Είμαι ο «Χοπ-Χοπ» ένα από τα χιλιάδες ξωτικά-βοηθούς του Άη Βασίλη και θα σας διηγηθώ τα Χριστούγεννα που άλλαξαν για πάντα την ξωτικo-ζωή μου.
Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και δουλεύαμε μέρα-νύχτα στο χωριό του Άη Βασίλη για να ετοιμάσουμε τα δώρα που είχαν ζητήσει τα παιδιά. Ήταν σχεδόν έτοιμα όλα, έμενε μόνο να φορτωθούν οι σάκοι με τα δώρα στο έλκηθρο του Άη Βασίλη και να ξεκινήσει το μοίρασμα, αλλά ό Άη-Βασίλης έπεσε στο κρεβάτι με ίωση. Το στήθος του έβραζε σαν χύτρα ταχύτητας από τα ακροαστικά, η μύτη του έτρεχε σαν χαλασμένη βρύση, κάθε τόσο φτερνιζόταν και έβηχε και τρανταζόταν ολόκληρο το χωριό και το πρόσωπο του από τον πυρετό ήταν πιο κόκκινο και από την στολή του.
«Σου απαγορεύω να σηκωθείς από το κρεβάτι! Να το ξεχάσεις πως θα πάρεις το έλκηθρο και θα καλπάσεις πάνω από τη γη φέτος» είπε αυστηρά ο γιατρός.
«Χο χο χο θα αστειεύεσαι γιατρέ …αψοουυυυυ και γκουχ- γκουχ», απάντησε ο Άη Βασίλης και έκανε να σηκωθεί από το κρεβάτι για να ετοιμαστεί για το μεγάλο ταξίδι του από την μια άκρη της γης ως την άλλη. Ζαλίστηκε όμως από τον πυρετό και παρ’ τον κάτω φαρδύ πλατύ!
«Σαν να έχεις δίκιο!» είπε στον γιατρό και χάιδεψε την γενειάδα του σκεπτικός.
Χωρίς να χασομερήσει καθόλου φώναξε την γυναίκα του και τον γραμματέα του, το πιο γηραιό ξωτικό και το πιο σοφό του χωριού, να κάνουν συμβούλιο και να αποφασίσουν πως θα μοιραστούν τα δώρα στα παιδιά εκείνα τα Χριστούγεννα.
Μετά από λίγο η κυρία Άη Βασίλη φώναξε τις βοηθούς της, πήραν βελόνες και κουβάρια και άρχισαν να πλέκουν κόκκινα Αγιοβασιλιάτικα σκουφιά. Ο γραμματέας του Άη Βασίλη κάλεσε όλα τα ξωτικά στην πλατεία του χωριού. Ανέβηκε σε ένα σκαμνί για να τον βλέπουμε όλοι και μας ανακοίνωσε την επιθυμία του Άη Βασίλη.
Φέτος τα δώρα θα τα μοιράζαμε εμείς τα ξωτικά. Το κάθε ξωτικό θα αναλάμβανε μια περιοχή και με μια λίστα με τα ονόματα των παιδιών και τις επιθυμίες τους θα μοίραζε τα δώρα. Φόρεσα τον κόκκινο σκούφο που μου έδωσε η κυρία Άη Βασίλη, φορτώθηκα ένα σάκο δέκα φορές μεγαλύτερο από το μπόι μου, πήρα και την λίστα μου και ξεκίνησα για την γη καβάλα σε έναν από τους ταράνδους του Άη Βασίλη.
Λίγη ώρα μετά ο τάρανδος προσγειώθηκε σε ένα νησί της Ελλάδας. Το μεγάλο ρολόι στην πλατεία του νησιού χτύπησε μεσάνυχτα. Έβρεχε πολύ και έκανε κρύο κι εγώ είχα πολλή δουλειά να κάνω ως να ξημερώσει. Τρύπωνα από καμινάδες, φεγγίτες και χαραμάδες στα σπίτια, άφηνα το δώρο που είχε ζητήσει το κάθε παιδί, ζέσταινα λίγο τα ξεπαγιασμένα χέρια μου, δοκίμαζα τις λιχουδιές που είχαν αφήσει -τώρα καταλάβαινα γιατί ήταν χοντρούλης ο Άη Βασίλης- και συνέχιζα. Ευτυχώς το νησί αν και δεν ήταν μικρό δεν ήταν και τεράστιο και έτσι μοίρασα γρήγορα τα δώρα, ένα σπίτι μου είχε μείνει ακόμα και μετά θα γύριζα στο χωριό να ζεσταθώ και να ξεκουραστώ.
