🏅 Α ΄ Έπαινος στον διαγωνισμό Δ. Βικέλα της βιβλιοθήκης της Βέροιας.
Βούλωσέ το κι άκου επιτέλους. Εκείνα τα χρόνια που ξεκίνησα ‘γω, το εξήντα δύο, μπάρκο κάτω από ενάμιση χρόνο δεν άκουγες. Λείπαμε και δυο και τρία χρόνια στη σειρά, σάπια τα καράβια, αργούσαμε στα λιμάνια. Στα περισσότερα γινόντουσαν με πρωτόγονους γερανούς τα φορτώματα και τα ξεφορτώματα, σε κάποια με το χέρι, όλο επιδιορθώσεις θέλαν οι μηχανές, καθόμασταν και δυο και τρεις μήνες, ότι είχαμε και δεν είχαμε τα τρώγαμε στα κωλόμπαρα και στις πουτάνες. Ξέραμε γιαπωνέζικα του λιμανιού, εγγλέζικα του λιμανιού, σπανιόλικα, αφρικάνικα, γύφτικα, τις δέκα λέξεις που χρειάζεται ο άντρας να πιει και να γαμήσει. Μου άρεσε. Είχα δουλειά όταν πιάναμε, ποτέ δε σταματούσε βλέπεις το φαγί, είχα συμβιβαστεί. Στα ρεπό, έπινα για πέντε, πήδαγα για τρεις. Ο καθένας βγάζει κάτι, μια αδυναμία, μια προτίμηση, σε γυναίκες, σε πιοτό, σε τόπο. Στην αρχή είχα ερωτευτεί την Αρζεντίνα, μου ΄χε κλέψει την καρδιά. Αλλού ήταν γραφτό να πάθω το κάζο.
Πιάσαμε στο Βαλπαράιζο, Χιλή. Δεύτερη φορά για μένα. Κάτσαμε δυο μήνες. Στα ρεπό πήγαινα δίπλα από το καράβι, δε χρειαζόταν να τρέχεις, είχε ένα σωρό μαγαζιά και μπουρδέλα, ξεχαρμάνιαζα, έμπαινα μέσα, συνέχιζα, είχα συνεχώς δουλειά, στο λέω πάλε, υπήρχε νόμος να ταγίζουμε και τους ντόπιους κούληδες. Τότε, εκεί, ήταν πέντε φορές πιο φτωχά από την Ελλάδα, σου μιλάω το εξήντα έξι, Μάρτιο, το θυμάμαι σα τώρα. Το απόγεμα, είχα δεν είχα μια ώρα δική μου πριν το βραδινό, κάπνιζα και κοίταγα την πόλη, όλο λόφους και κοιλάδες, σα μια κουβέρτα που σηκώνουν δυο κορμιά και αυτή στέκει ψηλά, παίρνει το σχήμα τους, ακολουθεί, αλλιώς το θηλυκό, αλλιώς τ’ αρσενικό, δεν πέφτει ίσα, μόνε πτυχώνεται κατά το είδος και το σώμα. Βαριόμουνα. Να πάω πιο πέρα το σκεφτόμουν. Βαριόμουνα, κουραζόμουν πολύ, και στη μέρα τη δικιά μου, το ποτό μ’ έσκιζε, μα συνέχιζα. Κάτι με τραβούσε να φύγω, ν’ απομακρυνθώ απ’ ότι ήξερα, το καράβι, το λιμάνι.
Κυριακή πρωί είχα όλη τη μέρα ρεπό, ξεκινώ μόνος. Συνοικίες γκρίζες λερωμένες, γειτονιές φτωχές, φθαρμένες. Όλο ανέβα κατέβα, ανήφορος κατήφορος. Χάθηκε το ίσωμα, είπα μονάχος μου. Συνέχισα. Είχε σκαλιά παντού, ή κάτι πρωτόγονα ασανσέρ, αλλού καλοφτιαγμένα, με σιδεριές και σκαλίσματα, όλο κύκλους, έλικες και γυρίσματα, λουλούδια, αγγελάκια, λιοντάρια, αλλού μια πλατφόρμα με σύρματα, τρίζαν και σκούζαν. Για ένα τίποτα, έδινες στο λίφτμαν, κάτι αγόρια δέκα, το πολύ δώδεκα χρονώ, ντυμένα επιμελώς με κουρέλια, μ’ ένα καπέλο, όπως τα δικά μας με την κουκουβάγια, μόνο που τα πιο πολλά είχαν μια τρύπα, ένα σκίσιμο στη θέση του σημαδιού. Σε γλίτωνε τον κόπο της ανόδου. Άρχισε να μ’ αρέσει αυτό το πάνω κάτω. Λίγο λίγο πήγα μακριά…..
