Μεγάλωσα και γαλουχήθηκα από έναν πατέρα, που εκτός από καλός συζητητής, ήταν κι ένας εξαιρετικός επαγγελματίας, καταξιωμένος στην κοινωνία της πόλης, με δημόσια κτίρια που έφεραν την υπογραφή εκείνου, όπως και αυτήν των άξιων συνεργατών του. Αλίμονο έφυγε από τη ζωή πριν συμπληρώσω τα δεκάξι μου χρόνια. Και μου ‘λειψαν οι πολιτικές κουβέντες που κάναμε από τα οχτώ μου χρόνια, το παράδοξο iq μου, με έκανε να διαβάζω πολιτικές εφημερίδες, να ‘χω ανάλογης κατεύθυνσης απορίες. Κι όπως ο ίδιος λειτουργούσε ακομμάτιστα, διατηρώντας έτσι διαχρονικά την προσωπική του ιστορική αξιοπρέπεια, στάθηκε πολύτιμος για μένα. Έστω για τόσο λίγα χρόνια.
Κι ήταν το ’83 θαρρώ με κείνη την κυβερνητική καμπάνια του «Αν το δηλώσεις μπορείς να το σώσεις» και το πρώτο κιόλας σποτ που έτυχε να δούμε από κοινού, που έφερε μια ολόκληρη κουβέντα στο τραπέζι.
«Τι ποσοστό αυθαιρέτων έχει μια πόλη σα τη δική μας;» τον ρώτησα, χωρίς να συνειδητοποιώ τη στόχευση της σκέψης μου. Είδα στα μάτια του, την έκπληξή του.
«Περισσότερα από τα μισά σπίτια αγόρι μου…» απάντησε, σχεδόν διστακτικά. Κι αυτό άνοιξε μια ολόκληρη κουβέντα, αφού πρώτα είδαμε μαζί το δελτίο ειδήσεων της βραδιάς.
Κι έμαθα τότε, πως υπήρχαν λογικοί άνθρωποι που κάναν το σκατό τους παξιμάδι, προκειμένου να μπορέσουν να πληρώσουν έναν εργολάβο οικοδομών με τον πολιτικό του μηχανικό, να φτιάξουν ένα στέρεο σπίτι για τους ίδιους και τα παιδιά τους, αλλά ως εκεί. Δεν είχαν άλλα χρήματα για την άλλη χαρτούρα του δημοσίου, που αλίμονο, ζήταγε κι έναν σκασμό λεφτά από πάντα.
Στην ίδια κουβέντα, έμαθα και για τους άλλους, τους πολύ περισσότερους, τους πολύ πιο νικημένους από τη φτώχεια. Αυτούς, που μάζευαν μια γειτονιά απ’ όταν νύχτωνε μέχρι το πρωινό φως, προκειμένου να χτίσουν με τσιμεντότουβλα και χωρίς καμιά εγγύηση στατικότητας, χώρους και δωμάτια στο πρότυπο μη νομιμότητας των παλιότερων, των γονιών τους, που ως πρόσφυγες, χτίζαν όπου μπορούσαν και χωρίς κρατική οργάνωση, μιας κι είχαν την ίδια τους την επιβίωση ν’ αντιμετωπίσουν πρώτιστα.
Αλίμονο! Οι απόγονοι κακόμαθαν τους απογόνους των επόμενων γενεών.
Ωστόσο, η σχέση των Ελλήνων απέναντι στα δάση, δεν ήταν κι η πιο τίμια, ούτε μας κάνει υπερήφανους. Γιατί πέρα από τις απώλειες της Κατοχής, ο Εμφύλιος έκανε τα δυο αντίπαλα στρατόπεδα να καίνε δασώδεις εκτάσεις, ώστε να μην μπορούν να κρύβονται οι «άλλοι».