Τρύπωσα στο σπίτι του τελευταίου παιδιού που υπήρχε στη λίστα μου. Ήταν ένα όμορφο δίπατο σπίτι, ζεστό και πλούσιο. Δίπλα στο τζάκι ένα έλατο που έφτανε ως το ταβάνι ήταν στολισμένο με πολύχρωμες μπάλες και λαμπιόνια που αναβόσβηναν. Κάτω από το δέντρο υπήρχαν πολύχρωμα πακέτα με δώρα. Έχωσα το χέρι μου στον σάκο μου και τράβηξα το τελευταίο δώρο, ήταν ένα τεράστιο πακέτο με γυαλιστερό χαρτί και πολλές κορδέλες και από ότι έγραφε η λίστα μου ήταν ένα κουκλόσπιτο. Το τοποθέτησα κάτω από το δέντρο και κάθισα λίγο να ξαποστάσω σε μια από τις δυο κουνιστές πολυθρόνες που βρίσκονταν η μια δεξιά και η άλλη αριστερά μπροστά από το τζάκι. Ήμουν πολύ κουρασμένος και με την ζέστα που έβγαζε το τζάκι δεν άργησαν τα μάτια μου να κλείσουν. Πριν καλά –καλά κλείσουν όμως άνοιξαν ξανά από το θόρυβο που κάνει το χαρτί όταν το σκίζουν.
Ένα κοριτσάκι με καστανά κοτσιδάκια, η Ελπινίκη, όπως είχα διαβάσει στην λίστα μου πως ήταν το όνομα της, ήταν γονατισμένο κάτω από το δέντρο και ξετύλιγε το πακέτο που μόλις είχα αφήσει.
Χαμογέλασα και κράτησα την ανάσα μου να μην καταλάβει πως ήμουν εκεί. Δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα από το να βλέπεις την χαρά ενός παιδιού που ανοίγει το δώρο του. Η μικρή ξετύλιγε νευρικά το δώρο της, όταν το άνοιξε και είδε το κουκλόσπιτο το πέταξε στην άκρη απογοητευμένη.
«Ααα… εδώ έχουμε πρόβλημα» σκέφτηκα.
Η μικρή σηκώθηκε όρθια, έβαλε τα χέρια στην μέση και κοιτούσε θυμωμένη το κουκλόσπιτο. Τόσος ήταν ο θυμός της που ξαφνικά πήρε φορά και άρχισε να κλωτσάει και να πατάει το κουκλόσπιτο με μανία.
«Εεε! Τι κάνεις εκεί κακομαθημένο παλιόπαιδο; Γιατί το καταστρέφεις; Ξέρεις πόσοι δούλεψαν για να το φτιάξουν; Ξέρεις πόσο κόπο έκανα να στο φέρω ως εδώ;» φώναξα θυμωμένος χοροπηδώντας χοπ-χοπ πάνω στην κουνιστή πολυθρόνα.
Η Ελπινίκη γύρισε και με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια για λίγο, και με το δίκιο της αφού πρώτη φορά έβλεπε ζωντανό και όχι σε εικόνα ένα ξωτικό.
«Δεν είμαι κακομαθημένο παλιόπαιδο!» είπε με τα χέρια στην μέση και χτυπώντας το ξυπόλυτο ποδαράκι της στο πάτωμα.
Χοπ-χοπ, πήδηξα από την πολυθρόνα και βρέθηκα μπροστά της.
«Και τι είσαι παρακαλώ;»
«Απογοητευμένη!» τσίριξε η Ελπινίκη.
«Τρία χρόνια τώρα με κοροϊδεύουν όλοι!
Η νονά μου που με ρωτάει τι θέλω για δώρο και άλλο μου φέρνει από αυτό που θέλω, οι γονείς μου το ίδιο και βέβαια και ο Άγιος Βασίλης.
