Έμαθα σέρβικα πριν μάθω καλά-καλά ελληνικά. Όλοι στο χωριό μιλούσαν και τις δυο γλώσσες με την ίδια ευκολία, δεν έκανε σε κανέναν εντύπωση. Τη μια και μοναδική φορά που η Κοινότητα με έστειλε στην καλοκαιρινή κατασκήνωση τής Θάσου, κατάλαβα πως αυτό δεν ήταν και τόσο συνηθισμένο όσο νόμιζα. Τώρα βέβαια, ξέρω πως όλα τα χωριά στους πρόποδες του Καϊμακτσαλάν είχαν τις σέρβικες επιρροές τους. Τότε, τα παιδιά της υπόλοιπης Ελλάδας κοιτούσαν με μεγάλη περιέργεια την αδελφή μου κι εμένα όποτε μιλούσαμε με τον τρόπο που είχαμε μάθει από μωρά.
«Έλα Προύσκα, ώρα για μπάνιο», φώναζα εγώ.
«Έρχομαι ντάδε», απαντούσε χαμογελαστά εκείνη.
Το ψηλότερο αγόρι από την ομάδα μας, πλησίασε ατρόμητο, ενώ τα υπόλοιπα παιδιά κρατούσαν αποστάσεις ασφαλείας.
«Από πού είστε εσείς;» ρώτησε απορημένος.
«Από την Ζέρβη, ένα μικρό χωριό κοντά στην Έδεσσα», πήρα τον λόγο εγώ, ως μεγαλύτερη. Δέκα χρονών και είχα ήδη υπό την προστασία μου την πεντάχρονη αδελφή μου.
«Και τι θα πει Προύσκα; τι είναι το ντάδε;»
«Προύσκα είναι το χαϊδευτικό της Παρασκευής και ντάδε σημαίνει η μεγαλύτερη αδελφή».
«Σε ποια γλώσσα; Δεν είστε Ελληνίδες;»
Δεν θέλησα να απαντήσω, το αυτονόητο κατοικούσε ήδη μέσα μας και μου ήταν αρκετό. Έτσι κάπως ωστόσο, έμαθα να γεμίζω τις σιωπές μου με σέρβικα και τις φράσεις μου με ελληνικά. Δεν ξέχασα ποτέ ν’ αντιδρώ έτσι, ποτέ.
Εφτά παιδιά έκανε η μάνα μας, τα τέσσερα πριν από μένα. Τον Τσίλια, τον Βασίλη μας δηλαδή, τον είδα να γεννιέται επάνω στο μικρό μαντράκι. Την έπιασαν οι πόνοι στο χωράφι και μέχρι να γυρίσει στο σπίτι, το μωρό έπεσε σαν γατί, την ώρα που βιαστικά η μάνα πηδούσε το τοιχάκι για να φτάσει μια ώρα αρχύτερα στο κρεβάτι της. Εγώ έκοψα τον λώρο, εγώ έπιασα το μωρό κι ας μην ήμουν ούτε οκτώ χρονών ακόμα. Και μη φανταστείτε πως όλα αυτά συνέβαιναν διακόσια χρόνια πριν. Μέσα στη δεκαετία του ’60 ήταν που έμαθα, πως η ζωή θέλει κόπο και πείσμα.
Μέχρι να τελειώσω το δημοτικό, φασολάδα και ζυμωτό ψωμί γέμιζε τις κοιλιές μας, όλα τα υπόλοιπα ήταν πολυτέλειες, που η φτώχεια μας δεν γνώριζε. Χειμώνες αποκλεισμένους από δυο μέτρα χιόνι θυμάμαι, αγκαλιασμένοι όλοι γύρω από την μια και μοναδική ξυλόσομπα του σπιτιού, μαγειρειό και θέρμανση μαζί. Καλοκαίρια κρεμασμένους από τα δέντρα θυμάμαι, να μαζεύουμε κεράσια και μήλα, το μοναδικό μας έσοδο. Κι αν περίσσευε χρόνος, πηγαίναμε όσο συχνά γινόταν και στο σχολείο. Ήξερα πως όταν θα τελείωνα το δημοτικό, αυτό ήταν το γραμμένο μου: μήλα, κεράσια και ροδάκινα.