Μεταπολεμικά κι από αρχές της δεκαετίας του ’50, οι κυβερνήσεις ήταν ελαστικές απέναντι σε κάθε πολιτικό ρουσφέτι ή χρηματισμούς. Έτσι είδαμε εκτάσεις να περιφράσσονται ως ιδιοκτησίες ιδιωτών στα καλά καθούμενα. Έτσι βρέθηκε ένα σημαντικό τμήμα του ελληνικού αιγιαλού, να ‘ναι σπίτι-σπίτι, ένα τείχος που εμποδίζει την έξοδο προς τη θάλασσα.
Και ζω ολοένα ωριμάζοντας και ταξιδεύοντας, την κατάρα να βλέπω την Ελλάδα οικιστικά, είναι πολλές οι φορές που αισθάνομαι ασφυξία, όταν περνάω έναν οικισμό, όπου πυροσβεστικό όχημα δε μπαίνει, ούτε περνάνε δυο αυτοκίνητα μαζί, μολονότι ο δρόμος είναι ορισμένος ως διπλής κατεύθυνσης. Προσεύχεσαι, προλαβαίνεις να σκεφτείς τη ζωή σου σα βίντεο κλιπ, έπειτα περνάς το δύσβατο δρόμο που από τις πανύψηλες μάντρες δεν έχει καμία ορατότητα και καταλήγεις να ξανασαίνεις εκείνον τον ξαφνικό ιδρώτα, που ‘σαι περαστικός από έναν τόπο, άνθρωποι και τοπικές αρχές, που δεν έχουν σεβαστεί την ασφάλεια όχι του τουρίστα ή του επισκέπτη, αλλά ούτε των ίδιων τους των συμπολιτών.
Οι μετέπειτα δεκαετίες εξελίχθηκαν με το σύνθημα «οικόπεδα παραθαλάσσια, με φως, νερό, τηλέφωνο», άσχετα αν το μόνο που πούλαγαν, νόμιμοι μεσίτες ή καταπατητές, ήταν μόνο το οικόπεδο. Τα άλλα έπονταν με πολιτικά παρακαλετά.
Κι όσο το φαινόμενο αποκτούσε ευρύτερες κοινωνικές διαστάσεις, αφού όλοι/ες θα θέλαμε ένα σπιτάκι/ρωνα κάπου πλάι στην Αθήνα, κάναμε ευχαρίστως το μαλάκα στους πρώτους επαγγελματίες εμπρηστές, που έκαναν έξυπνα και δόλια το καλοκαιρινό τους παιχνίδι με τη συμβολή μιας πάντα τρέχουσας, αλλά ανήμπορης ν’ αντισταθεί σε κάθε μεγάλη πυρκαγιά, πολιτείας.
Έτσι και με μαγιά τα πρώτα τρία-τέσσερα σπίτια, άπειροι οικισμοί οικοδομήθηκαν ανελέητα, φράζοντας ρέματα, χτίζοντας ανάμεσα σε κομμένα δέντρα. Αντιλαμβάνεσαι ότι αυτό το τελευταίο που λέω είναι παράνομο για πολλούς δήμους κατά το Δασαρχείο, αλλά νόμιμο για τους ίδιους; Το κακό βέβαια, όλοι το γνωρίζουμε, δεν ξεκίνησε την προηγούμενη Δευτέρα, όταν ξαφνικά έπεσε πρόβλεψη ότι θα ανεβάσει μποφόρ. Ήταν η στιγμή-λουκουμάκι. Ήταν γι’ άλλη μια φορά τις τελευταίες πολλές δεκαετίες, το χτύπημα του κουδουνιού. Έπρεπε να δουλέψουνε και πάλι οι επαΐοντες. Ήτανε ώρα. Κι αλίμονο στην όποια τρέχουσα κυβέρνηση, τυχόν δήμους, το ίδιο το Πυροσβεστικό Σώμα και την Αστυνομία ή την Τροχαία, αλλά κυρίως, αλίμονο στους κάτοικους περιοχών με δευτερογενή οικονομική σημασία, όπως επαίρονται πολλοί.
