Διαβάζουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο με τίτλο «Δυο χειμώνες κι ούτε ένα καλοκαίρι» του Μιχάλη Κατσιμπάρδη

Άνεμος Magazine 12/07/2018 0

Ο αντίπαλος, λοιπόν, δεν ήταν μονάχα ένας, ήταν πολλοί και παραμόνευαν σε κάθε τους βήμα. Ο προετοιμασμένος, εκείνος που προέβλεπε, εκείνος που σκεφτόταν, είχε πάντα περισσότερες πιθανότητες να τους αντιμετωπίσει αποτελεσματικά και να βγει στο τέλος νικητής.
Πώς, όμως, στ’ αλήθεια ν’ αντιμετωπιστεί ένα ακραίο φυσικό φαινόμενο, όπως ήταν η τσουχτερή, διαπεραστική, υγρή παγωνιά, από ανθρώπους που ούτε εξοικειωμένοι σ’ αυτό το κλίμα ήταν και κυρίως ούτε εφοδιασμένοι με τα στοιχειώδη έστω μέσα προστασίας; Τους συνέλαβαν, όλους ανεξαιρέτως, μέσα στο καυτό ελληνικό καλοκαίρι, με τα λευκά βαμβακερά πουκάμισα και τα πάνινα ή λινά παντελόνια τους. Ελάχιστοι είχαν κάτι παραπάνω.
Ο Κωστής ευγνωμονούσε τη μάνα του για το πουλόβερ, αλλά ακόμα κι αυτό δεν ήταν αρκετό. Ένα ανοιξιάτικο πουλόβερ, υγρό τις πιο πολλές φορές, δεν κάνει τη μεγάλη διαφορά σε θερμοκρασίες που βρίσκονταν κοντά στο μηδέν. Το κουβαλούσε βέβαια παντού μαζί του. Ήταν το βαρύ παλτό του και το μαλακό του μαξιλάρι. Ήταν το ζεστό κασκόλ του και τα χοντρά του γάντια. Η ζεστασιά του πήγαζε από τα χέρια που το φτιάξανε κι όχι τόσο απ’ αυτό το ίδιο.
Δεν τους δώσανε ρουχισμό ή χειμωνιάτικη χλαίνη, ούτε καν κάποια στολή κρατουμένων, μονάχα τους μοίρασαν εκείνη την τριμμένη μάλλινη κουβέρτα, που οι όμηροι την έριχναν διαρκώς στο κεφάλι και στις πλάτες –οικτρό θέαμα–, την ίδια υγρή κοκαλωμένη κουβέρτα που τα βράδια την άπλωναν γύρω από την ξυλόσομπα μπας και στεγνώσει λιγάκι ώστε να γίνει χρήσιμη για τον άλλο της ρόλο, το κλινοσκέπασμα.
Οι ελάχιστες ηλιόλουστες μέρες είχαν περισσότερη παγωνιά από τις συννεφιασμένες. Το κρύο τότε περόνιαζε τα κόκαλα. Οι όμηροι ανακάλυψαν έκπληκτοι ότι η έκθεσή τους στον ήλιο δεν τους πρόσφερε περισσότερη θαλπωρή από ό,τι τα σκιερά μέρη. Ο χειμωνιάτικος ήλιος, σε αντίθεση με την πατρίδα, τους χάριζε μόνο φως, όχι ζεστασιά. Γι’ αυτό συχνά χτυπούσαν ρυθμικά με τα χέρια τα πλευρά τους, μπας και ζωντανέψουν το παγωμένο τους κορμί. Βάδιζαν με μικρά νευρικά βήματα για να αναγκάσουν το αίμα τους να κυκλοφορήσει και κυρίως παρακινούσαν τον διπλανό τους που κοκάλωνε, ακίνητος και απαθής, να κάνει το ίδιο, για να μη χαθεί.
Δούλευαν πολλές φορές μουσκεμένοι μέχρι το μεδούλι από την ατέλειωτη βροχή. Το κορμί ασήκωτο, νικημένο από το βάρος, τα βρεγμένα ρούχα τους βαρίδια, κολλημένα πάνω στο δέρμα έκαναν την κίνηση εφιάλτη, η μέση άκαμπτη, θαρρείς κι ανήκε σε ταλαιπωρημένους υπερήλικες. Νέοι άνθρωποι εγκλωβισμένοι σε γέρικα κορμιά…
Δούλοι σε βαριές δουλειές. Πώς να εργαστούν, όμως, όταν τα χέρια τους ήταν μελανά, γεμάτα πληγές, ανήμπορα, και τα πόδια τους ξυλιασμένα σαν κούτσουρα και πρησμένα στους αστραγάλους;
Σέρνονταν πάνω στο παγωμένο χιόνι, θρυμματίζοντας μέσα σε εφιαλτικούς ήχους τις κρούστες του πάγου, ή βούλιαζαν στη λασπωμένη γη, προσπαθώντας να ξεκολλήσουν τα εξαθλιωμένα παπούτσια τους από το τέλμα. Κάθε τους βήμα ένα βάσανο, τα πόδια ασήκωτα από την κολλημένη λάσπη, σαν αλυσοδεμένα.
