Ένα κυριακάτικο πρωινό του Δεκέμβρη που θύμιζε μάλλον άνοιξη και πάνω που απολάμβανα, πίνοντας το καφεδάκι μου, τον χλιαρό ήλιο να χαϊδεύει τις κουρτίνες του σαλονιού και ν’ απλώνεται σα λευκό τρυφερό συννεφάκι πάνω στα σκούρα έπιπλα, χτύπησε το κουδούνι. Βαριαναστέναξα, είν’ αλήθεια, μα άνοιξα.
Μπροστά μου έστεκε -ώ της απάνθρωπης μνήμης!- πανύψηλος, λίγο γερτός, όπως ακριβώς τον θυμόμουνα, αδύνατος, με γκρίζα τα σπαστά του μαύρα μαλλιά, ο κυρ Στέφανος! Μου ’ριξε μια βιαστική ματιά, σχεδόν με παραμέρισε, και, με μια άτσαλη δρασκελιά, βρέθηκε στο σαλόνι. Πέταξε ένα «καλημέρα, έχουμε χρόνια να ιδωθούμε», του απάντησα μ’ ένα χαζό χαμόγελο και προσγειώθηκε στην πολυθρόνα, σα να μη μπορούσε να σταθεί άλλο όρθιος. Παρ’ όλ’ αυτά, έφερε ένα γύρο με το βλέμμα του ρίχνοντας το σχόλιό του.
«Πολύ καλά τακτοποιημένη! Κόρη νοικοκυρεμένων ανθρώπων!», ενώ τραβούσε απ’ τη μασχάλη του ένα «Ριζοσπάσπη» και τον άφηνε πάνω στο τραπεζάκι.
«Ένα καφεδάκι;» τον ρώτησα.
Δίστασε.
«Δεν έχεις κάνα ουισκάκι;»
Μπήκα στην κουζίνα. Ο κυρ Στέφανος είχε υπάρξει κάτι σαν πατέρας μου ή μάλλον σαν πατέρας όλων των πιτσιρικιών της γειτονιάς μας. Αν και λάτρευε στη κυριολεξία τα τρία του κορίτσια και το μοναχογιό του, δε σταματούσε να γλυκοπαίρνει και να χαϊδολογάει κι όλα τα γειτονόπουλα. Η γυναίκα του, πάλι, μεγαλύτερή του, η χοντρουλή, πλαδαρή και μονίμως γελαστή κυρά Αλίκη, είχε μεν πάντοτε μια γερή παινεσιά για τα δικά της παιδιά, μα κι ένα καλό λογάκι για τ’ άλλα. Μένανε σ’ ένα δωμάτιο, σα στρατώνα, με κρεβάτια μονίμως άστρωτα, και μια κουζίνα αιωνίως σε αναταραχή! Τα παιδιά τους, αν και αδύνατα, τρώγανε το καταπέτασμα. Εδώ λοιπόν εγώ, ένα λιπόσαρκο ανθρωπάκι, μοναχοπαίδι, τότε, βγαλμένο από την αντίληψη ενός άψογου σε καθαριότητα νοικοκυριού, κι ενός απάνθρωπα αυστηρού συστήματος ανατροφής, που δεν έβαζα μπουκιά στο στόμα μου στο οικογενειακό τραπέζι, έτρωγα με όρεξη ό, τι κρυφοέδινε η μάνα μου στην κυρά Αλίκη! Ατέλειωτες ώρες είχα περάσει κουρνιασμένη δίπλα στην ευχάριστη εκείνη σμυρνιά, που όλο ιστορίες ήξερε να διηγιέται, και περιμένοντας με λαχτάρα τον κυρ Στέφανο, πότε θα καταφτάσει το βράδυ κουβαλώντας συνήθως ένα ολόκληρο κεφάλι κίτρινο τυρί: ολλανδίας, το λέγανε τότε! Όλοι χιμούσαν σα λιμασμένοι πάνω του και κείνος ολόχαρος έκοβε, άτσαλα, με τα δάχτυλά του, τεράστια κομμάτια και τα ’χωνε στ’ αχόρταγα στόματα των παιδιών του. Από κείνη την ιεροτελεστία έβγαινα πάντα κι εγώ κερδισμένη, όχι τόσο απ’ το κομματάκι τυρί που με δυσκολία κατάπινα, όσο απ’ το ότι ένιωθα πως με μεταχειρίζονταν κάπως σαν πέμπτο τους παιδί! Κι’ όταν ο γιγάντιος, καλόκαρδος κυρ Στέφανος μ’ αποκαλούσε «κοριτσάκι μου», γινόταν ο αιώνιος ήρωάς μου. Και βέβαια ούτε που μ’ είχαν απασχολήσει ποτέ κάτι μισόλογα της γειτονιάς που είχαν να κάνουν «με το κόμμα!»
Ξαναγυρνώντας στο σαλόνι, βρήκα τον «ήρωά» μου σκυμμένο πάνω στα γόνατά του με το κεφάλι χωμένο στις χούφτες του. Παρότι ετοιμαζόμουνα να τον συγχαρώ για τις επιτυχίες όλων των παιδιών του, άφησα αμίλητη το δίσκο στο τραπέζι, κάθισα απέναντί του και πήρα την εφημερίδα. Ήξερα από ένα γείτονα στην πολυκατοικία πως την πουλούσε για λογαριασμό του κόμματος.
Ο κυρ Στέφανος ανασήκωσε το κεφάλι, μου έριξε μια γρήγορη ματιά, άρπαξε το ποτήρι με χέρι που έτρεμε ελαφρά, το κατέβασε μονορούφι, ξαναγέμισε το ποτήρι και το ξανακατέβασε. Ύστερα, αναστέναξε κι ακούμπησε πίσω. Η ματιά του, αν και θολή, έμοιαζε νηφάλια.