Ποτέ δε θα ήξερα να κάνω τη διαδρομή πάλι. Όσες φορές κι αν προσπάθησα, όσο κι αν έστυψα το ρημάδι μου, να φέρω σημείο, σημείο, λιφτ, κλουβί, δρόμους, μαγαζιά, κάτι τέλος πάντων να γυρίσει πίσω στο μυαλό μου, αδύνατο στάθηκε. Σ’ ένα λαβύρινθο βρισκόμουν και τότε και…. ας το καλύτερα. Σ’ ένα λαβύρινθο. Χωρίς άκρη…. χωρίς νήμα. Εκείνη τη μέρα, βροχή και υγρασία, να στάζεις από πάνω μέχρι κάτω, θολούρα, κάμποσο το κρύο, ήταν, δεν ήταν άνοιξη για εμάς. Ήταν δεν ήταν Νοέμβρης για αυτούς. Όλα ανάποδα μου στάθηκαν από τότε που πέρασα τον Ισημερινό. Κι όμως. Κάτι μέσα μου κούρδισε καλά. Ένιωσα τα βήματά μου σίγουρα, την πορεία μου ορισμένη. Το ένιωσα καθαρά τότε, κάθε μου πράξη, κάθε μου στροφή, κάθε μου ανάσα, πώς να στο πω, βασιλική. Ένιωσα τότε και ποτέ ξανά, σα να ‘μουν αυτοκράτορας ακέριος της ίδιας μου της ζωής, κύριος του μυαλού μου, αφέντης μου…. Κύρης… Κανένα πάρε δώσε με το κακό που μου κοπανάς, κανένα πέρα δώθε με το μπέρδεμα. Όλα καθαρά, ξάστερα, σα νύχτα στους τροπικούς που μετράς τ’ αστέρια και λες αυτό είναι ζωή, δώσε μου αυτό για λίγο και πάρε με μετά.
Ξέχασα να σου πω, είχαν ένα περίεργο νόμο εκεί κάτω, όλο νόμους είχαν τρομάρα τους κι ας ήταν όλα διαλυμένα, λιωμένα, άθρωποι και κτίρια, όλα χαλάσματα, τίποτα όρθιο, όρθιο. Μας υποχρέωναν τις Κυριακές να φοράμε τα ναυτικά μας, λες και κάτι έκανε αυτό… τελικά μπορεί και κάτι να έκανε. Ήμουν ντυμένος ναυτάκι. Από τη μανία που είχα με την καθαριότητα, μη κοιτάς τώρα βρε, ήμουν σιδερωμένος σα παιδί στη πρώτη δημοτικού, σα παλικαράκι, μικρός ήμουν, που πάει για επιδείξεις στη βδομάδα τη ναυτική. Φύσηξε ξαφνικά και γύρισε η ποδιά της στολής μου ανάποδα, μου έκλεισε τα μάτια. Ακούω ένα χάχανο, ήμουν έξω από ένα café con pierna, ένα από τα δικά τους τα μαγαζιά με τα κόκκινα φανάρια, κι εστιατόριο και μπαρ και μπουρδέλο και καμπαρέ, λίγο από όλα και όλα μαζί. Υπήρχαν σκορπισμένα στην πόλη για τους ντόπιους. Το γέλιο το έριξε ένας χοντρός, ένας κράχτης, με χαλασμένο πρόσωπο. Μα γελούσε μελωδικά. Μου κάνει μια κίνηση με το χέρι, ένα περάστε, όλο ευγένεια και χάρη, έγειρε όλο το μεγάλο κορμί του ανεπαίσθητα, μια ελαφριά υπόκλιση. Ακολούθησα. Είχε λίγο κόσμο, μια μπάρα μακριά, δυσανάλογη, τον καθρέφτη, μερικές κοπέλες σκόρπιες, κάποιοι έτρωγαν, κάποιοι μίλαγαν με τα κορίτσια, υπήρχε μια παγωμάρα, όχι από εμένα, όλοι σα να είχαν κάπου το νου τους, κάτι περίμεναν. Σε μια πόρτα κλειστή, έκατσα και πήρα το πρώτο, άκουγα το ντούκου