Σβήνω, μουντζουρώνω, ξαναγράφω, διορθώνω
Σελίδες και σελίδες
Λες και ψάχνω να βρω το νόημα της ματωμένης στιγμής στο χαρτί
Να ένα φύλλο οξιάς με φλέβες που κιτρινίζει στο φθινόπωρο
Να μια βάρκα σα μαύρη κουκκίδα στο μπλε της θάλασσας και του ορίζοντα
Να ένα κόκκινο ηλιοβασίλεμα που πνίγει το φως στο μαύρο σπίτι
Να ένας άντρας που περπατάει στην ακρογιαλιά εκεί που σκάει το κύμα
Στα αλώνια του ήλιου και της ξερής γης
Ποδοπατούν τα άλογα σπόρους σταρένιους
Και γυρίζουν γύρω-γύρω, ολοένα γυρίζουν
Ώσπου να ξεχωρίσει το στάρι απ’ το άχυρο, η λέξη απ’ τον κόσμο
Όχι, δεν ήταν στην αρχή ο Λόγος
Στην αρχή ήταν η Λέξη
Το ξ, το ψ και το ν
Το α, το ε και το ω
Όταν γεννήθηκε ο πρώτος άνθρωπος
Και άρχισε να ψελλίζει βάρκα, φύλλο, άντρας, γυναίκα, μπλε