Από μικρή φοβόταν τη θάλασσα. Ποτέ δεν την πλησίαζε, σ’ όποια παραλία κι αν την πήγαιναν οι γονείς της. Καθόταν πάντα ανακούρκουδα σε μια ψάθα, όσο πιο μακριά γινόταν από το νερό, κοιτάζοντας με μάτια έντρομα τον διαρκή παφλασμό των κυμάτων. Κι όταν μεγάλωσε πια και γέννησε τη δική της κόρη, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να μην την αφήσει να κολυμπήσει. Υγρό σκοτάδι της έμοιαζε ετούτο το περίεργο αλμυρό νερό, ακατανόητο και ύπουλο. Σαν κατάρα, ανίκητα καταστροφική. Κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να γλυκάνει τον φόβο της, ώσπου κάποτε όλοι παραιτήθηκαν αποδεχόμενοι σαν γεγονός αδιαμφισβήτητο το ότι δεν επρόκειτο ποτέ της να μπει στη θάλασσα.
«Θα κρυώσουν τα κοιλιακά σου και θα μολυνθείς από τα κάτουρα όλων των γέρων που κάνουν την ανάγκη τους εκεί μέσα», έτσι έλεγε στη Λίλη της, το μονάκριβο λουλούδι της, σε μια από τις πάμπολλες απέλπιδες προσπάθειές της ν’ αποτρέψει τα καλοκαιρινά της παιχνίδια με το νερό. Και το έκανε. Χωρίς ενοχές.
Πλησίαζε τα εξήντα όταν συνέπεσε η ολοκλήρωση του εξοχικού τους στο Μάτι με τον γάμο της κόρης της. Της άφησαν λοιπόν προίκα το σπίτι της Αθήνας κι εκείνη με τον άντρα της εγκαταστάθηκαν μόνιμα μέσα στο δάσος. Με κόπο πολύ και προσωπική εργασία, έφτιαξαν μια πανέμορφη βιλίτσα επάνω στο βράχο και απολάμβαναν την ανεμπόδιστη θέα προς τη θάλασσα. Από μακριά εκείνη, κολυμπώντας καθημερινά από Μάη ως Οκτώβρη ο άντρας της. Περίεργη η ρυμοτομία του τόπου, ναι. Σπίτια σαν το δικό τους και καλύτερα, ξεφύτρωναν συνεχώς σαν μανιτάρια, ναι. Γιατί ν’ ανησυχήσουν όμως; Όλοι ανόητοι ήταν που έκαναν το ίδιο; Και τους χρειάζονταν οι δρόμοι οι απλωτοί; Έδιωξε το κακό από το νου της, όλοι γι’ αυτό πασχίζουμε εξάλλου, κι εκτιμούσε την κάθε μέρα της στη φύση και τον καθαρό αέρα. Κι όταν το εγγονάκι της έγινε πιασούμενο μωρό, το έπαιρναν μαζί τους τουλάχιστον για ένα μήνα, να ξεκουραστεί και η Λίλη της λιγάκι. Για πότε πέρασαν πέντε χρόνια μέσα σε στιγμές χιλιάκριβες, ούτε που το κατάλαβε. Ξημέρωσε όμως εκείνη η μέρα που με πείσμα θα καρφωνόταν στο μυαλό για όλη την υπόλοιπη ζωή της.
«Φεύγω Μαρία», φώναξε από την αυλή ο άντρας της. Θα πήγαινε στο αεροδρόμιο να παραλάβει την κόρη και τον γαμπρό τους που επέστρεφαν από σύντομο ταξίδι αναψυχής. Αν ήξερε η Μαρία πως αυτές θα ήταν οι τελευταίες κουβέντες που θα της έλεγε, ποτέ δεν θα τον άφηνε να φύγει. Όμως, του ευχήθηκε καλό δρόμο κι έγειρε δίπλα στον εγγονό της, να χαζέψει τα γραμμένα χειλάκια, την ανασηκωτή μυτούλα. Σαν κάτι να μύριζε άσχημα μα δεν έδωσε σημασία. Περίεργα νιαούριζε η γάτα και την εκνεύριζε. Όπως την θύμωσε και το δυνατό χτύπημα στην πόρτα καταμεσήμερο – θα της ξυπνούσαν το παιδί.
«Καιγόμαστε, πάρε το παιδί και φεύγουμε». Κοφτή η φωνή του δύστροπου γείτονα, φοβισμένη.
Το βλέμμα της έπεσε στο γέρικο πεύκο της αυλής. Λαμπάδα που έσπερνε τη φλόγα της παντού ένα γύρο. Ξερά κουκουνάρια – πυροτεχνήματα έπεφταν στα κεραμίδια και τα πύρωναν. Ο καπνός δυσκόλευε την ανάσα, τα μάτια έτσουζαν. Σάστισε. Απρόσκλητος ο γείτονας όρμησε στο σπίτι, άρπαξε το παιδί και μια πετσέτα που βρήκε πεταμένη στο χολάκι, την έβρεξε, σκέπασε το αγόρι και τράβηξε τη Μαρία από το χέρι.
