Χαιρέτα μου τον πλάτανο | Τζίνα Ψάρρη | Άνεμος magazine

Άνεμος Magazine 05/06/2018 0

Η γαλλική παιδεία μου ήρθε να μ’ ανταμώσει στα στενά της Πλάκας χωρίς καθόλου να το επιδιώξω. Απορίας άξιον το γιατί, αφού παρά τα πολλά χρόνια γαλλικής εκπαίδευσης αντιπαθώ τους Γάλλους και τον άκρατο σωβινισμό τους. Παρόλα αυτά, ανεβαίνοντας προς τους Αέρηδες, σκέφτηκα πως θα μπορούσα αυτό το σοκάκι να ονομάζεται rue du Beau Soleil. Τι παιχνίδια παίζει το μυαλό καμιά φορά! Άκου beau soleil! Δεν φταίω και τόσο για τον συνειρμό αφού, προχωρημένο μεσημέρι, ο καυτός ήλιος κάνει το πλακόστρωτο να τρίζει μαζί με τα νεύρα μου. Τι σόι προσκύνημα ήταν αυτό που επιχειρούσα δέκα χρόνια μετά; Έτσι την είχα χωρίσει την ζωή μου η ανόητη, σε πριν και μετά, π.Χ και μ.Χ. Όχι, δεν μιλάω για τον Χριστό, για τον Χρίστο μιλάω, με γιώτα, για να ξεχωρίζει από τις μάζες όπως έλεγε. Τα σπίτια γύρω μου κοιμούνται αποχαυνωμένα κι αυτά από την ζέστη. Αύγουστος ήταν και τότε, Αύγουστος του 2004. Η Αθήνα πλημμυρισμένη από ξένους, Ολυμπιακοί αγώνες γαρ, τρομάρα μας! Μ’ όλο που είχαμε πατήσει και οι δυο τα σαράντα, περπατούσαμε σ’ αυτά τα ίδια μέρη αγκαλιασμένοι, σφιχτά πλεγμένα τα χέρια κι οι ψυχές μας. Ούτε η ζέστη μας πτοούσε –κι ας έτρεχε ο ιδρώτας ποτάμι– ούτε τα περίεργα βλέμματα των πουριτανών Γερμανών. Λες κι ο έρωτας δεν χωράει στις τσέπες σαραντάρηδων, λες και υπάρχει νόμος που απαγορεύει εκείνο το πεταλουδοσκίρτημα στο στομάχι όσων έχουν περάσει τα είκοσι. Τέσσερα χρόνια είχαν περάσει από την πρώτη γνωριμία μας κι η φλόγα μέσα μας έκαιγε ακόμα. Λέγαμε ποτέ δεν θα σβήσει, για πάντα λέγαμε, χωρίς όρια, εμείς οι τυχεροί.

Κάθισα στο παγκάκι απέναντι από το τούρκικο ιεροδιδασκαλείο αποκαμωμένη. Κοιτάζοντας μπροστά μου τον Μεντρεσέ, θυμήθηκα την φιλόλογό μας στο γυμνάσιο, την αγαπημένη μου κυρία Μαζαράκη και την ιστορία που μας έλεγε για εκείνους τους άλλους τυχερούς επί Όθωνα. Φυλακή για τους αντιφρονούντες του ήταν το ιεροδιδασκαλείο, εκεί μέσα τους κρεμούσαν στον μεγάλο πλάτανο της αυλής. Κι όποιος καλότυχος κατάφερνε να γλιτώσει, περνώντας την εξώθυρα, έριχνε μισό βλέμμα στον φρουρό φωνάζοντας: χαιρέτα μου τον πλάτανο! Σηκώθηκα ανόρεχτα, σαν χρέος που έπρεπε να ξοφλήσω για να λυτρωθώ, αυτός ο περίπατος. Έφτασα στην πλατεία Πλατάνου, στην ταβέρνα ο Πλάτανος και κάγχασα: πολλά πλατάνια μαζεύτηκαν καλοκαιριάτικα και δροσιά μηδέν!