ντούκου των ανθρώπων που κάνουν έρωτα, συμμετρικό, σταθερό σα χτύπος καρδιάς καλολαδωμένης. Τελείωσε, θα είχε κι άλλη έξοδο, άνοιξε και φάνηκε η γυναίκα. Κανονική στο ύψος, με μακριά μαλλιά ακατάστατα, χαλασμένα απ’ την πάλη, άλλα έπεφταν μπροστά, άλλα πίσω στην πλάτη, μ’ ένα μεγάλο κότσο, τον κρατούσε με μια φτηνιάρικη καρφίτσα, οι δυο άκρες πρόβαλαν αριστερά δεξιά από το κεφάλι της. Είχε ανασηκωμένα χείλια, από την φτιαξιά της, σα να γελούσε πάντα, μάτια γελαστά πιο πολύ από το στόμα της, καθαρή επιδερμίδα, ξεκούραστη, έλαμπε, σα κόρη βιομηχάνου, λίγο πιο κοντά χέρια από το κανονικό, και δυο στήθια που ξεχώριζαν μέσα από την μπλούζα, όμορφα, στητά, μεγάλα, απ’ αυτά που χωρίζουν μεταξύ τους, θέλει το καθένα να έχει τη δικιά του ζωή. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Αν είχα όνειρο μια γυναίκα, ήταν αυτή. Σταθήκαμε στα τρία μέτρα μεταξύ μας, δεν κοιταχτήκαμε, εγώ ένιωσα ότι ήθελα κι άλλο αέρα να ανασάνω, δε μου ‘φτανε όσος έπαιρνα. Σήκωσα το κεφάλι, σαν κότα που πίνει νερό, είπα μέσα μου εκείνη τη στιγμή “Αυτή είναι” κι αναστέναξα τόσο βαθιά που με κοίταξαν όλοι. Ήταν σα να ζούσα μέσα στο κορμί μου και μαζί να ήμουνα κι απ’ έξω…. σα να μπορούσα να βλέπω κι εμένα και όλους από ψηλά. Γύρισε… μου χαμογέλασε, όχι πολύ ένα χιλιοστό, δε σηκώθηκαν τα χειλάκια της παρά ελάχιστο, τόνισαν τα μήλα της, και ναι… ξέρω τώρα…το ήξερα και τότε…. άλλες τέτοιες στιγμές πάνω στη γη δε θα ‘χα. Ήξερα…
Κουβέντα μην πεις. Σταύρωσε τα χέρια της. Δε μίλησε… είπε το μεγάλο ναι… Κάτσαμε μαζί. Δεν πρέπει να ανταλλάξαμε πάνω από είκοσι κουβέντες. Την έλεγαν Μαρία, εμένα Σταύρο, αυτό είναι το όνομά μου, εικοσιδύο, το ίδιο κι εγώ. Δεν ήπιαμε πολύ, πήγαμε πίσω από την πόρτα, αγαπηθήκαμε. Ξανά και ξανά. Γυρνούσαμε για ένα ποτό, στην πόρτα πάλι… έγινα κι εγώ κομμάτι του μαγαζιού. Την τρίτη φορά, ένιωσα μια γλυκιά κούραση, μια ζάλη, μια αποκάρωση. Άρχισα να μη νιώθω τον εαυτό μου. Ενώ όλα ήταν μουδιασμένα, βαριεστημένα, κάποιος έριξε λεφτά στο τζουμπόξ, ακούστηκε ένα δικό τους τραγούδι, άρχισε ένα ζευγάρι να χορεύει, κινήθηκε ο κόσμος. Κανείς δε μίλαγε, κανείς δε μας ενοχλούσε, όλοι ήταν σα να μας στεκόντουσαν. Πέρασε κι άλλη ώρα, πίναμε. Η κούραση ανέβαινε μέσα μου, σαν το καράβι στη δεξαμενή, σιγανά, μαλακά, σα χάδι. Είχε έρθει στο ενδιάμεσο μια σερβιτόρα, με μεγάλους κώλους και μια τσαχπινιά. Κάτι δεν άρεσε στη δικιά μου. Με πήρε από το χέρι και με έβγαλε στο πίσω μέρος του