμα. Κι έχεις μέσα σου κρυμμένες χιλιάδες ευχές, εκατοντάδες όμορφες λέξεις. Αλλά δεν βρίσκεις καμιά να σε παρηγορήσει. Καμιά να σε καλοδεχτεί και να σε ανακουφίσει στην αγκαλιά ενός ήρεμου ύπνου.
Η στιγμή δεν έχει χρονικό προσδιορισμό. Είναι ίδια στη μία, στις δύο, στις τρεις, στις τέσσερις. Κάθεσαι λίγο μπροστά στην τηλεόραση, δεν υπάρχει χειρότερη συντροφιά απ’ αυτήν και το ξέρεις. Αλλά δεν έχεις κι άλλη. Δεν μπορείς να ’χεις συντροφιά τις ώρες που θέλεις ν’ αποφύγεις τον εαυτό σου. Μόνο κάθεσαι λίγο στην πολυθρόνα κι ύστερα σηκώνεσαι πάλι, ξεχνάς τις συμβάσεις σου, περπατάς με κουρασμένα άυπνα βήματα, πατάς με τα ξυπόλυτα πόδια σου το μαλακό χαλί, κρυώνεις στα παλιά φθαρμένα μωσαϊκά, αποφεύγεις το σκοτάδι της βεράντας που σε φοβίζει απροσδιόριστα, ρεμβάζεις τη λευκή κουρτίνα που σαλεύει αθόρυβα, κατασκοπεύεις άβουλα τα παράθυρα των γειτόνων από την πίσω μεριά του ακάλυπτου, δεν έκανες λάθος, όλοι κοιμούνται τέτοια ώρα, είναι φυσικό, όλοι κοιμούνται τέτοια ώρα πάντα, εκτός από σένα.
Κι έχεις μέσα σου κρυμμένες χιλιάδες ευχές, εκατοντάδες όμορφες λέξεις, εικόνες γεμάτες ζωντανά χρώματα, ήχους πλημμυρισμένους από γλυκές μουσικές και ζεστές ανθρώπινες φωνές, ελπίδες που πάντα κρατάς για τα δύσκολα. Αλλά δεν βρίσκεις καμιά να σε θεραπεύσει απ’ την αρρώστια της νύχτας, από τα βάρη του παράξενου λογικού σου.
Κι αν δεν προσπάθησες… Κι αν δεν δοκίμασες ό,τι σου πέρναγε από το νου. Αχάραγα ξυπνήματα, ομοιοπαθητικά γιατροσόφια, βότανα, χόρτα και χάπια χημικά, οινόπνευμα στα χειρότερά σου. Όλα, χωρίς αληθινό, χωρίς στέρεο αποτέλεσμα, δίχως μια ευδιάθετη έκφραση στο πρόσωπό σου.
Κι ύστερα παίρνεις και χωρίζεις τη ζωή σε δεκαετίες, σε μέρες, σε πράξεις, σ’ ανθρώπους που πέρασαν και στάθηκαν δίπλα σου αλλά δεν έμειναν, σε μυρωδιές που σε σαγήνεψαν αλλά τις ξέχασες, σε όρκους που πίστεψες αλλά μετά πρόδωσες.
Ένα κορίτσι απέναντι σ’ ένα μικρούλι κάδρο, μια τυπογραφική αντιγραφή σε μελάνια όφσετ, ένα κορίτσι απέναντι, μούσα αναγεννησιακού ζωγράφου μια φορά, τώρα δική σου συντροφιά στα φευγαλέα σου περάσματα κοντά απ’ τον τοίχο που την έχεις στολίσει, ένα κορίτσι με λυπημένα μάτια, πιο λυπημένα απ’ τα δικά σου μην το συζητάς, καθισμένη σ’ έναν φανταστικό –ίσως κι αληθινό κάποτε– κήπο που αμέτρητες φορές λαχτάρησες να ’χεις δικό σου, με δυο σκάφες λίμνη να βρέχουνε τον ίσκιο της, κι ανήλιαγα τεράστια κλαδιά δέντρων να προικίζουνε δροσιά έναν τέτοιο παράδεισο, φυλλώματα γεμάτα άγνωστα, πολύχρωμα, κελαηδιστά πτηνά, κάτι άλλες φορές προσπάθησε να σου μιλήσει το κορίτσι, ήτανε τέτοιος όμως ο τρόπος σου, σε είδε και πάγωσε, απόμεινε αναποφάσιστη, μετάνιωσε, δείλιασε, κατάπιε τις λέξεις, ξέχασε τι θέλησε να πει.
Κι εκεί, στο πλάι της βιβλιοθήκης της, σε μια σειρά από γυάλινα βάζα με καπάκι από φελλό –ήταν όλα τόσο στέρεα, κανένα δεν απειλήθηκε από το σεισμό– φυλάει πάντα τις πέτρες και τα κοχύλια που έκλεψε από τις ακρογιαλιές των καλοκαιριών της. Και καμιά φορά σκέφτεται, να μπορούσε να έχει λίγη δύναμη παραπάνω, ν’ αποκτούσε τη μαγική ικανότητα να τις αραδιάσει μία μία σ’ ένα τραπέζι, ν’ αναγνωρίσει τα μεσημέρια που τις μάζευε χαρούμενη γεμάτη ζωή κάτω από τον καυτό ήλιο κι όταν μπορέσει να βρει την άκρη, να πάρει ένα δρόμο, ένα καράβι, να ταξιδέψει ξανά για το χατίρι τους, να τις επιστρέψει ως την τελευταία στη μάνα θάλασσα, στην παντοδύναμη γη, να τις ξαναβρέξει το αλμυρό νερό, να ζωντανέψουν ξανά, να τους ψιθυρίσει πάλι το κύμα παλιές, μυστικές διηγήσεις και μουσικές ανήκουστες στ’ αυτιά των ανθρώπων.
Εκεί, στο ίδιο μακρύ έπιπλο, αμέτρητα βιβλία, περιμένουν καρτερικά να δεχτεί να της ξαναπούν την ξεχωριστή για το καθένα ιστορία τους, να την μπερδέψουνε στις σκέψεις και τα περιστατικά τους. «Όχι», τους λέει με μάτια βαριά, «απόψε κι ως την ώρα που θα ξημερώσει για τα καλά, θα σας μιλάω εγώ, θα σας γνωρίσω τον κόσμο που είδανε τα δικά μου μάτια, τα δικά μου όνειρα, αρκεί να σιγουρευτώ πως με προσέχετε. Απόψε θέλω να σας πω τις δικές μου ιστορίες», λέει η κυρα-Βασιλική, ως να την πάρει –χωρίς σχεδόν να το καταλάβει, λίγο πριν την ανατολή– ο γλυκός όσο και σύντομος εκείνος ύπνος, και τα πρωινά ξυπνάει πάντα από τις κόρνες και τις φωνές των παιδιών, εκεί στον καναπέ, αναμαλλιασμένη και πονεμένη, με το κορμί ζαρωμένο, ένα ανώριμο έμβρυο εβδομήντα τεσσάρων χρόνων που προσπαθεί ν’ αγκαλιαστεί μονάχο του.
• Μάθετε περισσότερα για το βιβλίο, διαβάστε τις 20 πρώτες του σελίδες, εδώ:
http://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/o-erasths-h-melissa-ki-ena-mikrouli-ax.html