Στάθηκα στην άκρη της –ας πούμε– πλατείας και κοίταξα τους ανθρώπους που έτρωγαν κάτω από τον ίσκιο της μεγάλης μουριάς. Ο πλάτανος, ήσσονος σκιάς και πρασινάδας, νικήθηκε κατά κράτος. Το βλέμμα μου μισοξεχάστηκε ακουμπισμένο στο τραπεζάκι που καθίσαμε τότε. Κράτησα την αναπνοή μου χωρίς να το καταλάβω. Μνήμες ξεχύθηκαν από παντού, εικόνες αιμάσσουσες. Ένα όνειρο που πέρασε καιρός κι έχει μείνει μόνο ένα θολό, αχνό του αντιφέγγισμα τσαλακωμένο, ίσως και ωραιοποιημένο. Το νιώθω ακόμα ωστόσο: ήμουν πολύ ευτυχισμένη εκείνη την ημέρα, κι οι δυο ήμασταν. Κάθε φράση κι ένα γέλιο γάργαρο, ξεκαρδιστικό, αγγίγματα σαν ανάγκη, απαραίτητη η εγγύτητα αφού η απομάκρυνση τσιμπάει σαν μάλλινο ρούχο, ενοχλεί την καρδιά που χτυπάει ξέφρενα. Να ταΐζουμε ο ένας τον άλλον, να εμποδίζεται η κατάποση απ’ τα ενδιάμεσα φιλιά. Δυο ξέγνοιαστα παιδιά ετών σαράντα και βάλε. Κι ύστερα, μέσα στο διπλανό μουσείο λαϊκών οργάνων, να «τσακωνόμαστε» φωναχτά, ποιος θα μάθει τουμπί και ποιος σουραύλι, αδιαφορώντας για χρόνο και τόπο. Τώρα, γροθιά στο στέρνο εκείνη η θύμηση, σαν κάποιος να με χτύπησε από μέσα προς τα έξω.

Ακριβώς δύο χρόνια από εκείνη την υπέροχη ημέρα στη λιακάδα, ο έρωτας σάλπαρε γι’ αλλού. Του Χρίστου ο έρωτας δηλαδή, γιατί ο δικός μου παρέμεινε όμοιος κι απαράλλαχτος. Μία ωραία πρωία που λένε, μου ανακοίνωσε στεγνά – στεγνά πως ήταν ερωτευμένος με άλλη και θα συγκατοικούσαν. Ήσυχα ερωτευμένος είπε, γιατί το δικό μας τρελό πάθος τον διέλυσε, δεν το άντεχε άλλο.

«Είναι σαν να βουτάς το δάχτυλο στο βάζο με το μέλι. Γλείφεις, γλείψεις ασταμάτητα, σε λιγώνει μα θες κι άλλο. Αυτό έπαθα: λιγώθηκα και μπούχτισα». Αυτολεξεί ανακαλώ το κλείσιμο της σχέσης μας. Ξεχνάει κανείς τόσα μέλια και λιγώματα;

Δεν αντέδρασα, δεν είπα τίποτα, τι θα μπορούσα εξάλλου; Του ευχήθηκα καλή συνέχεια και βάζα λιγότερο λιγωτικά και του χαμογέλασα ευγενικά την ώρα που κάπως σαν αμήχανα βάδιζε προς την εξώπορτα του κοινού έως τότε σπιτιού μας με μια μικρή βαλίτσα στο χέρι. Μόλις έφυγε, έκρυψα τα φιλιά μας στο συρτάρι κι αποφάσισα να τα προστατεύω απ’ τη φθορά κάθε μέρα. Κι αυτό έκανα για δέκα σχεδόν χρόνια. Σαν αλυσοδεμένο σκυλί, έδειχνα υπακοή στον ένα και μοναδικό έρωτα, τον αληθινό, έτσι έλεγα. Πόσο αργό ήταν το πέρασμα όλων αυτών των ετών. Σαν νοσταλγική μουσική γεμάτη τρυφεράδα με νανούριζε κάθε βράδυ μ’ έναν όνειρο γερμένο στο μαξιλάρι του: θα ‘ρθει η ώρα που όλα θα γίνουν όπως πριν, μ’ έναν μαγικό τρόπο ο Χρίστος με γιώτα θα καταλάβει το γελοίο λάθος κι όλα θα τα ζήσουμε από την αρχή, ίδια και καλύτερα. Και γέμιζα το στήθος με την σκιερή δροσιά της προσμονής, ακόμα και τις μέρες που μια λάβα – κόλαση κεντούσε μέσα μου σταυροβελονιά τη θλίψη.