«Ήθελα από καιρό να σε συναντήσω, κοριτσάκι μου, μα όλο το ανέβαλλα. Όλο το ανέβαλλα. Και τώρα, -άρπαξε πάλι το μπουκάλι, γέμισε το ποτήρι και το ξανακατέβασε-, μου ’ναι δύσκολο να μιλήσω. Δύσκολο. Αλλά με καίει, με καίει βαθιά, εδώ, -χτύπησε το στέρνο του με τη γροθιά του δυνατά- πρέπει να βγει».
Τον παρακολουθούσα άφωνη, όλο και πιο αποσβολωμένη. Φαινόταν να πνίγεται. Είχε κατακοκκινίσει, κουνιόταν νευρικά, σταγόνες ιδρώτα ξεφύτρωναν στο χαραγμένο από βαθιές ρυτίδες μέτωπό του. Μου ’στειλε ένα βλέμμα περίεργο, έσφιξε τα χείλια του, κι έσκυψε βιαστικά το κεφάλι του. Όταν ξαναμίλησε, η φωνή του ακούστηκε ήρεμη.
«Με κατηγόρησαν πολλοί, εδώ στη γειτονιά. Με κατηγορούν ακόμα. Το ξέρω. Όμως εγώ ειδοποίησα όσους μπόρεσα. Όσους μ’ άκουσαν. Και τους έσωσα. Κρυφά. Παρακούγοντας και το κόμμα. Ήμουνα καλός γείτονας. Καθόλου καρφί. Παρακούγοντας και το ίδιο μου το κόμμα. Ο μπαμπάς σου ήταν καλός άνθρωπος. Θα τον άφηνα ποτέ να εκτελεστεί; Θα τον άφηνα να του δέσουνε τα μάτια και να τον τουφεκίσουνε στο νταμάρι; Ποτέ. Εγώ τον ειδοποίησα: “Αδερφέ, πάρε την οικογένεια και φύγε! Απόψε, θα γίνουν εκτελέσεις στο βουνό. Θα γδύσουνε τα σπίτια σας. Οι καπεταναίοι θα πάρουνε κεφάλια. Θα γίνει μακελειό. Έχουμε γίνει μαλλιά-κουβάρια! Αδελφός σφάζει αδελφό! Εγώ δεν τα εγκρίνω αυτά”».
Το ’νιωθα από τότε πως ήτανε βλακεία μας τα δεκεμβριανά. Αλλά ποιος μ’ άκουγε; Περίμεναν πως ο Κόκκινος Στρατός θα κατέβει στο Αιγαίο! Αμ, δε. Σήμερα μας τα λέει κι ο Δημητρόφ στο ημερολόγιό του. Ο Στάλιν μάς αρνήθηκε! –σταμάτησε για λίγο και μετά- κι είμαι και του κόμματος! Πιστός… αλλά όχι και τυφλός! Σφαχτήκαμε, παιδί μου. Εδώ, με καίει!»
Με κοίταξε με βλέμμα ένοχο, κάπως λοξά και ξαναχτύπησε το στήθος του. Ο ιδρώτας έσταζε πάνω στο ύφασμα του παντελονιού του.
«Είχαμε τη δύναμη στα χέρια μας, 100%, γιατί δεν την εκμεταλλευτήκαμε; Μας πάσαραν στους άγγλους. Και μεις σφαχτήκαμε μεταξύ μας, τζάμπα. Ποιος θα μας συχωρέσει; Ο Παπανδρέου έπαιζε το παιχνίδι του, εμείς όμως, άμα θέλαμε θα τα καταφέρναμε. Κι έτσι η γειτονιά μας έμεινε η μισή. Πόσο αίμα χύθηκε! Στον ύπνο μου, το κόκκινο ποτάμι με πνίγει. Με πνίγει, καταλαβαίνεις;»
«Ο πατέρας μου ουδέποτε είχε κατηγορήσει κάποιον», τον παρηγόρησα. Και ήταν η αλήθεια!
«Θ’ άφηνα ποτέ ορφανό το τετράχρονο κοριτσάκι που τάιζα στο στόμα μαζί με τα παιδιά μου; Ποτέ!! Εγώ τον έσωσα τον πατέρα σου εκείνο το βράδυ».
Δεν απόσωσε. Έγειρε το κεφάλι κι αναλύθηκε σε λυγμούς. Τρανταζόταν για ώρα. Κι εγώ τον παρατηρούσα ξέροντας πως δεν είχαν γίνει έτσι τα πράγματα. Είχαμε ειδοποιηθεί από ένα ξάδελφο του πατέρα μου, σοφέρ στα ανάκτορα, που μας μετέφερε στο σπίτι ενός στρατηγού. Γλυτώσαμε τη ζωή μας, όχι όμως και το νοικοκυριό μας που το λεηλάτησαν γείτονες καπεταναίοι! Ο πατέρας μου ήταν Βενιζελικός!
Ο «ήρωάς»μου έφυγε ράκος, παραμιλώντας! Δεν τον ξαναείδα. Έμαθα πως πέθανε σε ψυχιατρείο.
• Eπικοινωνήστε με τη συγγραφέα:
https://www.facebook.com/vaso.zafir?ref=br_rs
• Σχετικοί σύνδεσμοι:
http://www.anemosekdotiki.gr/syggrafeis/pezografia/vaso-zafeiropoulou.html
http://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/stasi.html
Η τελευταία στάση, Άνεμος εκδοτική