Καθόταν στο σαλόνι. Σε κείνη την πολυθρόνα που μαζί με το κορμί βουλιάζει και η ψυχή. Την επομένη ήταν το μεγάλο ταξίδι προς την καινούργια αρχή, προς το μηδέν που πόθησε. Μέσα του είχαν στριμωχτεί όλοι οι ωκεανοί, καθώς και ο ορίζοντας. Εκείνος είχε φύγει ήδη. Μέρες τώρα, εβδομάδες, μήνες ολόκληρους και στρογγυλούς. Είχε φύγει… Δεν έπρεπε να κοιτάζει, να αγγίζει, να χαϊδεύει, να αγαπάει. Θα κρινόταν ένοχος. Εάν υπέκυπτε, θα κατρακυλούσε. Για τον λόγο αυτό, ήθελε να ακρωτηριάσει τα χέρια του, να σφαλίσει τα μάτια του, να ράψει τα χείλη του και ο ιδρώτας, να ξεπλύνει τις ρυτίδες που δημιουργούν τα συναισθήματα στο μέτωπό του.Είχε μετανιώσει άραγε για το ταξίδι, για την απόφαση αυτή; Ίσως ναι, ίσως όχι. Είτε κάνουμε κάτι, είτε όχι, το ίδιο ακριβώς το μετανιώνουμε. Υπό την έννοια, ότι το εξετάζουμε πάντα μονόπλευρα. Άνοιξε το συρτάρι και ανέσυρε παλιές φωτογραφίες, σχεδόν θολές. Ήταν τόσο ψυχοφθόρο… Κοίταξε την αμυγδαλιά που γρατζούναγε το παράθυρο και σκάλιζε ουλές στην γυάλινη πραγματικότητα όπου είχε εγκλωβιστεί. Το δέντρο αυτό ήταν η αφύπνισή του. Εκεί, καθόταν ένα πουλάκι σε ένα κλαδί, έτοιμο να σπάσει. Δεν σκόπευε να φύγει. Ούτε θα πετούσε την τελευταία στιγμή να γλιτώσει. Είχε πάρει την απόφασή του, να βυθιστεί μαζί του όποτε και αν συνέβαινε αυτό. Θεϊκό σημάδι, οιωνός σκέφτηκε.
Το τηλέφωνο χτύπησε και η καρδιά αντιστρόφως, έπαψε να χτυπά. Το σήκωσε προσεκτικά, με ευαισθησία και φόβο. Ισορροπώντας, ανάμεσά τους. Φωνή κάτι παραπάνω από οικεία, ο κολλητός του. Προσπαθούσε να τον μεταπείσει, να μην φύγει. Εκείνος με την σειρά του τον καθησύχασε πως όλο αυτό θα διαρκέσει μόνο για λίγες μέρες, ίσως 10 ή 20 ή κάτι τέτοιο. Μετά, όλα θα ήταν όπως πριν. Εδώ και καιρό όμως είχαν πάψει να είναι. Το ένιωθε, το αντιλαμβανόταν. Τον καληνύχτισε και έκλεισε το τηλέφωνο μ’ έναν τρόπο σαν να επρόκειτο να πάει απλώς μια εκδρομή. Πήρε ένα στυλό που βρήκε πρόχειρο στο γραφείο και έγραψε στην ετικέτα τής βαλίτσας, «μόνιμα».
• Επικοινωνήστε με τον δημιουργό:
https://www.facebook.com/john.manikas?ref=br_rs