Κατηγορείται σήμερα από τα γνωστά δίκτυα ιδιοκτησιακού χαρακτήρα ενημέρωσης και δήθεν αποκλειστικών ειδήσεων ο Έλληνας πρωθυπουργός, πως το μόνο που έκανε επιστρέφοντας από τη Βοσνία και πριν ενημερωθεί επίσημα, ρώτησε για τον αριθμό των μετώπων.
Συγχώρεσέ με για την άμεση ερώτηση, αλλά το δικό σου το μυαλό, έχει εκπαιδευτεί να πηγαίνει, μόλις ακούσεις για μια πυρκαγιά στην κάφτρα ενός τσιγάρου ή στην εικόνα ενός ραμολιμέντο παππού, που βάζει θράκα κάτω από δέντρα;
Μπορώ να ρωτήσω σαν Έλληνας πολίτης, τι ακριβώς συνέβη με τις μεγάλες πυρκαγιές του 2007, του 2009, του 2012 ποια ακριβώς εθνική οδός πέρασε ελεύθερη πάνω από τα καμένα; Κυκλοφορούν και χάρτες στο διαδίκτυο, ξέρεις.
Κινδυνεύω να μου επιτεθείς, το χειρότερο είναι πως το γνωρίζω, αλλά θα ρωτήσω: η Κινέτα, το Μάτι και όμορφοι οικισμοί, είναι δομημένοι φυσιολογικά; Χωρίς κοπές ή καύσεις δέντρων; Με αδειοδοτημένη τη διαδικασία από την πρώτη στιγμή της ανοικοδόμησής τους ή έτσι στα καλά καθούμενα και με άδεια από τη σημαία, ξεκίνησαν να κατασκευάζουν τέτοια οικήματα ή και βίλες με τη βοήθεια κάποιων απλών και συχνά ημιμαθών, ακόμα και στο αντικείμενό τους ανθρώπων, με την βεβαιότητα, ότι ο νόμος περί αυθαιρέτων και μια νόμιμη άδεια, όταν θα ‘ταν όλα πια τελειωμένα, θα κόστιζε ελάχιστα σε σύγκριση με την οδό μιας νόμιμης οικοδομής;
Με μεγάλη λύπη μου, βλέπω γι’ άλλη μια φορά, την αντιπολίτευση (που πρόσφατα μόλις κυβερνούσε, όχι σύμπασα, αλλά τουλάχιστον ειδικότερα, αυτή που φωνάζει περισσότερο), χωρίς να κοκκινίσει το δέρμα κανενός για τα Σώματα άμεσης παρέμβασης που στα χρόνια της κρίσης έχουν απογυμνωθεί από οχήματα και εργαζομένους και αλίμονο, αλλά υπάρχουν ακόμα πολιτικές δυνάμεις που όχι μόνο το προκαλέσαν, αλλά επιπλέον επιχαίρουν για την ελάφρυνση του Δημόσιου τομέα;
Ποιος επιτέλους θ’ αναλάβει την ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου, που δεν αναλαμβάνει μόνη της καμιά κυβέρνηση; Ας το αποφασίσουν, αλλά ΑΣ ΤΟ ΚΑΝΟΥΝ, ΕΛΕΟΣ! Στην επόμενη Κινέτα και στο επόμενο Μάτι, ποιος θα ‘ναι ο πρωθυπουργός, να τον καταραστούμε και πάλι, ώσπου να τον αλλάξουμε με κάποιον, που θα πατήσει πάνω στα ίδια βήματα;
Ξέφυγε σε παρακαλώ από τα κλειστά σύνορα της πατρίδα σου. Ψάξε και βρες σε παρακαλώ (με υπότιτλους ή και άνευ) την ταινία ντοκιμαντέρ, που γύρισε πριν από δυο χρόνια ο Ντι Κάπριο σε παραγωγή δική του και του National Geographic. Κάν’ το, αν θέλεις να λέγεσαι πολίτης αυτού του πλανήτη. Θα δεις κι άλλες, πάμπολλες, περιπτώσεις όπου, τα ανθρώπινα χέρια επεμβαίνουν κι έχουν αλλοιώσει το τοπίο του πλανήτη σε βαθμό ΜΗ αναστρέψιμο, μολονότι ο Λεονάρντο επαίρεται πως υπάρχει ελπίδα.