Τα παπούτσια ήταν πολύ σημαντικά για την επιβίωσή τους. Όποιος τα έχανε ή του τρυπούσαν στον πάτο –πράγμα όχι πολύ σπάνιο– κινδύνευε σοβαρά από κρυοπάγημα, που χωρίς φροντίδα οδηγούσε ακόμα και στον θάνατο. Ορισμένοι βρήκαν και έβαλαν άχυρο στον πάτο των φθαρμένων παπουτσιών τους, άλλοι πανιά ή χαρτιά. Αργότερα, μέσα στην καρδιά του Γενάρη, οι Γερμανοί, επιτέλους, φιλοτιμήθηκαν να μοιράσουν, σ’ όσους είχαν σοβαρό πρόβλημα, ογκώδη και θορυβώδη ξυλοπάπουτσα, σαν τεράστια τσόκαρα, που έκαναν το βάδισμα σωστό εφιάλτη. Κανείς από τους κατόχους τους δε θα μπορούσε πλέον να περάσει απαρατήρητος· και η ύστατη απελπισμένη σκέψη για απόδραση μ’ αυτά τα τσόκαρα ήταν καταδικασμένη εξαρχής…
Τα παπούτσια του Κωστή, όπως ήταν αναμενόμενο, δε γλίτωσαν από τη φθορά. Στην αρχή τρύπησαν στον πάτο, στη συνέχεια έφυγαν οι σόλες και στο τέλος, απόμειναν δυο δερμάτινα κουρέλια δεμένα με σύρμα. Κι έτσι απέκτησε και κείνος στα μέσα του Γενάρη τα δικά του ξυλοτσόκαρα.
Ο Κωστής χαιρόταν με την προνοητικότητά του να διαφυλάξει μέχρι τέλους ως κόρη οφθαλμού το πουλόβερ της μάνας του. Η ανεκτίμητη αξία του δεν ήταν πλέον μόνο συναισθηματική. Είχε ένα όπλο παραπάνω από αρκετούς άλλους στον καθημερινό πόλεμο με τα φυσικά φαινόμενα. Οι πιο πολλοί παρέμεναν και μέσα στον βαρύ χειμώνα με καλοκαιρινά ρούχα. Αυτός και ελάχιστοι άλλοι ήταν λίγο πιο τυχεροί.
Κι όταν ο χειμώνας προχώρησε πολύ, όταν ακόμα και οι βαριά ντυμένοι, με δερμάτινα παλτά, σκούφους και μάλλινα γάντια, φρουροί έτρεμαν από τον χιονιά, τότε και μόνο, μετά από τις επαναλαμβανόμενες διαμαρτυρίες των ομήρων, αξιώθηκαν να τους δώσουν ελαφρύ ρουχισμό. Τα ρούχα που τους μοίρασαν ήταν παράταιρα και γελοία. Σακάκια με λαμέ πέτα, ρεντιγκότες, πολύχρωμα παντελόνια και κασμιρένια γιλέκα.
«Απομεινάρια από Εβραίους που συλλάβαμε…» τους ενημέρωσε ένας φρουρός, όταν διαμαρτυρήθηκαν.
Ο Κωστής έμαθε, όπως οι περισσότεροι, να θεωρεί πολύτιμο –και όχι απλώς χρήσιμο– οτιδήποτε λογάριαζε άχρηστο και περιττό στην ελεύθερη ζωή του. Γι’ αυτόν τώρα, εκείνο το συρμάτινο κομμάτι για να δέσει αρχικά το διαλυμένο του παπούτσι ήταν σανίδα σωτηρίας, ένας σπάγκος για να δέσει το παντελόνι, μια και η μέση του δεν ήταν ικανή να το συγκρατήσει, δεν είχε μόνο πρακτική αξία αλλά ήταν και ζήτημα αξιοπρέπειας, ένα κομμάτι παλιάς εφημερίδας λύτρωση, γιατί προστάτευε αποτελεσματικά το κορμί από τον παγωμένο άνεμο. Η ευρηματικότητα μπήκε στην υπηρεσία της επιβίωσης.
Μέσα στην καθημερινή δίνη των προβλημάτων τους, οι πιο πολλοί περίμεναν καρτερικά να τους αφήσει ο χειμώνας για να πάρει μαζί του αυτόν τον ανίκητο εχθρό τους, το κρύο. Για να έχουν μια έγνοια λιγότερη, τις λιγοστές ελπίδες τους πιο ζωντανές…

• Μάθετε περισσότερα για το βιβλίο, διαβάστε τις 20 πρώτες του σελίδες, εδώ:
http://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/dyo_cheimones.html

Leave A Response »

Αποδείξτε ότι είστε άνθρωπος και όχι bot *