Τον γνώρισα στο κατάστρωμα ενός πλοίου. Το περασμένο καλοκαίρι είχε για εμένα πολλά μποφόρ. Επέστρεφα από ταξίδι σε νησί. Διακοπές στην Πάτμο μόνη μου. Πολύ θα ήθελα να είχα συνταξιδιώτη τον γιατρό μου. Αλλά οι γιατροί είναι επαγγελματίες που κρατούν απόσταση και όχι ερωτικοί σύντροφοι ή φίλοι αγαπημένοι που σε συνοδεύουν σε μάχες και λιμάνια.
Βρισκόμουν στο κατάστρωμα όταν άρχισε η θαλασσοταραχή. Κάποιοι που είχαν αποκοιμηθεί με τα κεφάλια πάνω στα τραπέζια του κυλικείου, σηκώθηκαν έντρομοι. Τα παιδιά που γυρνούσαν σαν να είχαν ροδάκια στα παπούτσια τους έτρεξαν σε δευτερόλεπτα στις γνώριμές τους αγκαλιές.
Εγώ, μόνη καθώς ήμουν, δεν είχα να τρέξω σε κανένα. Εκείνα τα μποφόρ θα έλεγε κανείς εάν με κοιτούσε ,δεν με αναστάτωσαν και τόσο. Ούτε στην αρχή ούτε και όταν στα μέσα του ωκεανού έγινε η μετατόπιση φορτίου. Εκείνο το διάστημα ζούσα με αντίληψη νωθρή εξαιτίας της ασθένειάς μου. Και δεν ήμουν τελικά η μοναδική ατάραχη όπως διαπίστωσα στην συνέχεια.
Ήταν και εκείνος. Ένας άνδρας, γύρω στα εξήντα, με μια λεπτή μαύρη ζακέτα, καθόταν στην άκρη στο παγκάκι δίπλα από την βάρκα διάσωσης. Βρισκόταν σίγουρα τυχαία εκεί γιατί δεν έδειχνε να ανησυχεί καθόλου για την ζωή του. Εστίασα στα χέρια του. Μου τράβηξε την προσοχή το κομπολόι από κεχριμπάρι. Τη στιγμή που το προσωπικό του πλοίου μάς έδειχνε πως θα φορέσουμε σωστά το life jacket τα δάχτυλά του είχαν ρυθμό γαλήνιο. Τον ρυθμό της γλυκιάς ραστώνης. Τον ρυθμό του δεν βαριέσαι βρε αδερφέ.
Μου έδωσαν ένα σωσίβιο και μου είπαν:
«Eάν έχεις παιδί πάρε θέση στη βάρκα διάσωσης ένα, εάν συνοδεύεις ηλικιωμένο πάρε θέση στην βάρκα διάσωσης δύο και αν ταξιδεύεις μόνη περίμενε στη σειρά να σου δώσουμε λέμβο».
Οι λέξεις που δεν άφησα να βγουν μου γαργαλούσαν για ώρα την γλώσσα. Ήθελα να ρωτήσω εάν οι καρκινοπαθείς έχουν προτεραιότητα, αλλά δεν μίλησα. Ύστερα ο υπάλληλος έγινε αέρας για να βοηθήσει μια οικογένεια με πολλά μικρά παιδιά.
Κοίταξα πάλι εκείνον. Μόνο αυτός δεν είχε σωσίβιο. Αναζήτησα ένα δεύτερο που με δυσκολία το βρήκα, και του το έδωσα. Με ευχαρίστησε και είπε:
«Ο καπετάνιος πηδά πάντα τελευταίος». Και όταν τον ρώτησα εάν είναι καπετάνιος συνέχισε: «Είμαι, ναι, ένας γερο καπετάνιος ενός άλλου πλοίου και άλλων προορισμών. Πολυταξιδεμένος… συνταξιοδοτημένος αλλά με την θάλασσα ακόμη δεν πήρα διαζύγιο. Ζούμε απλώς σε διάσταση και έρχομαι πότε πότε ως επιβάτης πια να την δω. Και τούτο το κομπολόι που βλέπεις πήρε την θέση του τιμονιού. Δεν με ταξιδεύει βέβαια με τον ίδιο τρόπο μου χαρίζει όμως κάτι λίγο απ’ αυτήν…»
Ήταν η ώρα που η κλίση του πλοίου έγινε μεγαλύτερη. Ύστερα άκουγα μόνο φωνές, προσευχές, παιδικά κλάματα και οδηγίες από τα μεγάφωνα. Εκείνη η νωθρή αντίληψη που είχα μέχρι τότε μετουσιώθηκε αυτομάτως σε αναγκαία δράση. Ήθελα να σωθώ. Ένιωσα όμως πως κάποιον άλλον πρέπει να βοηθήσω, βοηθώντας εμένα. Σκέφτηκα να πάρω στην αγκαλιά μου ένα μικρό κοριτσάκι που έκλαιγε και προσπαθούσε να μπει πάλι μέσα στο καράβι. Ποιος ξέρει , θα νόμιζε πως το νερό δεν θα μπορέσει να εισχωρήσει όταν θα έκλεινε πίσω του την πόρτα. Έτρεξα να το φέρω πίσω και λίγο πριν το πιάσω ήρθε η μαμά του και το πήρε. Καλύτερα που ήρθε η μαμά του. Με εμένα, μια εντελώς άγνωστη, τι ασφάλεια θα μπορούσε να νιώσει;Υπήρχε και εκείνος. Αυτός που ζούσε ακόμη σε έναν άλλο δικό του λήθαργο. Τον τράβηξα στην βάρκα δύο, παρά την άρνησή του.
Όταν πατήσαμε γη και λιμάνι μου χάρισε το κομπολόι και μου είπε να το χειριστώ σαν να ‘ταν τιμόνι. Σαν να ήμουν καπετάνιος σε ξηρά. «Γιατί όλα δρόμος είναι» έτσι είπε.
Υπάρχω και αυτό το καλοκαίρι. Και χτυπώντας τις χάντρες απολαμβάνω την ηδονή του να θες να μείνεις στο παιχνίδι, στο ταξίδι, στην ζωή μέχρι έναν -έστω- ακόμη οργασμό.
• Eπικοινωνήστε με τη δημιουργό:
https://www.facebook.com/christine.papanicola?ref=br_rs