Το δίκιο δε λένε πως επικρατεί πάντα; Όχι λοιπόν, δεν θα καιγόταν το όμορφο σπίτι τους, οι φλόγες θα έγλειφαν λίγο τη μάντρα και θα έστριβαν προς το σπίτι του γείτονα. Κρίμα και για το βιός του απέναντι βέβαια, μα αν ήταν να διαλέξει τον χαμό, του ξένου την καταστροφή θα διάλεγε. Δεν το συμπαθούσε κιόλας το κακότροπο γεροντοπαλίκαρο, τόσα χρόνια δεν είχαν ανταλλάξει ποτέ τίποτα περισσότερο από μισή καλημέρα που μετά βίας έβγαινε δαγκωμένη μέσα από τα σφιγμένα δόντια τους. Πόσο εύκολα ξεστρατίζει ο νους σε σκέψεις άκαιρες! Τώρα ωστόσο δεν υπήρχε χρόνος ούτε να ντραπεί.
«Θα καούμε ζωντανοί, η φωτιά μας έφτασε, προχώρα!». Η άγρια φωνή την επανέφερε στο ζοφερό παρόν.
«Το σπίτι, ο άντρας μου….», ψέλλισε τρεμάμενη.
«Μη σκέφτεσαι, περπάτα μόνο, περπάτα γρήγορα. Θα κρατάω εγώ το παιδί».
Πώς έφτασαν στη θάλασσα, ούτε που το θυμάται. Πότε ο γείτονας της έβαλε ένα καπνισμένο παιδί στην αγκαλιά, πότε την έσπρωξε ως τη μέση στο νερό, πότε ξέχασε το φόβο της για το υγρό του σκοτάδι, τίποτα δεν καταγράφηκε. Προσευχόταν μόνο, ασταμάτητα, χωρίς να ξέρει για τι να πρωτοπαρακαλέσει. Ν’ αντέξουν μέσα στο νερό; Να έχει προλάβει ο άντρας της να ξεφύγει από τη λαίλαπα πριν τον αρπάξουν οι φλόγες; Να σωθεί το σπίτι που με τόσο αγώνα αξιώθηκαν; Για όλα να παρακαλέσει. Για όποιο ακούσει ο φιλεύσπλαχνος θεός και συμφωνήσει να προσφέρει. Για το εγγόνι της πρώτα απ’ όλα. Σκέψεις υπόγειες, όλες καλυμμένες από ένα στρώμα στάχτης και πυκνού καπνού.
Ξημέρωνε πια όταν τους μάζεψε μια βάρκα και τους έβγαλε σώους στη Ραφήνα. Γιαγιά, εγγονό και δύστροπο γείτονα μαζί. Η θάλασσα γύρω της ξέβραζε νεκρούς και ζωντανούς, ένα κουβάρι. Χαράς ή λύπης ήταν τα δάκρυα της κόρης της που τους περίμενε; Δεν μπορούσε να ξεδιαλύνει. Ανακούφιση το καταφύγιο της αγκαλιάς της προς το παρόν, αυτό μόνο. Είχε όλο τον χρόνο μπροστά της να θρηνήσει τον άντρα της που έσβησε πριν τη φωτιά, για το σπίτι της που το κατάπιαν αμάσητο οι φλόγες, τα πολύτιμα της ζωής της, τα αγαπημένα.
Ζήτησε να την πάνε στη βιλίτσα της. Θαμπός εφιάλτης το κατάμαυρο τοπίο. Που θα ξυπνήσει για να τα βρει και πάλι όλα καταπράσινα. Έσφιγγε τα μάτια της όσο πιο δυνατά μπορούσε κι ύστερα τα άνοιγε αργά, σιγανά σαν τις ανάσες της. Όσες φορές κι αν ακολούθησε ευλαβικά την ίδια τελετουργία, ίδιο το αποτέλεσμα. Αποκαΐδια παντού. Και τι αναμνηστικά να μαζέψει; Ποιο παρελθόν να θυμάται στα βαθιά της γεράματα; Πιάνει στο χέρι της ό,τι έχει απομείνει από τη δαντελένια κουρτίνα που κάποτε έπλεξε η γιαγιά της. Ένα μαυρισμένο κομμάτι πανί, πώς να την γυρίσει στα χρόνια της ευτυχίας που κάποτε κρατούσε στις παλάμες της και δεν το ήξερε;
Δεν φεύγει η μυρωδιά του καμένου απ’ την ψυχή. Κάπου εκεί μέσα ωστόσο οφείλει να κρατήσει ζωντανές και τις μνήμες της. Και θα μάθει. Θα έρθει η ώρα που θα μάθει να μετράει τις ευλογίες όσων της χαρίστηκαν. Θα ζήσει με την κόρη της και θα καμαρώνει το άντρεμα του εγγονού της. Μέρα – μέρα. Με το βλέμμα στραμμένο μοναχά στα καλοκαίρια τα λουσμένα εκτυφλωτικό φως στη μέση του χειμώνα.
Επικοινωνήστε με τη συγγραφέα:
https://www.facebook.com/profile.php?id=100010950121205&hc_ref=ARTdI6pbEhjJRtu6xmerZ_O75wWiSdnDQTLejyoAM9i_p13wJLyhEqjP-4Aq2vKWd5Y&fref=nf
• Σχετικοί σύνδεσμοι:
http://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/kores.html
http://www.anemosekdotiki.gr/syggrafeis/pezografia/tzina-psarri.html