Αν με ρωτήσεις προσωπικά, θα σου πω πως δύσκολα είναι τα πράγματα. Θα χτιστεί το Μάτι, πάνω στην παλιά του χάραξη, εγκλωβίζοντας στους δύσβατους δρόμους του, ακόμα και ανθρώπους που δεν ευθύνονται σε τίποτα κι απλά προσπαθούν να περάσουν παρά κάτω, προκειμένου να επιστρέψουν στον/ους άνθρωπο/ους που τον/τους περιμένουν; Η Κινέτα που υπήρξε πρώην πεντάστερο δάσος, θα φορτωθεί με καινούργιο μπετό; Άνθρωποι που κάποτε, λάδωσαν, καταπάτησαν, αυθαιρέτησαν ή βάλαν τους υποτελείς τους να το κάνουν για λογαριασμό τους, θα δουν τα σπίτια τους να ξαναχτίζονται με τις ευλογίες του κράτους; Έχεις περάσει από οικισμό δασώδη, από περιοχές όπου η καταπάτηση βρομάει από μακριά και δεν έχεις ρίξει μούτζα; Αν το ‘κανες, είναι και το φυσικό, η αντίδραση του έντιμου ανθρώπου ξέρεις. Θ’ αποκλείσω εκ προοιμίου την περίπτωση να ρίχνεις τη βασιλικιά πεντάρα, επειδή θα ‘θελες κατά βάθος να είσαι ΕΣΥ ο ιδιοκτήτης ενός τέτοιου σπιτιού, αυτό συγχώρεσέ με, αλλά κράτησέ το για σένα, εμένα εσύ, με ΞΕΠΕΡΝΑΣ!
Και για να κλείσω ένα θέμα που δύσκολα και σε πολλά χρόνια θα πάρει έναν δρόμο, έτσι πιστεύω και φοβάμαι εγώ τουλάχιστον, θα σου μιλήσω για τη δική μου περίπτωση. Που ζω με τον φόβο μιας άξαφνης πυρκαγιάς, ζώντας τα καλοκαίρια μου σ’ ένα σπίτι πάνω σε λόφο, εντός σχεδίου πλάι στις παλιές του αγροικίες. Κι αυτοί που έχτισαν το σπίτι, το ‘καναν είκοσι πέντε χρόνια τώρα με το αίμα της ψυχικής, οικονομικής και σωματικής τους δύναμης. Αλλά το φλερτάρουν οι φωτιές του απέναντι λόφου που βιάζονται να γίνουν οικόπεδα ή του πίσω μας, που θέλουν να γίνουν χορτολιβαδικές έκτασεις. Για την συμφωνία σιωπής-omerta των κατοίκων, των γειτόνων τους χάριν καλής γειτονίας και τον τοπικών παραγόντων που δεν έχουν φέρει καν ύδρευση από τον διπλανό δήμο, αλλά υδροδοτούνται από τον νερουλά που μοιράζει το ποτιστικό στα χωράφια; Θα πρέπει εγώ σαν φίλος κι οι ιδιοκτήτες του, να κοιτάμε κάθε μεσημέρι ή απόγευμα από πού έρχεται αυτή τη φορά ο καπνός, καχύποπτοι για το βραχύβιο έτσι κι αλλιώς μέλλον μας; Και θα αφεθώ στην εσφαλμένη πεποίθηση πως επειδή υπάρχουν καλλιεργημένες απ’ αμπέλια και ελιές μεγάλες εκτάσεις γύρω μας, δε θα μας καταραστεί ποτέ το μπιτονάκι του εμπρηστή του πέρα λόφου; Θα σε βεβαιώσω: δε μπορώ!