Και καλά όλοι οι άλλοι αλλά από τον Άγιο Βασίλη δεν το περίμενα!» συνέχισε με αναφιλητά.
«Χμμ… και τι θέλεις παρακαλώ;»
«Τι θέλω; Χα! Ότι θέλουν όλα τα παιδιά!»
«Δεν είναι με τίποτα ευχαριστημένοι οι άνθρωποι, ακόμα και οι μικροί άνθρωποι.» σκέφτηκα.
«Και τι θέλουν όλα τα παιδιά;»
«Την γιαγιά και τον παππού τους τι άλλο;»
«Α… την γιαγιά και τον παππού ε; Και που είναι η γιαγιά και ο παππούς σου;»
«Έλα, έλα να σου δείξω!» μου είπε η μικρή Ελπινίκη και με τράβηξε από το μανίκι στο μεγάλο παράθυρο. Σκαρφαλώσαμε σε ένα σκαμνί και μου έδειξε με το χέρι της.
«Βλέπεις εκείνον το λόφο πίσω από το ψηλό φωτισμένο καμπαναριό; Ε… πίσω από το λόφο είναι ένα μεγάλο σπίτι, με κήπο και πολλά δωμάτια, εκεί είναι ο παππούς και η γιαγιά μου.»
«Στο σπίτι τους δηλαδή;» ρώτησα απορημένος.
«Όοοχι! Το σπίτι τους είναι εδώ παραδίπλα μας, εκεί είναι ένα μεγάλο ξένο σπίτι και εκεί ζουν πολλοί παππούδες και γιαγιάδες μόνοι, το λένε γηροκομείο. Σε παρακαλώ καλό μου ξωτικό πάρε το κουκλόσπιτο να το πας αλλού και πήγαινε φέρε μου την γιαγιά και τον παππού. Μου λείπουν τόσο πολύ, τους χρειάζομαι εδώ κοντά μου!» Χοντρά δάκρυα έτρεχαν από τα καστανά ματάκια της Ελπινίκης και αναστέναζε βαθιά.
Αν κάτι δεν άντεχα ήταν να βλέπω παιδιά λυπημένα και κλαμένα. Η αλήθεια ήταν πως εδώ είχε γίνει ένα λάθος και έπρεπε να διορθωθεί .Κανονικά έπρεπε να συμβουλευτώ τον Άγιο Βασίλη, αλλά τέτοια μέρα, τέτοια ώρα, τέτοια λόγια.
«Μα πως θα το κάνω αυτό; Και πως θα αναγνωρίσω τον δικό σου παππού και την δική σου γιαγιά;»
«Μην σε νοιάζει, θα σε βοηθήσω εγώ, πάμε να τους πάρουμε, να τους φέρουμε σπίτι σε παρακαλώ!» μου είπε και με τράβηξε στην πόρτα.
«Σε μεγάλους μπελάδες με βάζεις μικρή το ξέρεις;»
«Το ξέρω, αλλά εσύ είσαι καλό, έξυπνο και άξιο ξωτικό και θα τα καταφέρεις!» μου είπε και ένα μεγάλο μαλαγάνικο χαμόγελο φώτισε το μουτράκι της.
Καβαλήσαμε τον τάρανδο και σε λίγα λεπτά φτάσαμε στο μεγάλο εκείνο σπίτι. Τα παράθυρα του ήταν σκοτεινά, αλλά μερικοί θάμνοι και δεντράκια στον κήπο ήταν στολισμένα με λαμπιόνια. Κοντά στην πόρτα σε ένα μικρό δωμάτιο, στο θυρωρείο, με ένα χαμηλό φως να καίει, μισοκοιμόταν ο φύλακας. Την ώρα που περνούσαμε πάνω από την κλειδωμένη καγκελόπορτα σαν να μισάνοιξε το ένα του μάτι, κούνησε το κεφάλι του πέρα- δώθε, σηκώθηκε, πήρε έναν φακό και βγήκε στον κήπο. Ο τάρανδος μας που τον είχε δει όμως, πρόλαβε και προσγειώθηκε στην ταράτσα.
