Δεν τον πείραζαν τόσο οι ανάσες που λιγοστεύουν, όσο οι σκέψεις που στενεύουν. Γι’ αυτό και αποφάσισε να αλλάξει τα πάντα, ακόμη και το ελάχιστο. Γύρισε πίσω, παράτησε τον συνηθισμένο δρόμο που οδηγεί σπίτι του. Ήθελε όλα από εδώ και πέρα να είναι τυχαία. Ή τουλάχιστον, έτσι να μοιάζουν. Έκανε την αρχή και μπήκε σε ένα στενό δρομάκι, τυχαία. Συνάντησε ανθρώπους που δεν τους είχε ξαναδεί, και κάπως έτσι, έσπασε βίαια το κέλυφος του μικρόκοσμού του. Οι καφετέριες ασφυκτικά γεμάτες, αλλά εκείνος, κατάφερε να βρει ένα ελεύθερο τραπεζάκι σε κάποια από αυτές. Ήταν βλέπεις τυχερός, απλά τυχερός. Όσο περνούσε η ώρα, η ανάσα του έβγαινε όλο και πιο δύσκολα. Η ευτυχία που αντίκριζε τριγύρω του τον στρίμωχνε, μιας και χώρος για κείνη δεν υπήρχε εδώ και καιρό στην ψυχή του.
Τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν ενώ, κρύος ιδρώτας άρχισε να στάζει από το μέτωπό του. Κρίση πανικού. Έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, με μία δειλία στα βλέφαρα που σκέπαζε τα μάτια. Οι μεγάλες πτώσεις αλλάζουν τους ανθρώπους κι εκείνος τώρα, ήταν υποχρεωμένος να σκαρφαλώσει την κατηφόρα, ώστε να φτάσει με τα λασπωμένα χέρια του την άβυσσο και να την επαναφέρει στην πρότερη της κατάσταση: Ακτή των παραδείσων.
Το βήμα του, γινόταν όλο και πιο γρήγορο. Ώσπου σε μία στιγμή, σταμάτησε αιφνιδίως. Χλώμιασε, ενώ συγχρόνως, ένας άγνωστης προέλευσης πόνος, τον δίπλωνε στα δύο. Ένιωσε κάτι παράξενο να παλεύει να βγει από μέσα του. Πέρασαν αρκετά λεπτά μέχρι να τον νικήσει και να ελευθερωθεί. Γέννησα τον διάβολο, αρχικά για να τον περιπαίξω κι ύστερα, να τον δω να καταστρέφεται. Τόση ώρα πάλευε με τον ίδιο του τον εαυτό και εν τέλει, κατάφερε να τον ξεπαστρέψει.
Μία νεαρή κοπέλα τον βοήθησε να σηκωθεί. Μάζεψε το καπέλο από τον δρόμο, το καθάρισε όπως όπως, και του το έδωσε πίσω. Το αρνήθηκε. Ήταν ένα από τα αξεσουάρ που ανήκαν στην παλιά εκδοχή του εαυτού του, κι αυτή με την σειρά της ανήκε στο παρελθόν, αμετάκλητα. Το πρώτο που την ρώτησε ήταν αν συχνάζει στους δρόμους αυτούς. Πήρε την απάντηση που ήθελε. Πρώτη της φορά σε αυτή την περιοχή, τυχαία, από σπόντα…
Φύγανε παρέα και ξοδέψανε την υπόλοιπη μέρα, μαζί. Η μία μέρα έφερνε την άλλη, έτσι τυχαία. Μέχρι που στο τέλος, έσπασαν το φριχτό όριο που βάζει ο χρόνος στους ανθρώπους. Αν και κάποιες φορές συμβαίνει και το ανάποδο. Η κοινή τους ζωή εκτυλίχθηκε, όπως ακριβώς και η ζωή ως έννοια, βασισμένη σε αλλόκοτα γεγονότα που τα επωμίζεται η τύχη.
Η κληρονομιά που άφησε στα παιδιά του ήταν όλη κι όλη μία συμβουλή, το μυστικό της ευτυχίας.
«Η τύχη είναι κάτι που χτίζεται από εμάς τους ίδιους».
• Επικοινωνήστε με τον δημιουργό:
https://www.facebook.com/john.manikas?ref=br_rs