Και δεν αντέχω και δυο πράγματα ακόμα, που θέλω να καταγράψω εδώ:
Α/ Για την καλύτερη ενημέρωσή μου, συντονίστηκα με ιδιωτικά και κρατικά δίκτυα, είχα φίλους και συνεργάτες διάσπαρτους, έπρεπε να μάθω, πριν μπω στην παράνοια ν’ αρχίσω να τους καλώ και να παίρνω παρουσίες. Όλα με απογοήτευσαν με την λανθασμένη απεικόνιση της γενικής εικόνας, την τρομολαγνεία, τη θυματολαγνεία τού να βάζεις τη ρεπόρτερ του καναλιού να ρωτάει άρτι διασωθέντες από πνιγμό ή καύση, την στιγμή που αποβιβάζοντας από σκάφος του Λιμενικού. Την επόμενη μέρα ένιωσα τη φρίκη καναλιού, που έχει πάρει τη φωτιά στην ανατολική Αττική εργολαβία του, εκτός από πολιτικά μηνύματα μίσους και face ή ριάλιτι ειδήσεις, να προσπαθεί δημοσιογράφος του, να μπει στο περίφημο οικόπεδο το επόμενο πρωί ΜΑΖΙ με την κάμερα, πράγμα που θεωρώ το μη κοινωνικά αποδεκτό όριο κάθε τυμβωρυχικής διάθεσης, και
Β/ Τον πολιτικάντικο διάλογο περί του πόσο ακέραιος είναι ο ένας και του πόσο ανίκανος είναι κατά την θρασεία κρίση του κάθε ολιγάριθμου κομματικού σχηματισμού. Αν θέλουν να κάνουν να θεσπίσουν μια νέα ιδεολογία για την κατασκευή των παραθεριστικών μικρών πόλεων ή και κοινών πόλεων εν γένει, ας το νομοθετήσουν κι ας το ψηφίσουν ΟΛΟΙ, χωρίς χρωματιστά βηχαλάκια κι άστοχες αντιρρήσεις. Αυτό κάποια στιγμή ελπίζω, πως θα ‘ναι το ίδιο το μέλλον σ’ αυτήν την αρπαγμένη από παντού, πατρίδα. Αλλά φοβάμαι πως θα συνεχίσουν με τη νοοτροπία των non paper ή θα εκφράζουν μελλοντικά την ανημπόρια τους απέναντι σε φαινόμενα της φύσης.
* Γραμμένο με πολύ σεβασμό στην μνήμη των νεκρών, των τραυματιών, των κατοίκων που δε θα ξεχάσουν ποτέ ένα τέτοιο γεγονός, αλλά και με πολύ σεβασμό στους Έλληνες πυροσβέστες, που πρώτοι πάντα τρέχουν εκεί που δίνεται η εντολή, συχνά λόγω καθήκοντος εγκαταλείπουν τη δική τους οικογένεια σε κίνδυνο, την Αστυνομία, την Τροχαία, το Λιμενικό σώμα, τις τοπικές αρχές που λειτούργησαν προς όφελος του τόπου ανά περιοχή, τους εθελοντές, που έδωσαν τα πλήρη φυσικά και ψυχικά τους αποθέματα στην παρηγοριά και την ανακούφιση των πληγέντων.
**Το ντοκιμαντέρ Before the Flood του National Geographic, μπορείτε να το παρακολουθήσετε στα αγγλικά:
https://www.youtube.com/watch?v=D9xFFyUOpXo
• Οι φωτογραφίες προέρχονται από το web του Δημόσιου φορέα ραδιοτηλεόρασης (http://webtv.ert.gr/ert1-live/) που προτιμώ για την ενημέρωση μου σε καταστάσεις εθνικών κρίσεων ή άλλων σημαντικών πολιτικών ή κοινωνικών γεγονότων.
• Επικοινωνήστε με τον συγγραφέα:
https://www.facebook.com/yannis.filippidis.profil1