Στη Μαρία των δρόμων | Μιχάλης Κατσιμπάρδης | Άνεμος magazine

Άνεμος Magazine 29/05/2018 0

%cf%83%cf%84%ce%b7-%ce%bc%ce%b1%cf%81%ce%b9%ce%b1-%cf%84%cf%89%ce%bd-%ce%b4%cf%81%ce%bf%ce%bc%cf%89%ce%bd-2
Τη λέγαν Μαρία. Τσιγγανόπουλο γύρω στα δέκα. Μελαχρινό, με εβένινο δέρμα, ατημέλητο, μάλλον βρόμικο, με μια κρυφή γοητεία στο βλέμμα. Τότε δούλευα στο Περιστέρι, κι ήμουν αναγκασμένος να διασχίσω τη μισή Αθήνα με το αυτοκίνητο. Το μετρό κατασκευαζόταν ακόμα. Η Μαρία “δούλευε” στα φανάρια. Εκλιπαρούσε σιωπηλή, μόνο με τα μάτια, τρέχοντας από αμάξι σε αμάξι, να προλάβει όσο γινόταν περισσότερα. Κάθε μέρα, ίδια ώρα στο ίδιο φανάρι, στη Μάρνη.

Χρήματα δεν της έδινα, τα έπαιρναν αστραπιαία οι άλλοι, το ήξερα. Όσο πιο πολύ παραγωγική θα ήταν η Μαρία τόσο πιο πολύ θα την ταλαιπωρούσαν στο φανάρι. Σκέφτηκα να μην την απογοητεύω συνέχεια. Πόση άρνηση μπορεί ν’ αντέξει μια παιδική ψυχή; Το καλύτερο θα ήταν να της δίνω παιχνίδια, παιδί ήταν ακόμα κι ας ζούσε τη ζωή ενήλικου. Της έφερα ένα λούτρινο μικρό αρκούδι, που βρισκόταν παραμελημένο στο σπίτι μου. Τα μάτια της έλαμψαν. Τα πιο φωτεινά μάτια που αντίκρισα ποτέ μου. Το αρκούδι ζωντάνεψε στα παιδικά δάχτυλα. Δεν είχα άλλα λούτρινα. Γύρεψα από τους συναδέρφους που είχαν παιδιά. Μου έφεραν δεκάδες, γέμισα ένα ντουλάπι μόνο μ’ αυτά. Κάθε μέρα της έδινα κι από ένα. Το έπαιρνε πάντα με τον ίδιο ενθουσιασμό κι ύστερα έριχνε με συννεφιασμένο πρόσωπο ένοχες ματιές γύρω της. Κάποια μέρα ήρθε μαζί μ’ ένα μικρό κοριτσάκι, ξαδελφάκι της μου ’πε. Τα παιχνίδια τώρα καθημερινά έγιναν δυο…

Ώσπου κάποιο πρωί η Μαρία έτρεξε ράθυμα και λυπημένα, μόνη της. Ήταν κλαμένη και δεν με κοιτούσε στα μάτια. Της πρόσφερα το παιχνίδι της μέρας. Μου γύρεψε λεφτά. Πρώτη φορά ανέφερε αυτή τη λέξη. Της είπα ότι εμείς έχουμε άλλη συμφωνία, δείχνοντας την όμορφη κούκλα. Στύλωσε το βλέμμα πάνω της, ξεχάστηκε και χαμογέλασε. Αμέσως συνήλθε και επανέλαβε τη λέξη. Το φανάρι θα ξαναγινόταν σύντομα πράσινο. Άπλωσε το χεράκι της πήρε την κούκλα την έσφιξε στην αγκαλιά της και μου την ξανάδωσε λέγοντάς μου: «Στην πουλάω!»…

Έκπληκτος της την επέστρεψα. Το φανάρι άναψε πράσινο και ξεκίνησα. Το βλέμμα εκείνο που μου έριξε δεν το ερμήνευσα ποτέ. Λίγο από θυμό, από ευγνωμοσύνη, από αγωνία, από δικαίωση. Ή τίποτα απ’ όλα αυτά. Ίσως είχε μόνο φόβο γι’ αυτά που θα άκουγε από τους προστάτες της. Την κοιτούσα από τον καθρέφτη, με χαιρετούσε διστακτικά. Δεν την ξαναείδα στο φανάρι.
Πού να βρίσκεται η Μαρία τώρα; Μάλλον παντρεμένη με τέσσερα κουτσούβελα. Γερασμένη, χωρίς παιδικά χρόνια…

• Eπικοινωνήστε με τον συγγραφέα:
https://www.facebook.com/mickatsi

• Σχετικοί σύνδεσμοι:
http://www.anemosekdotiki.gr/syggrafeis/pezografia/mihalis-katsimpardis.html
http://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/dyo_cheimones.html

Leave A Response »

Αποδείξτε ότι είστε άνθρωπος και όχι bot *