Ήταν ο ήρωας της γειτονιάς. Ψηλός, γεροδεμένος, με κοιλιά προτεταμένη, με φαλακρίτσα ολοστρόγγυλη στην κορυφή του κεφαλιού, με τα χέρια δεμένα πίσω, φορώντας την άσπρη του ρόμπα, με τη ζώνη δεμένη γύρω απ’ τη τεράστια μέση του, έκοβε βόλτες πάνω στο πεζοδρόμιο με το μάτι του να παίζει παντού. Δεξιά, αριστερά στο δρόμο, πάνω κάτω στα μπαλκόνια και στις πόρτες των σπιτιών. Έτσι, δεν του ξέφευγε καμιά κίνηση στη γειτονιά. Ποιος έμπαινε, ποιος έβγαινε, ποιος στραβοκοίταξε, αλλά και ποιος… είχε καλό σκοπό!
Ήταν ο κυρ Θανάσης, ο μπακάλης της μικρής γειτονιάς. Καλός, εξυπηρετικός και παλιός γείτονας κατά τους μεγάλους, έμπορος που ξεζουμίζει τον κόσμο για τους νεότερους και ήρωας για τους μικρούς. Όλη τη μέρα ανεβοκατέβαινε στο ημιυπόγειο μπακάλικό του. Όταν είχε πελάτες, όπως ήταν φυσικό, κατέβαινε, αλλά, αμέσως μετά, ανέβαινε δυο δυο τα σκαλοπάτια για να ξαναπιάσει το πόστο του στο πεζοδρόμιο. Είχε, με λίγα λόγια, και εσωτερική πληροφόρηση -απ’ το ξεψάχνισμα της πελατείας- αλλά και εξωτερική απ’ το πεζοδρόμιο… Βολτάριζε αγέρωχος, βρέξει, χιονίσει, κι έδειχνε να μην πτοείται ούτε από κρύο ούτε από ζέστη.
Οι φορές που τον έβλεπες να χάνει την αυτοκυριαρχία του ήταν μετρημένες κι είχαν να κάνουν με τη φωνή που ερχόταν απ’ τον εξωτερικό διάδρομο του σπιτιού.
«Θανάαασηηηη!» ούρλιαζε η κυρά Σωτηρία, η συμβία του, απ’ την πίσω αυλή κι ο δυναμικός μπακάλης μας άλλαζε χρώμα.
«Έρχομαιιιιιι!» απαντούσε αδύναμα και με κόπο άφηνε μοναχό του τον πελάτη για να σπεύσει. Ήξερε πως, αν δεν έδινε το παρών, θα κατέπλεε η «φάλαινα» και θα’ χε κακά ξεμπερδέματα.
Έτσι ακούγαμε τους μεγάλους να περιγράφουν την μπακάλισσα. Φάλαινα, φωνακλού και μέγαιρα, που, παρ’ όλα τα κιλά της, ωστόσο, χόρευε ανάλαφρα. Γιατί το ζευγάρι που δεν είχε παιδιά, αλλά διέθετε και χρήμα και καλοεπιπλωμένο σπίτι πάνω απ’ το μπακάλικο, έδινε κάθε χρόνο έναν αποκριάτικο χορό, όπου καλεσμένοι ήταν όλοι οι γείτονες-πελάτες μετά των τέκνων. Οπότε όλοι είχαν την ευκαιρία να χορέψουν με την ευτραφέστατη κυρά Σωτηρία και να διαπιστώσουν τα προσόντα της.
Αυτά τα λέγανε βέβαια οι μεγάλοι. Τι γινόταν όμως με μας, την πιτσιρικαρία δηλαδή;
Ο ήρωάς μας, λοιπόν, πρώτα-πρώτα, μας είχε βάλει κανόνες.
1. Ποτέ τα πρωινά. Τα πρωινά ήταν για τις μαμάδες.
2. Ποτέ νωρίς το απόγευμα. Ήταν για τους μπαμπάδες.
3. Μετά τις 5, η σειρά μας.