Όταν πιπιλάς μια καραμέλα, γλυκαίνουν τα χείλη, αλήθεια είναι. Αν συνεχίσεις όμως να πιπιλάς και να πιπιλάς για καιρό πολύ, η επίγευσή της καταλήγει πικρή. Τώρα το συνειδητοποιώ, έτσι που στέκομαι μπροστά στην είσοδο του Μουσείου. Θέλω και δεν θέλω να μπω μέσα, να ξαπλώσω στο γρασίδι της κλειστής αυλής, αυτήν ακριβώς την ώρα που η μέρα ξεψυχά με μια ρόδινη γλύκα. Ένα ξαφνικό τρεμούλιασμα στο κορμί με ειδοποιεί πως μια ακάλεστη δυσφορία εντός μου επρόκειτο όπου να ‘ναι να εμφανιστεί. Οι τουρίστες περνούν δίπλα μου δίχως να μαντεύουν τη νοσταλγία που με κυριεύει. Μόνη μέσα στο πλήθος. Πού πάει ο έρωτας όταν το σκάει από το παράθυρο; Κουράζεται, σαν να έχει διανύσει πολλά χιλιόμετρα, το καταλαβαίνω. Πώς εξαφανίζεται όμως; Μου είναι αδιανόητο. Μαστίγιο οι αναμνήσεις πληγιάζουν το δέρμα μου. Είχε έρθει η ώρα να τις αποχωριστώ, ν’ απομακρυνθώ από την αλλεργική αντίδραση του οργανισμού μου εναντίον τους. Θα τις άφηνα να πεθάνουν. Τις αφήνω. Τώρα. Είναι ήδη ετοιμοθάνατες.

Με βήμα γοργό, σαν ελαφρύ, επιστρέφω στο παγκάκι απέναντι από το ιεροδιδασκαλείο. Στο φέγγος της αστρόφωτης νύχτας ορκίζομαι: αυτό που μόλις τελείωσε, ήταν το τελευταίο μου προσκύνημα στον χαμένο έρωτα κι ας ήταν ο δυνατότερος της ζωής μου. Και σαν άλλη τυχερή σωσμένη, ψιθυρίζω: Χρίστο με γιώτα, χαιρέτα μου τον πλάτανο! Κι αν ποτέ έρθει η στιγμή που θα καταλάβεις επιτέλους, κι αν απορήσεις, μην γυρίσεις. Και ρίξε το φταίξιμο στο φεγγάρι, όχι σε μένα. Γιατί, όταν ανατέλλει ολόγιομο, έχει τους δικούς του νόμους. Εγώ, τας ένιψα τας χείρας μου.

• Επικοινωνήστε με τη συγγραφέα:
https://www.facebook.com/profile.php?id=100010950121205&hc_ref=ARTdI6pbEhjJRtu6xmerZ_O75wWiSdnDQTLejyoAM9i_p13wJLyhEqjP-4Aq2vKWd5Y&fref=nf

• Σχετικοί σύνδεσμοι:
http://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/kores.html
http://www.anemosekdotiki.gr/syggrafeis/pezografia/tzina-psarri.html

Leave A Response »

Αποδείξτε ότι είστε άνθρωπος και όχι bot *