μαγαζιού. Ήταν μια αλάνα, με μια καντίνα στην άκρη σκοτεινή, μόνο το φως από τα λαμπιόνια, μπορντούρα στα τσίγκια και στα φτηνοπράματα. Δυο τραπέζια, λίγες καρέκλες. Πρωί έφυγα από το καράβι, ήταν απόγεμα προχωρημένο, σα να είχε φτάσει η νύχτα εκεί, πριν της ώρας της. Συνεχίσαμε το πιόμα. Μπήκε τότε μέσα μου μια σκέψη, μου τα χάλασε όλα. Έπρεπε να την πληρώσω; Η μόνη μου σκέψη… για ώρα. Μια έλεγα έτσι, μια αλλιώς, έχασα το λογαριασμό μου. Δεν ήξερα μ’ ακούς, μ’ έπρηξες πριν, δεν ήξερα τι είναι το σωστό. Τι είχε γίνει μεταξύ μας; Πίναμε. Η θολούρα μου μεγάλωσε, η νύχτα μάκρυνε. Άρχισα να χάνω τη γη κάτω από τα πόδια, ακούνητοι στο τραπέζι ήμασταν, πίναμε και γελούσαμε, πίναμε και χαμογελούσαμε. Κάποια στιγμή, άνοιξε η πόρτα του μαγαζιού, είδα έναν άντρα να τον βαστά η κοπέλα του και να τον παίρνει μακριά, είπα μέσα μου δε θα γίνω έτσι, δε θα καταντήσω έτσι, σηκώνεται η Μαρία να φύγει, πάω να της πιάσω το χέρι, μου γελάει και μου χαϊδεύει το δικό μου, μου δείχνει ότι θέλει να πάει να κατουρήσει. Πιάνει μετά την παλάμη μου, τη σηκώνει και τη φιλάει, μια από μέσα και μια απ’ έξω. Μαλάκωσα. Στρίβω τσιγάρο, ησυχάζω. Μου ‘ λείπε, ένα λεπτό είχε φύγει και μου έλειπε. Κάπως να ‘ταν και καλύτερα έτσι. Που δεν ήταν πλάι μου. Σα να έγινε πιο δικιά μου από το άγγιγμα αυτό στο χέρι. Κάνει ώρα να γυρίσει, δεν ήξερα ποια τίποτα, δεν ένιωθα τίποτα, δεν ήξερα αν ήμουν στη γη, στον ουρανό, αν πετούσα, αν κολυμπούσα, αν ζούσα, είχα μια αρπαγή, ένα πράμα σα να ‘μουν και μαζί να μην ήμουν εγώ, μέσα μου, στο κορμί μου καθηλωμένος. Ξάφνου βλέπω μια κοπέλα γυμνή να ‘ρχεται προς τη μεριά μου, να διασχίζει όλη την αλάνα, γυμνή, με γόβες στα πόδια, ένα κορμί όχι σπουδαίο, νέο ακόμα, με τον κόπο χαρακωμένο πάνω του κι ένα αραχνοΰφαντο τούλι, που το κρατούσε με τα δυο χέρια ανοιχτά πάνω από το κεφάλι, μια πεταλούδα, ένας άγγελος. Δεν ήξερα πού ήμουν…. ποιος ήμουν…. αν όλα αυτά ήταν αλήθεια, ψέμα…. αν ζούσα, αν ονειρευόμουνα. Απομακρύνθηκε χωρίς ν’ αλλάξει στάση, στα χέρια το πανί ν’ ανεμίζει… σοβαρή μέσα στη νύχτα να τη φωτίζει. Εγώ δεν ξέρω πώς βρέθηκα το πρωί στο λιμάνι, δεν μου είχαν πάρει ούτε ένα δολάριο από τις τσέπες, ούτε ένα πέσος, μόνο ένα σταυρουδάκι της μάνας μου που είχα στο λαιμό, μόνο αυτό έλειπε. Πήγα ξανά να βρω το μέρος, δεν το βρήκα. Μπορεί να ήταν αλήθεια, μα και ψέμα να ‘ταν αρκεί. Και ψέμα να ‘ταν, ήταν καλό.
Επικοινωνήστε με τον συγγραφέα:
https://www.facebook.com/stamatios.soufleris