Όταν η πρωτευουσιάνικη κούρσα μπήκε στο χωριό, ήταν Ιούνης. Η σκόνη που σήκωσε, σκέπασε τη μικρή χωμάτινη πλατεία και τα ξυπόλυτα παιδιά με τα λευκά φανελάκια που έτρεξαν να την υποδεχτούν. Γνωστό τελετουργικό και σπάνιο! Ποιος να ερχόταν σ’ αυτό το χωριουδάκι στην άκρη του κόσμου; Εγώ δεν πλησίασα, ήμουν θυμωμένη. Το σχολείο είχε τελειώσει για μένα, με περίμεναν τέσσερα πέντε χρόνια σκληρής δουλειάς κι ύστερα γάμος, χωράφια και πέντε έξι κουτσούβελα. Όταν είσαι φτωχός, όταν η κάθε δραχμή μετράει, δεν παίρνεις ρίσκα λένε. Λάθος. Ένα στόμα λιγότερο για τους γονείς μου, δεν είναι ρίσκο, αυτό σκέφτομαι μόνο. Και ετοιμάζομαι.
Μια όμορφη γυναίκα κατεβαίνει από το αυτοκίνητο. Φορά πράσινα γυαλιά σε σχήμα πεταλούδας και τα μαύρα της μαλλιά είναι πιασμένα στον κότσο της μόδας. Ο άντρας έχει σγουρά, επίσης μαύρα, μαλλιά και πυκνό μουστάκι. Κρατούν από το χέρι ένα σγουρομάλλικο, εξίσου μελαχρινό κοριτσάκι περίπου δύο χρονών. Καλοκαιρινή εκδρομή τούς έφερε στα μέρη μας και ένας συγγενής τους, που έτυχε να είναι ενωμοτάρχης στα μέρη μας. Γρήγορα μαθαίνονται τα νέα στον μικρό τόπο, από την Αθήνα είναι το ζευγάρι και εκεί θα επιστρέψουν. Εργάζονται και οι δύο και ψάχνουν για ψυχοκόρη. Δουλειά, παιδί και σπίτι, στην πρωτεύουσα δεν συνταιριάζονται εύκολα, μόνο στο χωριό βρίσκεις λύσεις, θες δεν θες. Βγαίνω μπροστά τους με μιαν ανάσα θρασύτατη.
«Εμένα πάρτε, είμαι καλή με τα παιδιά, τέσσερα έχω μεγαλώσει». Η φωνή μου τρέμει, νιώθω πως φωνάζω πολύ δυνατά και δεν είναι ευγενικό, μα η αλήθεια είναι πως ψιθυρίζω.
Μου χαμογελούν με γλυκύτητα και αρνούνται. Όσο κι αν συμφωνούν οι γονείς μου, εκείνοι φοβούνται την μικρή ηλικία μου, ούτε δεκατριών δεν ήμουν ακόμα. Πίνουν παγωμένο νερό απ’ τη δημόσια βρύση και φεύγουν, πριν δοκιμάσω ξανά να τους πείσω. Δεν έχω χρόνο, κάτι άλλο πρέπει να σκεφτώ. Τρέχοντας επιστρέφω στο σπίτι και γεμίζω ένα σακούλι με δυο ρούχα, τα μόνα που έχω άλλωστε, τρέχοντας διασχίζω τα χωράφια, να βγω μπροστά τους στη δημοσιά. Τα καταφέρνω. Σέβονται το πείσμα μου και με παίρνουν μαζί.
