Περιεργάζονταν το δέντρο λες και σκέφτονταν να το κόψουν από τη ρίζα. Γυρνούσαν γύρω του σαν ξυλοκόποι που παρατηρούσαν από ποια πλευρά θα ήταν καλύτερα να το έριχναν. Βρίσκονταν σε μια μικρή απελπισία.
Δεν ήταν έλατο ούτε κέδρος, μια ταπεινή νεραντζιά ήταν. Και αυτοί που το επιθεωρούσαν δεν ήταν υλοτόμοι του Αμαζονίου. Δυο ταπεινές γιαγιάδες ήταν, εγκλωβισμένες από τα μακρινά τους νησιά στη ζούγκλα της Αθήνας για να ξεχειμωνιάσουν, περιμένοντας το απελευθερωτικό καλοκαίρι που θα τις έστελνε στις ρούγες και στα σκαλάκια του αιγαιοπελαγίτικου χωριού τους, εκεί που η δροσιά του θαλασσινού ανέμου χαϊδεύει τα μάγουλα και αναπαύεται στα βάθη της ψυχής τους.
Τρόπο να σκαρφαλώσουν στο δέντρο για να κόψουν τους καρπούς του εσπεριδοειδούς ψάχνανε. Τις είδα απεγνωσμένες και τους πρότεινα μια τίμια συμφωνία.
«Θα σας φέρω μια σκάλα από το σπίτι μου για να φτάσετε τα νεράντζια, θα μου φέρετε κι εσείς εδώ στην αυλή μου ένα βαζάκι γλυκό νεράντζι;»
Δεν το πολυσκέφτηκαν. Η συμφωνία ήταν τίμια και ειλικρινής. Δεν δώσαμε χέρια, ανταλλάξαμε απλώς νεύματα. Την έφερα τη σκάλα κι αποφάσισα ν’ ανέβω ο ίδιος. Δε θ’ άφηνα γριές γυναίκες να σκαρφαλώσουν σαν εργάτες του δήμου. Θα το κουβαλούσα βάρος στην ψυχή μου. Τους έφερα και δυο πάνινες τσάντες για να τις γεμίζουμε με τα περιφρονημένα φρούτα.
Κάποια στιγμή ένιωσα ανασφαλής. Η σκάλα σαν να κουνιόταν επικίνδυνα. Θα σκοτωθώ για τα παλιονεράντζια, σκέφτηκα κι προσπάθησα να κατέβω χαμηλότερα. Και τότε την είδα. Τη μια από τις δύο. Είχε σκαρφαλώσει στα δυο πρώτα σκαλοπάτια της σκάλας προσπαθώντας να κόψει κι η ίδια τους καρπούς. Την μάλωσα τρυφερά. Κατέβηκε, αλλά μου έθεσε τον όρο ότι θα μου υποδείκνυε αυτή ποια από τα νεράντζια θα έκοβα.
«Δεν κάνουν όλα για γλυκό» μου είπε αυστηρά, στολίζοντάς με από μέσα της για την ασχετοσύνη μου.
Δυο θρεμμένες τσάντες γεμίσαμε.
«Ένα βαζάκι μου φτάνει και μου περισσεύει» τους είπα, καθώς δίπλωνα τη σκάλα.
«Θα το έχεις σε λίγο καιρό» μου απάντησαν ντουέτο. «Κι αν δεν σε βρούμε θα σου τ’ αφήσουμε εδώ πάνω, στην κολώνα της εισόδου σου».
Πέρασε ο λίγος καιρός. Πέρασε και ο πολύς. Πάει, σκέφτηκα, αφού σε κοροϊδεύουν και οι γριές γυναίκες δεν υπάρχει ελπίδα στον τόπο…
Ήταν απομεσήμερο, την ώρα που γυρνούσα από τη δουλειά. Ξεκλειδώνοντας την εξώπορτα, το βλέμμα μου έπεσε πάνω του. Έλαμπε στις αχτίνες του ήλιου. Ένα υπέροχο βαζάκι με το πορτοκαλί περιεχόμενό του ν’ αναπαύεται στο ολόγλυκο ζουμί του. Το γλυκό νεραντζάκι παρμένο από τη διπλανή νεραντζιά, που καμάρωνε για το δώρο της, και φτιαγμένο από τα χέρια της φροντίδας των δυο ηλικιωμένων γυναικών από τις μικρές Κυκλάδες. Βάλσαμο το είχα. Μου ήρθε στο νου καθώς μια κρίση υπογλυκαιμίας μ’ οδήγησε στο ντουλάπι με τα γλυκά. Το έβαλα στο γυάλινο πιατάκι, γέμισα ένα ποτήρι παγωμένο νεράκι και το απόλαυσα αργά-αργά, σαν μυσταγωγία.
Να ‘στε καλά, όπου κι αν είστε γλυκές κυράδες του Αιγαίου. Στην υγειά σας!
• Eπικοινωνήστε με τον συγγραφέα:
https://www.facebook.com/mickatsi
• Σχετικοί σύνδεσμοι:
http://www.anemosekdotiki.gr/syggrafeis/pezografia/mihalis-katsimpardis.html
http://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/dyo_cheimones.html