Το λεωφορείο ήταν κατάμεστο από επιβάτες. Ένα απλό λεωφορείο του ΚΤΕΛ Χιλής. Ο προορισμός του ήταν το Σαντιάγο, η πρωτεύουσα. Η διαδρομή μακρινή, κοντά στις οχτώ ώρες, και επικίνδυνη. Κατέβαινε φιδίσιο ορεινό δρόμο, κατηφορίζοντας αργά και προσεκτικά.
Εκείνος μόνος του ανάμεσα στους ξένους. Άνθρωπος-πουλί, ξόδευε το εισόδημά του κυρίως σε ταξίδια αλαργινά, κάνοντας τη γη να φαίνεται μια σταλιά. Ερχόταν από την Παταγονία που, καλοκαιριάτικα για μας, εκεί είχε κοντά στους πέντε βαθμούς. Μοναδικός τόπος, μια φορά στη ζωή σου πατάς σε τέτοια μέρη.
Ήταν ταλαιπωρημένος και το τοπίο τού φαινόταν μονότονα ίδιο. Όταν μάλιστα έχεις ταξιδέψει σε τόσα μέρη σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα δεν προλαβαίνεις να χωνέψεις τις εικόνες και κουράζεται ο νους σου. Όσο και να θέλεις να ρουφήξεις κι άλλες εικόνες το μυαλό σού βάζει φραγμό. Κι αυτό δεν έχει να κάνει μονάχα με τα μάτια. Βαρέθηκε ν’ ακούει τα λατινοαμερικάνικα, τα σάλσα, τα μάμπο και τα παρόμοια.
Τότε του ’ρθε η ιδέα. Πλησίασε τον συνοδό εισπράκτορα και του ’δωσε να βάλει στο λεωφορείο ελληνική μουσική. Είχε μαζί του διάφορα κομμάτια, σκόρπια και παράταιρα. Εκείνος δεν είχε αντίρρηση. Οι άνθρωποι στη Χιλή είναι πολύ δεκτικοί και επικοινωνιακοί. Κάθισε πάλι στη θέση του και βολεύτηκε για ν’ απολαύσει τους γνώριμους ήχους της πατρίδας μαζί με τους Λατίνους του νότου.
Και γέμισε το χιλιανό λεωφορείο με τη μελωδία του βιολιού του Φάκαρου στα Ικαριώτικα παραδοσιακά κι αμέσως μετά με τους εναλλακτικούς ήχους του «Δεν χωράς πουθενά» από τις αξεπέραστες «Τρύπες».
«…Αν δε χωράς μέσα σε μια άδεια πατρίδα
αν δε σου φτάνει μια ελπίδα τυφλή
αν δε χωράς μέσα σε μια ονειροπαγίδα
αν δε χωράς σε μια αγκαλιά-φυλακή
Αν δε χωράς μέσα σε μια άδεια πατρίδα
Τότε τι κρίμα, τι κρίμα, τι κρίμα
παντού περισσεύεις και παντού ξεψυχάς
τότε τι κρίμα, τι κρίμα, τι κρίμα
δε χωράς πουθενά, δε χωράς πουθενά…»
Το λεωφορείο απογειώθηκε από το κέφι που πρόσφεραν οι αλλόκοτες μελωδίες του παράξενου ταξιδιώτη από τη μακρινή Ελλάδα.
Κι εγώ, τώρα, φαντάζομαι ότι ήμουνα ένας επιβάτης αυτού του γραφικού λεωφορείου στα πέρατα του κόσμου και πως ξαφνικά απομακρύνθηκα από τη θέση μου, βγήκα έξω απ’ αυτό, τ’ άφησα να με προσπεράσει και ν’ απομακρυνθεί. Καθώς χανόταν σιγά-σιγά αφουγκραζόμουνα μακρινή τη φωνή του Αγγελάκα που σκορπιζόταν στις πλαγιές των Άνδεων.
Φαντάζομαι και τον φίλο μου τον Σπύρο να κουνάει ρυθμικά το κεφάλι του και να νιώθει ευτυχισμένος που αξιώθηκε να ζήσει τέτοιες εμπειρίες. Έστω και μόνος ανάμεσα σε τόσους ξένους.
Ξένους; Όχι και τόσο πια…
• Eπικοινωνήστε με τον συγγραφέα:
https://www.facebook.com/mickatsi
• Σχετικοί σύνδεσμοι:
http://www.anemosekdotiki.gr/syggrafeis/pezografia/mihalis-katsimpardis.html
http://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/dyo_cheimones.html