Ο Υβ Μπονφουά γεννήθηκε στην Τουρ το 1923 και πέθανε στο Παρίσι το 2016. Είναι ποιητής, ιστορικός τέχνης και μεταφραστής. Ανήκει στη γενιά των Γάλλων ποιητών που δραστηριοποιήθηκε στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και στις αρχές του 21ου.
Με την πρώτη του ποιητική συλλογή, Αντι-Πλάτωνας, αντιτίθεται στην πλατωνική θεωρία των ιδεών (Θεαίτητος) που θεωρεί ότι ο αισθητός κόσμος είναι κατώτερος του κόσμου των Ιδεών. Οι Ιδέες είναι αιώνιες, άφθαρτες και πραγματικές. Ο αισθητός κόσμος είναι ένα ομοίωμα. Αντίθετα, ο Μπονφουά πιστεύει ότι οι πέτρες, η χλόη, οι βράχοι και ο ουρανός, ο ‘’αληθινός τόπος’’, όπως τους ονομάζει, είναι η ‘’δική του χώρα’’.
Αντιτιθέμενος έτσι στην ιδεαλιστική και εννοιολογική σκέψη, που έχει μακραίωνη ιστορία στο δυτικό πολιτισμό, θεωρεί ότι η μόνη πραγματικότητα είναι αυτός ο κόσμος με τον οποίο ερχόμαστε σε επαφή με τις αισθήσεις μας. Αυτό το ονομάζει ‘’παρουσία’’. Η ‘’παρουσία’’ σχετίζεται με την περατότητα και το τυχαίο. Είναι το ‘’Εν’’ του Πλωτίνου. Εκεί ενώνεται το άπειρο με το περατό σε μια διαλεκτική σχέση, όπου η υπερβατικότητα και η περατότητα συμφιλιώνονται.
Είναι, αλλιώς, το ‘’γέλιο καλυμμένο με αίμα’’ , αναφορά στη θνητή φύση αλλά και στην ελαφράδα της θνητότητας·με άλλα λόγια, η χώρα της ‘’λυγαριάς’’, της ‘’πέτρας’’ και των ‘’φουστανιών’’ των γυναικών. Πρόκειται στην ουσία για μια γιορτή του αισθητού κόσμου και των ίδιων των αισθήσεων :’’Στο πέρασμα των δαχτύλων, μπορεί και χαμογελάει, όπως υποχωρεί η άμμος κάτω απ’ τα βήματα’’. Ο ποιητής προχωράει σ’ ένα δρόμο όπου σκοτάδι και φως, υπερβατικότητα και περατότητα συνομιλούν: ‘’Έτσι, πάνω στο ρήγμα του χρόνου προχωράει, φωτισμένος από το τραύμα του’’.
Η ποίηση του Μπονφουά είναι πολυεπίπεδη και έρχεται σε διάλογο με όλα τα μεγάλα ρεύματα της γαλλικής σκέψης του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα αλλά και με παλαιότερους φιλοσόφους όπως ο Χάιντεγκερ, ο Μερλώ-Ποντύ κα. Γι’ αυτό, δεν μπορεί να εξαντληθεί σε ένα σύντομο σημείωμα απλά μπορούν να δοθούν κάποια κλειδιά κατανόησης. Αντί για συμπέρασμα, παραθέτω κάποιους στίχους :
‘’Kι αν παραμένει κάτι
Που δεν είναι άνεμος και μήτε ύφαλος και μήτε θάλασσα,
Το ξέρω ότι εσύ θα είσαι, και νύχτα ακόμη,
Η βυθισμένη άγκυρα, τα βήματα
Που σκουντουφλούν πάνω στην άμμο, και τα ξύλα
Που μαζεύονται και η σπίθα κάτω
Απ’ τα βρεγμένα ξύλα και, ενόσω ακόμη ανήσυχοι
Κοιτάζουμε τη φλόγα που διστάζει,
Η πρώτη κουβέντα μετά από μια μακρά σιγή,
Η πρώτη φωτιά που παίρνει πάλι κάτω εκεί,
Στον πεθαμένο κόσμο’’.