Αυτό αφορούσε το εαρινό, καλοκαιρινό, φθινοπωρινό ωράριο. Το χειμερινό ήταν ελαστικό, εφ’ όσον νύχτωνε νωρίς. Είχαμε κάνει πολλές απόπειρες να υπερβούμε το πρόγραμμα του μπακάλη, αλλά είχε σταθεί αδύνατον να κάμψουμε τη συνέπειά του. Έτσι καθόμαστε όλα τα πιτσιρίκια πότε στα σκαλάκια και πότε στα πεζοδρόμια, περιμένοντας υπομονετικά την ώρα να πάει πέντε, και τότε ορμούσαμε. Κουτρουβαλούσαμε, όπως όπως, τα ξύλινα σκαλοπατάκια του μπακάλικου και γεμίζαμε το μαγαζί με την άμυαλη παρουσία μας. Δίπλα στα τσουβάλια με τα όσπρια, τα ρύζια και τις πατάτες, στήνονταν αμέσως καβγάδες και τραβήγματα, επικίνδυνα για την ακεραιότητα των εμπορευμάτων, ώσπου η φωνή που μας γύριζε επιτέλους στον πολιτισμό αντηχούσε βροντερή:
«Ένας, ένας και με τάξη, παρακαλώ», επαναλάμβανε κάθε τόσο ο κυρ Θανάσης.
Εύκολο να το διατάζεις, δυσκολότατο να εφαρμόζεται. Ακολουθούσε μάχη μέχρις εσχάτων. Ώσπου, τα πράγματα ηρεμούσαν, η ουρά είχε σχηματιστεί και οι δεκάρες άστραφταν στις παλάμες μας. Ησυχία και προσμονή. Ούτε στην Αγία Κοινωνία έτσι. Με απλωμένες και τις δυο παλάμες προχωρούσαμε με πειθαρχία, με το δεξί δίναμε το χρήμα και με τ’ αριστερό παίρναμε την καραμέλα τσάρλεστον που αντιστοιχούσε στην αξία του νομίσματος που κρατούσαμε. Ένας ένας αποχωρούσαμε ικανοποιημένοι κι ανεβαίναμε τα σκαλιά, ενώ ένα ατέλειωτο χρτς-χρτς μας ακολουθούσε, καθώς προσπαθούσαμε να ξετυλίξουμε το χαρτί που περιέβαλλε την καραμέλα!
Αυτά σε μέρες ομαλής εξέλιξης της διαδικασίας. Υπήρχαν όμως συχνά-πυκνά και οι περιπτώσεις όπου οι μεγάλοι δε σέβονταν τα ωράρια. Έτσι, ενώ περιμέναμε εναγωνίως τη μεγάλη στιγμή, συνέβαινε να ακούμε βήματα στα σκαλιά του μαγαζιού. Τότε, η πολιτισμένη μας συμπεριφορά έκανε φτερά κι αρχίζαμε να στριμωχνόμαστε για να εμποδίσουμε τον εχθρό να μας διασπάσει. Δυστυχώς, όμως, είχαμε μάθει τη συνέχεια. Ο κυρ Θανάσης μας είχε την κακή συνήθεια να δίνει προτεραιότητα πάντοτε στους μεγάλους. Με τρόπο, λοιπόν, μας απομάκρυνε απ’ το ψυγείο με τα τυριά και τα διάφορα προφέροντας, αργά και βασανιστικά, την απαίσια και αλησμόνητη ατάκα:
«Αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας! Αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας!
Ούτε τα ικετευτικά μας βλέμματα, ούτε τα παρακάλια, ούτε και τα νεύρα ορισμένων τον συγκίνησαν ποτέ, ώστε ν’ αλλάξει τις προτεραιότητές του.
Σταθερά κι επίμονα ο κυρ Θανάσης μας επαναλάμβανε:
«Αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας! Αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας!»
Ήταν η μόνη μελανή στιγμή της σχέσης μας με τον αξέχαστο ήρωά μας που γλύκαινε με τον τρόπο του τα απογεύματα της παιδικής μας ιστορίας.
• Eπικοινωνήστε με τη συγγραφέα:
https://www.facebook.com/vaso.zafir?ref=br_rs
• Σχετικοί σύνδεσμοι:
http://www.anemosekdotiki.gr/syggrafeis/pezografia/vaso-zafeiropoulou.html
http://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/koritsia.html
http://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/stasi.html