Περπατούσε για ώρα μέσα στο μικρό δωματιάκι. Mε το παραθυρόφυλλο να τρίζει, παραδομένο στους δυνατούς ανέμους. Ή μήπως ήτανε το βήμα του που ακουγόταν έτσι, σκουριασμένο; Όχι, υπερβολές, συναισθηματικές αηδίες. Η ψυχή του ήταν, τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Χωμένος για καιρό, μέσα στα βιβλία του, κάτι σαν δήθεν σωτηρία. Όλο και κάποιο αντάλλαγμα θα θέλανε κι εκείνα… Εδώ και χρόνια, η ζωή είχε χαθεί από το οπτικό του πεδίο. Μάτια θολά. Φοβόταν. Κι όσο πιο πολύ φοβόταν, τόσο πιο στάσιμος έμοιαζε. Εξάλλου, ο παθητικός φόβος είναι η μέγκενη της νεότητας.
Το κουδούνι χτύπησε. Άνοιξε την πόρτα και είδε μπροστά του ένα μικρό παιδάκι, βρόμικο και πεινασμένο. Δεν του ζήτησε τίποτα. Ούτε νερό, ούτε φαγητό, ούτε τίποτα, τίποτα, τίποτα. Μόνο να το αφήσει να δει τις γλάστρες που είχε στο μπαλκόνι του. Το συνόδευσε ως εκεί. Τα μάτια του αγοριού μεγάλωσαν, γίναν στρογγυλά και όμορφα. Αμέσως κατάλαβε ότι τόσα χρόνια, το μόνο που κοιτούσε εκείνος ήταν το χώμα. Οχτώ λεπτά όμως, αρκούσαν στον πιτσιρικά για να αποκρυπτογραφήσει την ομορφιά, που κρύβει μέσα της μία γλάστρα. Μία ματιά ήταν όλη κι όλη η επικοινωνία τους. Τον σημάδεψε βαθύτατα.
Έκλεισε την πόρτα κι έμεινε πάλι μόνος. Εκείνος και οι λέξεις. Δεν ήταν γιατρικό, αλλά όπιο. Αποφάσισε να τις αφήσει πίσω του, οριστικά. Είχε αφήσει κάποιες εκκρεμότητες, μία σημαδεμένη νύχτα και ό,τι είχε απομείνει από τον εαυτό του. Προδομένα όλα στον πάγκο κάποιου μπαρ. Ήταν η σειρά του να ρεφάρει τα απομεινάρια της ζωής του.
Φόρεσε ό,τι πιο όμορφο είχε. Ή τουλάχιστον αυτά που τον έκαναν υποφερτό εν πάσει περιπτώσει. Κλείδωσε την κάμαρα κι έβαλε το κλειδί στην τσέπη του. Το πέταξε στον πρώτο υπόνομο που βρήκε μπροστά του κι εκείνος άνθισε. Μόλις το είδε, έπεσε στα γόνατα και ζήτησε συγχώρεση για τα χρόνια που πέταξε κάποιο απύθμενο σκοτάδι.
«Η ζωή βρίσκεται, εκεί, στον δρόμο. Αποκλειστικά».
Μπήκε στο μπαρ. Ο καπνός πολύς. Δεν τον άφηνε να δει καθαρά. Ένα μάτσο τζογαδόροι που πουλούσαν την δική τους παραμύθα για να αγοράσουν μία καινούργια. Κύκλοι του θανάτου, κύκλοι του αδιέξοδου. Και πάλι από την αρχή. Σε ένα κυνηγητό μόνο με θηράματα.
Στάθηκε όρθιος στο μπαρ και παρήγγειλε ένα μπουκάλι. Όπως τότε, εκείνος κι αυτό. Προείχε όμως, ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Έσπασε το ποτήρι πάνω στην μπάρα και με το σπασμένο γυαλί έκοψε το χέρι του. Έπρεπε να αποβάλει μέχρι και την τελευταία σταγόνα του παλιού του εαυτού, εάν ήθελε να έχει χώρο να φιλοξενήσει καινούργιους πόνους στις φλέβες του.
Σήκωσε το κεφάλι και είδε ορισμένους να καταριούνται το άδειο τους ποτήρι. Και κάποιους άλλους, να θεωρούν δεδομένο ότι το δικό τους είναι πάντα γεμάτο και φανταχτερό.
Κοίταξε και πάλι το δικό του. Κατάλαβε πως δεν έχει καμία σημασία εάν ήταν άδειο ή γεμάτο. Το μόνο που μετρούσε ήταν το σθένος εκείνου, που τολμάει να το ξαναγεμίσει. Ήπιε μία γερή γουλιά, το σήκωσε ψηλά στον αέρα και το βάπτισε ζωή.
• Επικοινωνήστε με τον δημιουργό:
https://www.facebook.com/john.manikas?ref=br_rs
• Δείτε περισσότερα δείγματα γραφής του:
https://anemosmagazine.gr/2017/pezografia/trikumia-yannis-manikas/
https://anemosmagazine.gr/2017/pezografia/kathreftes-yannis-manikas/