Ο φύλακας έκανε τον γύρο του κτιρίου σταυροκοπήθηκε και γύρισε στο θυρωρείο.
«Θα ορκιζόμουν πως είδα έναν τάρανδο με ένα ξωτικό και ένα κορίτσι» μονολόγησε.
Ο τάρανδος μας κατέβασε στο κήπο, πίσω από το πιο μεγάλο δέντρο που δεν το έβλεπε ο φύλακας.
«Σε αυτό εκεί το δωμάτιο είναι ο παππούς και γιαγιά μου. Πήγαινε και μην ξεχάσεις τον σάκο σου.» μου είπε η Ελπινίκη και χαιρέτισε με το χεράκι της το σκοτεινό παράθυρο.
«Μα το Μεγάλο Ξωτικό θα κοψομεσιαστώ.» μουρμούρισα και χοπ-χοπ γλίστρησα από μια χαραμάδα στο εσωτερικό του μεγάλου σπιτιού. Τα καλοριφέρ ήταν αναμμένα στο φουλ αλλά με τύλιξε μια περίεργη παγωνιά. Χοπ-χοπ ανέβηκα τις σκάλες και έστριψα στο διάδρομο προς την κατεύθυνση που μου είχε δείξει η Ελπινίκη πως βρισκόταν το δωμάτιο του παππού και της γιαγιάς της. Απέναντι από το δωμάτιο όμως σε ένα μικρό δωμάτιο με τζάμια γύρω-γύρω, καθόταν μια κοπέλα με άσπρη ρόμπα και διάβαζε ένα βιβλίο.
«Τα ξωτικά των Χριστουγέννων» ήταν ο τίτλος του βιβλίου.
Σκουντούφλησα σε μια καρέκλα που δεν είδα στο μισοσκόταδο και η κοπέλα πετάχτηκε όρθια, άφησε το βιβλίο και έκανε μια βόλτα στο διάδρομο και τα δωμάτια. Ευτυχώς πρόλαβα και κρύφτηκα ανάμεσα στις φέτες του καλοριφέρ και δεν με είδε.
«Αχ πολύ δύσκολη αποστολή ανέλαβα!» σκέφτηκα τσουρουφλισμένος από το καλοριφέρ.
«Πως θα έβγαζα το σακούλι με έναν κοτζάμ παππού και μια κοτζάμ γιαγιά χωρίς να με δει η κοπέλα; Δεν είχα άλλη επιλογή από το να χρησιμοποιήσω τα μαγικά μου ξωτικο-ξόρκια, αυτά που μου είχε μάθει ο παππούς μου, για να αποκοιμηθεί η κοπέλα και να μην πάρει χαμπάρι τίποτα. Έτσι και έκανα. Σε λίγα δευτερόλεπτα η κοπέλα κοιμόταν του καλού καιρού και εγώ τρύπωσα στο δωμάτιο του παππού και της γιαγιάς της Ελπινίκης.
Ο παππούς ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι και κοιτούσε το ταβάνι, η γιαγιά με μια κόκκινη ρόμπα στεκόταν στο παράθυρο.
«Έλα να ξαπλώσεις καλή μου, θα κρυώσεις όρθια, θα πονέσει και η μέση σου.» είπε ο παππούς στην γιαγιά.
«Θα έρθω, θα σου πω και κάτι, αλλά θα υποσχεθείς πως δεν θα με κοροϊδέψεις. Έτσι που στεκόμουν στο παράθυρο μου φάνηκε πως είδα στον κήπο έναν τάρανδο και πάνω του ένα ξωτικό και την Ελπινίκη μας που με χαιρετούσε. Αχ το κοριτσάκι μας μέσα στα μάτια μου πεταρίζει…»
«Από την λαχτάρα σου είναι γυναίκα, κάνε υπομονή, αύριο, μεθαύριο, γιορτινές μέρες είναι, θα μας την φέρουν να την δούμε.» είπε ο παππούς και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο του.
Χοπ-χοπ έδωσα ένα σάλτο και ανέβηκα στο κρεβάτι.
«Καλά είδες γιαγιά, είμαι το ξωτικό «Χοπ-Χοπ» και ήρθαμε με την Ελπινίκη να σας πάρουμε να σας πάμε σπίτι. Είστε το δώρο που ζητάει τρία χρόνια τώρα.