Η Αθήνα με τρομάζει μόλις συναντιόμαστε οι δυο μας. Η μόνη μεγάλη πόλη που έχω ως τώρα περπατήσει είναι η Έδεσσα, με τούτο εδώ το θεριό δεν συγκρίνεται. Αργά και σταθερά μαθαίνω να αναπνέω τον θόρυβο και την πολυκοσμία. Αργά και σταθερά μαθαίνω το διαμέρισμα και τις δουλειές του. Με το παιδί δεν έχω κανένα πρόβλημα, σαν τα αδέλφια μου το μεγαλώνω κι αυτό, με τραγούδια και παιχνίδια. Κι όταν το ζευγάρι έκανε και δεύτερο παιδί, από λεχούδι το πήρα στα χέρια μου. Στο ίδιο δωμάτιο κοιμόμασταν, σα να ήταν δικό μου το είχα.
Στάθηκα τυχερή, σαν πραγματικό μέλος της οικογένειας έγινα: μαζί τους στα καλοκαιρινά νησιά, μαζί τους και στο εξοχικό το Πάσχα και στα χειμωνιάτικα βουνά τα Χριστούγεννα. Έμαθα να μαγειρεύω, έμαθα να διαβάζω λογοτεχνία, ελαφριά αλλά πολύτιμη, ξεκοκάλισα βιβλία γεωγραφίας και ιστορίας, μαζί με τα παιδιά μεγάλωνα κι εγώ, ωρίμαζα. Σπούδασα και κομμωτική, ένα χαρτζιλίκι παραπάνω το έβγαζα. Κι όταν ήρθε η ώρα να παντρευτώ ένα καλό παιδί γνωστό της οικογένειας, είχα εξοικονομήσει από τα λεφτά που μου έβαζαν στην άκρη αντί μισθού, ένα μικρό διαμέρισμα και την προίκα μου. Δούλευε ώρες πολλές ο άντρας μου, τίποτα δεν μας έλειψε. Και το αυτοκινητάκι μας πήραμε και εκδρομούλες διήμερες πηγαίναμε και στην άκρη βάζαμε. Μου έλειπε βέβαια, σχεδόν μόνη μεγάλωνα τα παιδιά μας, μα δεν με πείραζε. Στεκόμουν πλάι του με αγάπη κι όση τρυφεράδα ήξερα ότι χρειάζεται να έχει μια δεμένη -όπως την λένε- οικογένεια, αν και αυτό το «δεμένη», ποτέ δεν μου άρεσε πολύ σαν λέξη. Γιατί ξεστράτιζε το μυαλό μου και πήγαινε σε έργο καταναγκαστικό κι εγώ έτσι δεν ένιωθα. Τον φρόντιζα, διασκέδαζα την κούρασή του με όποιον τρόπο κατέβαζε ο νους μου, έμαθα και στα παιδιά να κάνουν ησυχία τις λίγες ώρες που κοιμόταν. Κι ύστερα από χρόνια σκληρής δουλειάς, ο μισθός του αυξήθηκε σημαντικά, καινούριο σπίτι αγοράσαμε μεγαλύτερο και καινούριο αυτοκίνητο πήραμε.
Εκεί που ονειρευόμουν, έφτασα με το μυαλό μου. Με επιμονή και υπομονή κατάκτησα την ευπρεπή ζωή, που ήμουν σίγουρη πως σε κάθε άνθρωπο αξίζει. Απαρνήθηκα την καρδιά μου, αποσύνδεσα την αγάπη για την οικογένεια που με γέννησε από την συνεχή παρουσία μου δίπλα τους και προχώρησα. Αυτό θα μάθω και στις δυο μου κόρες. Να προχωράνε ανοίγοντας δρόμους μόνο προς το καλύτερο. Και να θυμούνται πάντα πως η ζωή δεν είναι παρά ένα λουλούδι: αν το ποτίσεις, θ’ ανθίσει.
• Επικοινωνήστε με τη συγγραφέα:
https://www.facebook.com/profile.php?id=100010950121205&hc_ref=ARTdI6pbEhjJRtu6xmerZ_O75wWiSdnDQTLejyoAM9i_p13wJLyhEqjP-4Aq2vKWd5Y&fref=nf