Μου είπε η εγγονή σας πως τα ωραιότερα παιχνίδια που είχε ποτέ ήταν αυτά που της φτιάχνατε με χαρτόνια, κουμπιά, μανταλάκια και άλλα, τα πιο μοδάτα της σκουφιά και γάντια ήταν αυτά που της έφτιαχνε η γιαγιά, το πιο μαγικό σκαμνί αυτό που της έφτιαξε ο παππούς και όταν ανέβαινε σε αυτό έβλεπε όλο τον μαγικό κόσμο έξω από το μεγάλο παράθυρο, πως τα ωραιότερα παραμύθια τα άκουσε από σας και τις πιο νόστιμες λιχουδιές τις γεύτηκε από τα χέρια της γιαγιάς της. Ετοιμαστείτε λοιπόν γιατί δεν έχουμε και πολύ χρόνο.»
Γουρλώσανε τα μάτια ο παππούς και η γιαγιά μα για λίγο όμως γιατί αυτοί γνωρίζανε καλά για την μαγεία των Χριστουγέννων, την μαγεία της αγάπης που κάνει όλα τα αδύνατα δυνατά.
Στο πι και φι φορέσανε τις παντόφλες τους και τα πανωφόρια τους. Άνοιξα τον σάκο μου να τους βάλω μέσα.
«Τι λες παιδάκι μου, ε… ξωτικό μου δηλαδή, θα κοψομεσιαστείς, άσε που μπορεί να μας κατασκοτώσεις, με τα πόδια μας θα έρθουμε.»
Πήραν τις μαγκουρίτσες τους και χοπ-χοπ με ακολούθησαν.
Σαν φτάσαμε στο σπίτι της Ελπινίκης βρήκαμε τους γονείς της στο σαλόνι, ανήσυχους να ψάχνουν την κόρη τους ακόμα και στα… συρτάρια!
«Τώρα τα πιάσαμε τα λεφτά μας, άντε να εξηγήσεις τα ανεξήγητα!» μουρμούρισα.
Η Ελπινίκη όμως που ήταν θαρραλέο παιδί στάθηκε μπροστά στους γονείς της και τους είπε πως η θέση των παππούδων και των γιαγιάδων ήταν στο σπίτι τους, κοντά στα παιδιά και τα εγγόνια τους, για αυτό ο Άη Βασίλης της έστειλε το ξωτικό «Χοπ-Χοπ» να την βοηθήσει, να φέρει και τον δικό της παππού και την δική της γιαγιά στο σπίτι.
Οι γονείς της παραδέχτηκαν πως έχει δίκιο η Ελπινίκη και πως ο παππούς και η γιαγιά δεν θα επιστρέψουν ποτέ ξανά σε εκείνο το μεγάλο, ξένο, παγερό και θλιμμένο σπίτι.
«Ε… να φεύγω και εγώ τώρα, είμαι πολύ κουρασμένος, έχω να φάω και μια κατσάδα από τον Άη Βασίλη τρικούβερτη…» είπα.
«Δεν έχεις να πας πουθενά! Έχουμε δουλειά, μέχρι να ξημερώσει έχουμε τρείς ολόκληρες ώρες ακόμα !» είπε η Ελπινίκη με τα χέρια τη μέση και χτυπώντας το ποδαράκι της στο πάτωμα.
Την άλλη μέρα το πρωί όλες οι εφημερίδες έγραφαν με μεγάλους τίτλους:
«Χριστουγεννιάτικο μυστήριο! Άδεια όλα τα γηροκομεία της χώρας!» και ο Άγιος Βασίλης χαμογέλαγε κάτω από την άσπρη του γενειάδα.
Για να με μαλώσει ούτε λόγος, μου έδωσε προαγωγή μάλιστα, πήρα την θέση του γραμματέα του που βγήκε στην σύνταξη για να παίζει με τα ξωτικο-εγγόνια του απερίσπαστος.
Επικοινωνήστε με τη συγγραφέα:
https://www.facebook.com/Tzinamit
Σχετικοί σύνδεσμοι:
http://www.anemosekdotiki.gr/pezografia/nyxterines-kouventes.html